Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Μαρία Τζεπαπαδάκη Η ιστορία της Μαρίας

 

3ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ( ΓΥΜΝΑΣΙΟ)        2ο Γυμνάσιο Κορίνθου

 

 

     Η Μαρία ξύπνησε απότομα από ένα πολύ περίεργο όνειρο. Είδε ότι ήταν πάλι στην Αθήνα και έπαιζε με τα παιδικά της παιχνίδια. Και όμως είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που έμενε εκεί. Γιατί να δει το όνειρο αυτό τώρα;

     Σηκώθηκε και πήγε στη τραπεζαρία που βρήκε τους γονείς της να μαλώνουν∙ πάλι. Ακόμα και για τις πιο αστείες αφορμές. Είχε κουραστεί πια να τους ακούει∙ πρωί βράδυ τα ίδια. Μόλις την είδαν οι γονείς της αμέσως σταμάτησαν. Φαίνεται πως δεν ήθελαν να μοιραστούν τα προβλήματά τους με ένα δεκατριάχρονο κορίτσι. Η κυρία Λίνα την καλημέρισε με ένα ψεύτικο χαμόγελο.

-        Οι φίλοι σου πέρασαν και είπαν να τους συναντήσεις στο λιμάνι στις δέκα.

-        Ωραία, της απάντησε, σαν να μην έτρεχε τίποτα.

     Ο μπαμπάς εν τω μεταξύ είχε καθίσει στην αγαπημένη του πράσινη πολυθρόνα και είχε ανοίξει τη χθεσινή εφημερίδα. Και οι δύο τους ξεκίνησαν για μια ακόμη φορά να συμπεριφέρονται λες και δεν είχε γίνει τίποτα. Αυτή τους η συμπεριφορά εκνεύριζε πολύ τη Μαρία. Θεωρούσε τον εαυτό της αρκετά μεγάλο για να πει τη γνώμη της στους γονείς της σχετικά με την κατάστασή τους, αλλά πάντα φοβόταν να μιλήσει. Φοβόταν ότι θα της έλεγαν ότι είναι πολύ μικρή για να ανακατεύεται στις υποθέσεις τους και να κάτσει να ασχοληθεί με τα μαθήματά της.

     Έτσι, χωρίς να σχολιάσει τίποτα πήγε πάλι στο δωμάτιό της. Είχε αρκετή ώρα μέχρι να συναντήσει τους φίλους της και έτσι αποφάσισε να ακούσει λίγη μουσική για να ξεχαστεί. Πάντα το έκανε, όταν ήθελε να ξεφύγει από τις καταστάσεις του σπιτιού της. Αλλά ακόμα και με τα ακουστικά μπορούσε να ακούσει τις δυνατές φωνές των γονιών της.

     Μετά από λίγη ώρα ξεκίνησε για το λιμάνι. Μόλις βγήκε έξω ένιωσε το Αυγουστιάτικο αεράκι. Πολύ της άρεσε η Τήνος, αλλά από τη στιγμή που μετακόμισαν εκεί τα οικονομικά τους δεν πήγαιναν καλά. Ο πατέρας της, ο κύριος Τάσος, είχε ένα περιβόλι λίγο έξω από τη Χώρα και η κυρία Λίνα ήταν πωλήτρια σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο δύο τετράγωνα πιο πέρα από το σπίτι τους. Με το ζόρι έβγαζαν τα αναγκαία για τον μήνα. Τα οικονομικά τους μάλιστα ήταν ένας από τους λόγους των τσακωμών των γονιών της. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, αλλά ένιωθε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

     Μετά από ένα τέταρτο έφθασε στο λιμάνι, όπου ήδη την περίμεναν όλοι οι φίλοι της. Πρώτη-πρώτη τη χαιρέτησε η Ελένη, που δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά την καταλάβαινε πιο καλά από τους υπόλοιπους. Πάντα άκουγε τα προβλήματά της και της συμπαραστεκόταν. Τα λάτρευε όλα τα παιδιά. Τον Ορέστη, με τα πάντα ανακατεμένα σγουρά μαλλιά του, τον Γιάννη που πλέον της έριχνε δύο κεφάλια, την Άννα με το ζεστό χαμόγελο της και τα λαμπερά μπλε μάτια, τον Πάνο που πάντα έκανε τους πάντες να γελούν με τα ξεκαρδιστικά αστεία του και τέλος την Ελένη, που όλοι φώναζαν Λενιώ, με τα καστανά μάτια, που έλεγες ότι διαβάζουν τις σκέψεις σου.

-        Πάνω που λέγαμε ότι δεν θα ερχόσουν, μίλησε πρώτος ο Πάνος.

-        Εγώ σας τα ΄λεγα, η Μαρία ποτέ δεν θα έλεγε όχι για βόλτα, πετάχτηκε η Άννα.

-        Καλά, καλά! Εσείς τα κορίτσια πάντα υπερασπίζετε η μια την άλλη, είπε ο Γιάννης.

-        Πάμε; ρώτησε ο Ορέστης.

-        Αμέ!!! Φώναξαν όλοι μαζί  και ξεκίνησαν για τα στενά της χώρας.

     Τα παιδιά λάτρευαν τα στενά. Πίστευαν ότι έδιναν στο νησί μια προσωπικότητα μοναδική, σχεδόν μαγική. Ωστόσο, σήμερα προτίμησαν να αγοράσουν ένα παγωτό και να χαλαρώσουν. Είχαν μάλιστα μία αγαπημένη γεύση, τη φράουλα, που όλα λάτρευαν και ήταν κάτι σαν σύμβολο της παρέας κάθε καλοκαίρι. Αφού αγόρασαν τα παγωτά τους, ξεκίνησαν για τα «βραχάκια» τους στην άκρη του λιμανιού.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής όλοι συζητούσαν χαρωπά για τη νέα σχολική χρονιά που πλησίαζε, αλλά η Μαρία σκεφτόταν κάτι τελείως διαφορετικό. Οι συνθήκες στο σπίτι της είχαν σοβαρέψει αρκετά αυτήν την εβδομάδα. Ανησυχούσε μήπως οι γονείς της αποφάσιζαν να πάρουν διαζύγιο. Δεν άντεχε σε αυτή τη σκέψη. Πάνω που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε λυγμούς, η Ελένη την επανέφερε στην πραγματικότητα.

-        Μαρία; Μαρία! φώναξε στο αυτί της.

-        Ναι! Ακούω!  απάντησε η Μαρία.

-        Θα φας το παγωτό σου; Είναι έτοιμο να λιώσει!

     Είχε χαθεί τόσο βαθιά στις σκέψεις της που είχε ξεχάσει τελείως το παγωτό της. Απάντησε με ένα νεύμα και ένα προσποιητό χαμόγελο. Γύρισε και κοίταξε το Λενιώ που είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά αποφάσισε να μην ρωτήσει για να μην καταστρέψει τη χαρούμενη ατμόσφαιρα που είχαν φτιάξει τα άλλα παιδιά.

     Πέρασαν την πλατεία και βρέθηκαν στα βραχάκια. Η Μαρία είχε σταματήσει να σκέφτεται και συζητούσε ήρεμα με την Άννα. Επιτέλους ένιωθε ελεύθερη. Ένιωθε σαν να ήταν τόσο καιρό ένα πουλί κλεισμένο σε ένα κλουβί, που είχαν αφήσει ελεύθερο, να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει στον καθαρό ουρανό. Χωρίς έγνοιες. Ήταν ο εαυτός της.

     Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Είχε φτάσει πλέον μεσημέρι και έπρεπε όλοι να πάνε στα σπίτια τους για μεσημεριανό. Η Μαρία έμενε από την άλλη μεριά της χώρας∙ αποχαιρέτησε τα παιδιά και πριν ξεκινήσουν κοίταξε την Ελένη που της έριξε ένα βλέμμα: «Όλα θα πάνε καλά!».

    Η Μαρία το είχε καταλάβει: οι φίλοι της μόνο την έκαναν χαρούμενη πλέον∙ όταν ήταν με ανθρώπους που αγαπούσε και την αγαπούσαν, ξεχνούσε πραγματικά την όλη κατάσταση. Και μόνο στη σκέψη των φίλων της, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Την έκαναν να νιώθει την αληθινή αγάπη, που είχε καιρό να βιώσει. Ήταν πραγματικά ένα μαγικό συναίσθημα.

     Καθώς πλησίαζε το σπίτι της, άκουσε πάλι τον γνώριμο ήχο του καυγά. Το πρόσωπό της χλόμιασε. Ήξερε από πού ερχόταν ο ήχος και δίσταζε να προχωρήσει. Ωστόσο δεν μπορούσε να μείνει στο δρόμο. Θα μπορούσαν να συνεχίσουν για ώρες. Με κάθε βήμα ο ήχος όλο και δυνάμωνε∙ και με κάθε βήμα η καρδιά της βάραινε ακόμα περισσότερο.

    Έφθασε στο σπίτι της και μπήκε μέσα διστακτικά. Το ένιωθε∙ αυτήν τη φορά τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά. Πήγε στο σαλόνι, όπου βρήκε τη μητέρα της να κλαίει πεσμένη σε μια πολυθρόνα και τον πατέρα να της φωνάζει. Η Μαρία δεν μπορούσε να βρει τη θέληση να φύγει. Εκείνη τη στιγμή ο πατέρας έπιασε ένα πιάτο από το τραπέζι και το πέταξε με δύναμη στο πάτωμα. Παντού πετάχτηκαν τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου και ένα γρατζούνισε το γόνατο της Μαρίας, η οποία ξεκίνησε να κλαίει, αλλά όχι από τον πόνο της πληγής, παρά από τον πόνο που κουβαλούσε στην ψυχή της τόσο καιρό. Τότε η μητέρα της σηκώθηκε θυμωμένη και πήγε να χαστουκίσει τον πατέρα της, αλλά την σταμάτησε το ουρλιαχτό της κόρης της. Γύρισε και την κοίταξε με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Ακόμα και αν οι φωνές των γονιών της είχαν σταματήσει η Μαρία ξαναούρλιαξε. Άφησε ό,τι ήταν μέσα της να βγει. Τότε σταμάτησε και τους αντιμετώπισε, ενώ τα μάτια της είχαν θολώσει από τα δάκρυα.

     «Δεν μπορώ! Δεν το αντέχω άλλο! Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί είμαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου όλη μέρα; Ή γιατί, όταν σας χαιρετούν οι γείτονες, αποφεύγουν τη συζήτηση; Έχετε γίνει κουραστικοί για όλους γύρω σας. Ακόμα και αν η ζωή μας δεν είναι τέλεια και δεν έχουμε αρκετά χρήματα, έχουμε ο ένας τον άλλον και αυτό είναι αρκετό. Ή μάλλον ούτε αυτό το έχουμε εξαιτίας σας.» Τα δάκρυα έκαιγαν τα μάγουλα της Μαρίας και δεν μπορούσε να σκεφτεί πλέον. Οι λέξεις έβγαιναν από μόνες τους. « Έχω να νιώσω χαρούμενη από τότε που είμασταν στην Αθήνα! Και ξέρετε γιατί; Γιατί κάθε καταραμένη μέρα μαλώνετε, αδιάφοροι για όλα εκτός από τους εαυτούς σας! Αλλά ξέρετε τι; Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο έτσι. Απλά δεν μπορώ», είπε και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι.

     Τώρα πια τα δάκρυα έτρεχαν σαν καταρράκτης στα μάγουλά της. Το είχε κάνει όμως. Είχε ανοιχτεί, είχε πει τις σκέψεις που την βασάνιζαν. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ωστόσο μετά από δέκα λεπτά περίπου που περπατούσε χωρίς προορισμό, ανακάλυψε ότι δεν είχε πουθενά να πάει. Σίγουρα δεΝ θα γυρνούσε πίσω στο σπίτι της μετά από αυτό που έγινε, αλλά ούτε μπορούσε να πάει στο σπίτι των φίλων της τέτοια ώρα. Το μόνο μέρος που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το μικρό καλυβάκι της παρέας τους δίπλα στην παραλία. Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησε για εκεί.

     Σε λίγο έφθασε. Το μικρό τους καλυβάκι ήταν φτιαγμένο από καλάμια που φύτρωναν στην παραλία. Σήκωσε την κουρελού που είχαν βάλει για πόρτα και μπήκε μέσα. Τα παιδιά το είχαν φτιάξει πολύ όμορφο. Είχαν κατασκευάσει ένα μικρό τραπεζάκι από ξύλα και είχαν ακουμπήσει πολλά μαξιλάρια για να κάθονται αναπαυτικά. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα βάζο με λουλούδια∙ ιδέα της Άννας. Το καλύβι είχε μόνο ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε προς την θάλασσα και έμπαινε μέσα το αεράκι. Η Μαρία κάθισε σε ένα μαξιλάρι και χάθηκε μέσα στις σκέψεις της. Είχε σταματήσει να κλαίει και ξανασκεφτόταν τι είχε γίνει. Η ίδια μέχρι τώρα δεν είχε βρει τη δύναμη να μιλήσει για αυτό που ένιωθε, αλλά σήμερα η καρδιά της δεν άντεξε άλλο. Δεν έτρεξε να κρυφτεί από τα προβλήματα που την απασχολούσαν, δεν δείλιασε μπροστά στο μόνιμα προβληματικό θέαμα. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι δεν μπορούσε να μιλήσει∙ ήταν ότι δεν έβρισκε έως τώρα το κουράγιο να το κάνει.

   Στο μεταξύ στο σπίτι της Μαρίας οι γονείς της είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Η ώρα περνούσε και η Μαρία δεν φαινόταν πουθενά. Η κυρία Λίνα πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους της και ρώτησε μήπως την είχαν δει, αλλά κανένας δεν ήξερε τίποτα. Ωστόσο όλοι είπαν ότι θα πήγαιναν να την βρουν. Όσο και αν προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε λυγμούς. Γύρισε στον πατέρα της Μαρίας ο οποίος κοιτούσε το πάτωμα, και του φώναξε:

-        Εσύ φταις για όλα. Αν μόνο μια φορά με άκουγες.

-        Εγώ φταίω; Με συγχωρείς, αλλά αν εσύ άκουγες και κανέναν άλλον, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί.

-        Αχ, Τάσο δεν αντέχω άλλο! Πού είναι το παιδί μας;

-         Έλα ,Λίνα, μην κλαις. Συγγνώμη… Έλα τώρα, πάμε να βρούμε την κόρη μας.

     Στο καλύβι η Μαρία ήταν τόσο επηρεασμένη από τις σκέψεις της που δεν είχε προσέξει ότι ο ήλιος είχε πλέον δύσει και στον ουρανό είχε ανεβεί το λαμπερό φεγγάρι. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές. Κάποιος φώναζε το όνομά της «Μαρία!». Δεν ήταν μόνο ένας, ήταν πολλοί που φώναζαν το όνομά της: «Μαρία!». Αμέσως κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τους φίλους της να φωνάζουν με αγωνία. Δεν περίμενε να τους δει τέτοια ώρα στο καλυβάκι τους. Συνήθως έβγαιναν βόλτα τέτοια ώρα στην πλατεία του νησιού αλλά τώρα ήταν μπροστά της.

-        Τι κάνετε εσείς εδώ; ρώτησε και σκούπισε τα μάτια της, για να μη φανεί πως είχε κλάψει.

-        Εσύ τι λες; Ήρθαμε να σε βρούμε φυσικά! Οι γονείς σου έχουν τρελαθεί από την αγωνία! είπε ο Γιάννης.

-        Δεν νομίζω να ανησυχούν για εμένα. Αυτούς δεν τους νοιάζει τίποτα εκτός από τους εαυτούς τους, απάντησε η Μαρία.

-        Μην το λες αυτό Μαρία! Σ’αγαπάνε πολύ. Βγες έξω τώρα! είπε το Λενιώ.

     Η Μαρία βγήκε από το καλύβι και όλοι αμέσως έτρεξαν να την αγκαλιάσουν. Λίγο ακόμα και θα την έριχναν κάτω. Της άρεσε αυτό το συναίσθημα∙ δεν ήταν πλέον μόνη της και μπορούσε να βασιστεί κάπου. «Παίρνω τηλέφωνο τους γονείς σου, να τους πω ότι είσαι ασφαλής» είπε ο Ορέστης. Η Μαρία δεν τον σταμάτησε, αν και δίσταζε λίγο. Κάθισαν εκεί και τους περίμεναν συζητώντας. Μετά από λίγο έφθασαν κι οι δύο αναστατωμένοι. Αμέσως έτρεξαν να την αγκαλιάσουν και την γέμισαν με φιλιά. Η Μαρία δεν μπορούσε να το πιστέψει.

-        Μαρία μου, κοριτσάκι μου συγγνώμη, είπε ο πατέρας της.

-        Μη λες τίποτα πατέρα! Εγώ δεν θέλω τίποτα παρά να αγαπάμε ο ένας τον άλλο…

-        Αχ, κοριτσάκι μου. Πόσο λυπάμαι, είπε η μητέρα της.

-        Όλα καλά θα πάνε μαμά. Πάμε σπίτι. Γιατί εδώ που τα λέμε δεν έχω φάει και τίποτα, αποκρίθηκε η Μαρία με ένα γελάκι, και ξεκίνησαν για το σπίτι.

-        Μετά από εκείνη την μέρα, οι γονείς της Μαρίας δεν ξαναμάλωσαν. Τα είχε καταφέρει. Ήταν επιτέλους ευτυχισμένη∙ με τους φίλους της και την οικογένειά της. Μπορεί να μην είχαν αρκετά λεφτά, αλλά είχαν ο ένας τον άλλον και αυτό ήταν αρκετό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...