Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Αθανάσιος Σπηλιωτόπουλος "Ζωή σε διωγμό"

   1ο Γενικό Λύκειο Κορίνθου / 2ο Βραβείο

Ο ήχος από το βάζο που έπεσε και έσπασε στο σαλόνι της Δέσπως ακούστηκε σε όλη τη γειτονιά εκείνο το πρωί. Δεν έπεσε από μεγάλο ύψος, σε ένα κοντό τραπεζάκι το είχε, αλλά και πάλι, έγινε κομμάτια!

«Α, την τύχη μου, η άμοιρη πρωινιάτικα!» φώναξε μόλις κατάλαβε ότι το έριξε μια μαυρόγατα που μπήκε στο σπίτι.

Δεν πρόλαβε να φέρει τη σκούπα και το φαράσι και κάποιος χτύπησε την πόρτα τόσο δυνατά, και όχι μια φορά, που κόντεψε να την σπάσει.

«Δέσποινα, άνοιξε σε παρακαλώ!» ακούστηκε μια γερασμένη πλην βροντερή γυναικεία φωνή.

«Τι θέλει πάλι η κυρά-Αμαλία» σκέφτηκε η Δέσπω και αναπόδιασε φωνάζοντας:

«Φύγε Αμαλία, έχω δουλειά, άσε με στη μοίρα μου… πέρνα μετά!»

«Άνοιξε μου, Δέσποινα, καιγόμαστε!» φώναξε αγανακτισμένη η Αμαλία.

Η Δέσπω άνοιξε εκνευρισμένη την πόρτα.

«Τι θες πια, την ψυχή μου έβγαλες πρωί πρωί και δεν έχω λίγες στεναχώριες!» φώναξε.

Η Αμαλία ήταν χήρα ναυτικού. Τι χήρα δηλαδή; Μία βδομάδα μετά τον γάμο ναυάγησε ο κακομοίρης με επιβατικό, ούτε που τον έθαψε. Με τη σύνταξη και τη θύμησή του έζησε τόσα χρόνια στο χωριό του. Εκείνη, Αθηναία, δεν κατάφερε να ενσωματωθεί στη μικρή αυτή κοινωνία. Ακόμα με τα θλιβερά της φουστάνια -τεσσάρων και πλέον δεκαετιών- κυκλοφορούσε. Ένα τέτοιο πράσινο μακρύ με ξηλωμένο στρίφωμα φορούσε εκείνη την ώρα που κοιτούσε σαν χαμένη το άδειο σαλόνι.

«Πού είναι η Ζωή;» ρώτησε η Αμαλία.

«Τι την θες εσύ τη Ζωή;» απάντησε αγχωμένη η Δέσπω.

«Πού είναι ο Γιώργης;». Ο Γιώργης ήταν άντρας της Δέσπως, πατέρας της Ζωής και άλλων τεσσάρων αγοριών.

«Στο χωράφι, θα αργήσει να έρθει».

Η Αμαλία είχε κοκκινίσει από την ένταση, τα χέρια της έτρεμαν. Και δεν είχε ρίξει τη βόμβα ακόμα. Ακολούθησε χάος σιωπής δευτερολέπτων. Η Δέσπω είχε ταραχτεί τόσο απ’ τους οιωνούς και από την κατάσταση της κυράς που ήταν σίγουρη πως θα ακούσει κάτι πολύ κακό, και ενστικτωδώς ούρλιαξε:

«Τι έγινε; Έπαθε κάτι ο Γιώργης; Η Ζωή; Πες μου, χαμένη!»

«Η Ζωή ξεπαρθενεύτηκε!» είπε με βλέμμα απλανές και πόδια τρεμάμενα.

«Τι;» φώναξε η Δέσπω.

«Το ξέρει όλο το χωριό, με τον εργάτη του Γιώργη, τον Δημήτρη!».

Η Δέσπω είχε μείνει στήλη άλατος και παγωμένη ψέλλισε ξανά: «Τι;»

«Έχουν βγει οι τσούπρες οι αφίλητες του χωριού και το συζητάνε. Θα το μάθουν τα παιδιά σου, ο άντρας σου. Πού είναι το κορίτσι; Πρέπει να την κρύψεις!».

«Βγες έξω, ψεύτρα, ψέματα λες, για ζηλεύεις. Οχιά, το σπλάχνο μου ήρθες να μου διαβάλλεις; Τι έβγαλε το άρρωστο μυαλό σου! Το δικό μου το παιδί;» φώναξε η Δέσπω αρνούμενη να το πιστέψει.

«Εγώ είμαι οχιά και ψεύτρα; Εσύ που δεν μπορείς να συγκρατήσεις την κόρη σου, τι είσαι; Κρύψε το παιδί, θα την φάνε! Την είδανε στο δάσος σου λέω με τον ορφανό, το ξέρουν όλοι! Δεν καταλαβαίνεις;»

«Φύγε τώρα, έξω σου λέω, δεν σε πιστεύω!» φώναξε η Δέσπω διώχνοντάς την απ’ το σπίτι.

Η πόρτα έκλεισε και η Δέσπω έπεσε πάνω στο χαλασμένο στρώμα του ντιβανιού που για εκείνη ήταν γεμάτο κάρβουνα. Όταν, για καλή της τύχη, η Ζωή έφτασε πρώτη από όλους στο σπίτι απ’ τα χωράφια βρήκε τη μάνα της να ουρλιάζει απ’ τους λυγμούς στην κουζίνα.

Η Ζωή ήταν νέα και όμορφη, ούτε είκοσι δύο. Αρκετά ψηλή για γυναίκα και πολύ περιορισμένη για άνθρωπος. Από μικρή δούλα πέντε αντρών και μιας μάνας που έκανε για άντρας. Την προόριζαν για κάποιον που δεν θα ήθελε προίκα, ειδάλλως θα έμενε μόνη για να γιατροπορέψει τους γονείς στα γεράματά τους. Εκείνη όμως δεν την έσκιαζε αυτό, ήλπιζε πως κάποια στιγμή κάτι θα γινόταν και θα ελευθερωνόταν. Είχε ήδη διαγράψει είκοσι χρόνια στα κτήματα τη μέρα και στο πλυσταριό και την κουζίνα τη νύχτα. Δεν είχε τίποτα εκτός από τα χέρια και την προκοπή της.

«Τι έπαθες, μάνα; Τι έγινε; Ποιος πέθανε;»

«Εσύ πέθανες άτιμο θηλυκό! Εσύ! Εσύ που μου κλείνεις το σπίτι, άτιμη! Αχ, μαύρη η ώρα που σε γένναγα, σκουλήκι!»

«Τι έγινε, μάνα, γιατί τα λες αυτά; Τι έκανα;» ρώτησε η Ζωή τρομαγμένη.

Η Δέσπω κοιτούσε τον τοίχο, αλλά μόλις άκουσε αυτήν την ερώτηση έστρεψε το βλέμμα της πάνω στα γεμάτα ζωή μάτια της κόρης της και είπε:

«Τι έκανες με τον Δημητρό;»

Η Ζωή άσπρισε.

«Τι λες, δεν σε καταλαβαίνω!»

«Όλο το χωριό το ξέρει, σιχαμένη, όλο! Ο κόσμος το ’χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι ότι του το ’δωσες, βρωμιάρα! Γιατί το έκανες αυτό;», ο τραγικός μονόλογος κορυφωνόταν.

«Τι λες, μάνα; Ποιος τα λέει αυτά;»

«Ο κόσμος όλος τα λέει αυτά! Πόση ντροπή με αξίωσες, Παναγιά μου, να νιώσω η σκύλα απ’ το μίασμα που έβγαλα!» συνέχισε να καταριέται η Δέσπω.

Και προχώρησε: «Να δω τώρα τι θα σου κάνει ο πατέρας σου με αυτά που έκανες! Ή μάλλον με αυτά που άφησες να σου κάνει…»

Η Ζωή είχε χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της.

«Συχώρα με, μάνα, μου το ’πε θα με πάρει…» άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας πεσμένη στο μάρμαρο της κουζίνας, επαναλαμβάνοντάς το με πόνο.

«Τι να σε πάρει, μωρή! Αυτός θα φύγει, ολόκληρος άντρας! Άλλες εκατό έχει σαν και σένα για να ικανοποιεί τις ορέξεις του, όλοι τον ξέρουνε πια. Εσύ έχασες την αξία σου, όχι αυτός!».

Η Ζωή απ’ τα κλάματα δεν είχε ανάσα να απαντήσει.

«Δεν φταίω, μάνα, δεν άντεξα, συγχώρα με, θα με πάρει σου λέω, μου το υποσχέθηκε, και μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια. Θα πάμε στην πόλη που έχει μια θεία!»

«Μπούρδες για να σε ξελογιάσει σου έλεγε, ηλίθια και τον πίστεψες! Τον πίστεψες και μας ξεφτίλισες! Τώρα πάνε όλα. Κανείς δεν θα μας μιλάει στο χωριό, τα συμπεθέρια του αδερφού σου θα μας πάρουν το εγγόνι, ο πατέρας σου θα σε σκοτώσει, τα αδέρφια σου θα μείνουν χωρίς νύφες! Αχ, την τύχη μου!»

«Έννοια σου για τα αδέρφια μου» αποκρίθηκε η Ζωή, «στα πορνεία και τα καμπαρέ ξημεροβραδιάζονται, και ας κάνεις εσύ τα στραβά μάτια. Μόνο για εμένα σε πήρε ο πόνος. Τον Παναγιώτη όλες οι κοινές τον ξέρουν, λένε πως μια έριξε το παιδί του, αλλά εσύ δεν λες τίποτα! Κι ο Νίκος είναι γνωστό πως είναι πρεζάκιας και πως κλέβει απ’ του πατέρα τα λεφτά και πάλι δεν λες τίποτε και τον καλύπτεις. Αμ ο Γρηγόρης…»

«Σκάσε, Ζωή!» την διέκοψε.

«Γιατί; Ξέρω γιατί! Γιατί ο Γρηγόρης σε πονάει περισσότερο! Γι’ αυτόν ντρέπεσαι πλιότερο! Τι φοβάσαι; Ε; Αφού ξέρω γιατί τις προάλλες ο πατέρας τον σάπισε στο ξύλο! Ξέρω γιατί τον κρύβετε στο δωμάτιο ολημερίς και ολονυχτίς. Φοβάσαι ακόμα και να ακούσεις πως ένας απ’ τους γιους σου, απ’ τα βλαστάρια σου, που με έβαζες να δουλεύω από μωρό για τους στείλεις σχολείο, είναι… αρσενοκοίτης!»

Το χαστούκι που έφαγε από τη μάνα της ακούστηκε δυνατότερα και απ’ το βάζο που έσπασε και απ’ την πόρτα που χτύπησε το πρωί η κυρά Αμαλία, η χήρα του μούτσου. Η Ζωή σωριάστηκε στο πάτωμα:

«Άκαρδη μάνα, ποτέ σου δεν με αγάπησες, μόνο άντρες ξέρεις να αγαπάς εσύ!»

«Άτιμη, πόσα ψέματα θα πεις για να κρύψεις τις βρωμιές σου; Πόσα άραγε; Να μάθεις! Να μάθεις να μην λες ψέματα για τα αδέρφια σου που τη ζωή τους κατέστρεψες!»

«Κατεστραμμένες ήταν. Και τη δικιά μου θες να καταστρέψεις τώρα!»

Η Δέσπω δεν πρόλαβε να απαντήσει, το πόμολο έτριξε, η πόρτα άνοιξε και βρόντηξε. Ο Γιώργης μπήκε στο σπίτι, προχώρησε τρέχοντας στην κουζίνα, οι αρβύλες του έκαναν αντίλαλο μέσα στο φτωχόσπιτο, βρήκε τη Ζωή σε εμβρυακή στάση στο πάτωμα, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά κα την σήκωσε στον αέρα. Τα ήξερε όλα.

«Γιατί, π…, το έκανες αυτό;» ούρλιαζε όσο την έσπαζε στο ξύλο.

«Μη, πατέρα!» φώναζε η Ζωή μέσα στα αναφιλητά και τις κραυγές πόνου που έβγαιναν απ’ τα βάθη της καρδιάς της. «Μη!».

Η Δέσπω έκανε δήθεν ότι τον εμπόδιζε με κάτι ψεύτικες φωνές, αλλά κατά βάθος πολύ το φχαριστιόταν. Ήθελε να την βλέπει να λιώνει, την αχάριστη, που τόλμησε να αμφισβητήσει τα παιδιά της. Που τόλμησε να παραδοθεί στα ένστικτά της, που κατέστρεψε το όνομα της οικογένειας, που τόσα χρόνια κόπιασε για να κτίσει η ίδια στη φιλήσυχη κοινωνία του χωριού.

Την ίδια ώρα ο Γιώργης ξέσπαγε όλο τον θυμό του πάνω στην κόρη του. Σε εκείνο το μικρό κοριτσάκι που είχε πάρει τα μάτια του και το όνομα της φουκαριάρας της μάνας του, που ομόρφαινε τη ζωή του στο χωράφι, όπου ερχόταν από τεσσάρων ετών το κακόμοιρο, που ονειρευόταν να την κάνει όμορφη γυναίκα και να καμαρώνει. Όταν κάποια στιγμή κουράστηκε την πέταξε σε μια γωνία και ξεκίνησε:

«Πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό; Ποιος θεός σου το πρόσταξε αυτό; Ποιος σου είπε ότι είσαι ελεύθερη να κάνεις τέτοια; Άντρα λογίζεις τον εαυτό σου; Ε! Πες μου! Τώρα πώς θα πάω στο καφενείο, με τι μάτια θα κοιτάξω την κοινωνία τώρα που η κόρη μου έγινε πόρνη; Ποια γυναίκα τα κάνει αυτά; Του κουνήθηκες, μωρή; Τέτοιο παράδειγμα σου έχει δώσει η μάνα σου; Και απ’ όλους αυτόν τον πάμφτωχο λιμπίστηκες; Να ’ταν κανένας με τσιφλίκια και κτήματα να το καταλάβω, αλλά απ’ τον ορφανό τον εργάτη τι περίμενες; Άχου, καταστράφηκα. Πάει, μια τσούπρα μου έστειλε ο θεός και έμελλε να μου διαλύσει το σπίτι!»

Το πρόσωπο της Ζωής είχε ήδη αρχίσει να μελανιάζει, ενώ αίματα έτρεχαν σε όλο της το σώμα. Η Δέσπω απλά παρακολουθούσε. Ο Γιώργης έφτυσε μπροστά στην κόρη του λες και ήταν η τελευταία από όλες τις γυναίκες, χειρότερη και από εγκληματία. Ακολούθησαν δευτερόλεπτα σιωπής. Η φωνή του Γιώργη έσπασε τη σιωπή.

«Φύγε!»

«Τι λες, Γιώργη;» φώναξε η Δέσπω.

Ο Γιώργος αδιαφόρησε και κοίταξε τη Ζωή που είχε αρχίσει να έχει σπασμούς απ’ τον πόνο.

«Σήκω και φύγε! Τώρα! Έξω απ’ το σπίτι μου. Δεν έχω κόρη εγώ! Τέλος!»

Είχε νυχτώσει και μόνο οι γρύλοι ακούγονταν στον δρόμο.

Ο Γιώργης σήκωσε τη Ζωή αιμόφυρτη απ’ το πάτωμα, άνοιξε την πόρτα και την πέταξε αβοήθητη στον χωμάτινο δρόμο. Έκλεισε την πόρτα. Η Δέσπω δεν αντέδρασε.

Η Ζωή έμεινε κάμποση ώρα πεσμένη κάτω κλαίγοντας για όσα την βρήκαν. Μετά από λίγο σηκώθηκε και κουτσαίνοντας έφυγε από το πατρικό της για πάντα.

Τα αδέρφια της επέστρεψαν από το χωράφι τα μεσάνυχτα, γνωρίζοντας για την αδερφή τους και όσα ακούγονταν γι’ αυτήν. Δεν την βρήκαν στο σπίτι. Ο Νίκος και ο Παναγιώτης συμπαρατάχτηκαν με τον πατέρα τους.

«Μπράβο, πατέρα, αυτό της άξιζε! Να χαθεί η βρωμιάρα!» συμφώνησαν χορωδιακά με τις προσταγές του πατρός αφέντη.

Ο μικρός Γρηγόρης έκλαιγε και θα έκλαιγε για μήνες για τον χαμό της αδερφής του, δεν θα το ξεπερνούσε ποτέ, η ζωή του δεν θα ήταν ίδια από την ώρα που η προστάτιδα αδερφή του δεν ήταν πια εκεί.

Μόνο ο Γιάννης, ο πρεσβύτερος υιός, που είχε πατήσει τα τριάντα πέντε και είχε παντρευτεί και είχε και εκείνος κόρη αντέδρασε στον πατέρα του, μιας και δεν τον είχε ανάγκη.

«Τι έκανες, πατέρα; Έδιωξες τη Ζωή απ’ το σπίτι; Πώς τόλμησες να διώξεις το παιδί σου; Πού θα καταλήξει τώρα; Στα σπίτια που συχνάζουν, σαν κι εσένα, τα βλαστάρια σου θα καταλήξει! Δεν το πιστεύω ότι το έκανες αυτό! Θα την στεφανώναμε με το παλληκάρι, δεν έκανε τίποτα κακό, θα την βάζαμε σε ένα σπίτι μαζί του και όλα μέλι γάλα. Ντροπή σου, δεν είσαι πατέρας εσύ… Πάμε να την βρούμε να την φέρουμε πίσω και θα την βολέψουμε με κάποιον. Ξέρω ένα πολύ καλό παιδί…»

Έλεγε, έλεγε. Κανείς δεν τον άκουγε και έτσι αποτραβήχτηκε από την οικογένεια.

Εκείνο το βράδυ η Ζωή πήρε το μονοπάτι για το σπίτι του Δημητρού και έτσι χτυπημένη που ήταν έφτασε πρωί. Βρήκε μόνο μια γριά να σκουπίζει τον δρόμο.

«Ξέρετε πού είναι ο Δημητρός;»

Η γριά κοίταξε τα αίματα στο φουστάνι της και χωρίς να δώσει σημασία απάντησε:

«Δεν ξέρω κανέναν τέτοιον, εδώ ένας άλλος έμενε που ούτε όνομα είχε δώσει και ούτε που τον ήξερα. Έφυγε, έμαθα, τον πήρανε φαντάρο, άδειο είν’ το σπίτι, αλλού ψάξ’ τον!».

Δεν ήξερε η γριά, αλλά ούτε και η Ζωή ήξερε. Δεν ήξερε πως ο καρπός του έρωτά της με αυτόν τον, τελικά, άγνωστο είχε επιβιώσει της βίας του πατέρα της και αναπτυσσόταν μέσα της και σε λίγους μήνες θα γεννιόταν. Δεν ήξερε πως είχε κάνει -μέσα στη ζάλη της νεότητάς της- το θανάσιμο αμάρτημα να αγαπήσει και να αφεθεί στο πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου, το γενεσιουργό συναίσθημα του έρωτα. Δεν ήξερε πως είχε απελευθερωθεί από τους ίδιους της τους δυνάστες, για να μεγαλώσει -μόνη ναι, αλλά ελεύθερη-, το μόνο που είχε πια στη ζωή της. Ήταν ο δύσκολος δρόμος, αλλά θα αποφάσιζε να τον περπατήσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

                                                                                                      Τέχνης το βάρος πατημασιές αγγέλων...