Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Ηλέκτρα Σωτηρία Πολίτη Μαθήματα σχεδίου

 

2ο  ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ( ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

   Γυμνάσιο Βραχατίου

 


      Ένα Σαββατιάτικο πρωινό του Σεπτεμβρίου, σαν όλα τ’ άλλα, σηκώθηκα από τον ήχο  του ξυπνητηριού μου. Ήταν οκτώ παρά είκοσι. Ετοιμάστηκα, έφτιαξα κάτι να φάω και πήγα στη δουλειά μου. Στις οκτώ ακριβώς έφθασα στο φροντιστήριο εικαστικών τεχνών, στο οποίο εργάζομαι. Κατά τις εννέα περίμενα το τμήμα γραμμικού σχεδίου για την τρίτη Λυκείου. Είχα αρκετό χρόνο μέχρι να ξεκινήσει το μάθημα. Ξεφυλλίζοντας μια εφημερίδα, την οποία αγόρασα εχθές από το περίπτερο της γωνίας, κάθισα σε ένα καρεκλάκι και ξεκίνησα την ανάγνωση.

      Λίγη ώρα αργότερα, ακούστηκε ένας χτύπος στην είσοδο. Ένας άνδρας, μελαχρινός και γύρω στα σαράντα πέντε, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. «Καλημέρα, ελπίζω να μην διακόπτω.» ψέλλισε. «Παρομοίως. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» με διακριτικότητα απαντώ εγώ. «Ελπίζω να δέχεστε καινούριους μαθητές, διότι έχει περάσει η προθεσμία των εγγραφών.» «Μην ανησυχείτε, μπορώ να σας εξυπηρετήσω.» τον βεβαίωσα με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Με συνοπτικές διαδικασίες, κανονίσαμε την εγγραφή του γιου του στο τμήμα ελεύθερου σχεδίου πρώτης Λυκείου. Μου έδωσε τα στοιχεία του και βιαστικότατος άνοιξε την πόρτα να φύγει. «Το πρώτο μάθημα είναι αύριο στις δέκα το πρωί!» του φώναξα, διότι δεν είχα προλάβει να του αναφέρω το πρόγραμμα. Αμφέβαλλα αν με άκουσε, καθώς είχε ήδη προλάβει να κλείσει την πόρτα πίσω του. Συνήθως οι μαθητές που αναλαμβάνω ήταν γνωστοί μου, επειδή τους δίδασκα κι από περασμένες χρονιές. Η περιέργεια που μου δημιουργήθηκε τύλιγε τις σκέψεις μου και με γέμιζε ερωτήσεις. «Στο παιδί αυτό αρέσει η τέχνη;» «Έχει ξανακάνει σχέδιο;» «Γιατί ο πατέρας του ήταν τόσο βιαστικός;». Έπρεπε να περιμένω μέχρι το επόμενο πρωί. Ο ουρανός γέμισε γκριζωπά σύννεφα. Και ο χρόνος κυλούσε περιέργως αργά…

      Κυριακή πρωί, σηκώθηκα πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως. Στις επτά και μισή έσπευσα στο φροντιστήριό μου για να το ανοίξω. Περίμενα, υπομονετικά, να γνωρίσω τον νέο μου μαθητή και τις εικαστικές του δυνατότητες. Εννέα και μισή. Στον χώρο στάθμευσης στάθμευαν αυτοκίνητα. Καλωσόριζα τους ήδη γνωστούς μαθητευόμενους, θέλοντας να δω για πρώτη φορά εκείνο –το συγκεκριμένο- παιδί. Δέκα και πέντε είχε φθάσει. Ξεκίνησα λοιπόν την παράδοση μιας νέας εργασίας. Τότε, ένας δειλός χτύπος της πόρτας ακούστηκε. Εισήλθε στην αίθουσα καθυστερημένα εκείνος. Ελάχιστα πιο κοντός από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Πάρα πολύ αδύνατος. Καστανά μαλλιά και μάτια, σαν τον πατέρα του. Τον υποδέχτηκα, τον σύστησα στην υπόλοιπη ομάδα, και προσπάθησα να τον κάνω να νιώσει οικεία στο περιβάλλον αυτό. Του έδωσα τα πρώτα του σύνεργα –το ειδικό χαρτί, μερικά μολύβια, χάρακα, έναν διαβήτη και μια ελαστική γόμα- και του έκανα μερικές γενικές ερωτήσεις περί της τέχνης. «Είχες παλαιότερα επαφή με την τέχνη;» «Σου αρέσει να ζωγραφίζεις;» «Ποιος είναι ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης;». Εκείνος δεν απάντησε, φαινόταν τρομοκρατημένος και ντροπαλός. Δεν τον ενόχλησα παραπάνω και επανέλαβα ό,τι είχα πει στα παιδιά πριν την άφιξή του. «Μπροστά σας έχετε τις προτομές ενός άνδρα, ενός νέου και μιας γυναίκας. Στόχος σας είναι να σχεδιάσετε με τη δική σας καλλιτεχνική άποψη ένα από τα γλυπτά ή όσα προλαβαίνετε. Οι υπόλοιποι γνωρίζετε πως να παίρνετε τις διαστάσεις στο χαρτί, οπότε θα ασχοληθώ με το νέο μέλος της ομάδας.». Τον πλησίασα και του εξήγησα τα βήματα της σωστής μέτρησης των διαστάσεων. «Έχω ξανακάνει μαθήματα ελεύθερου σχεδίου.» με ενημέρωσε φαινομενικά αγχωμένος. Η φωνή του ήταν κοφτή και γρήγορη, κάπως μπάσα. Απομακρύνθηκα, για να τον αφήσω να δουλέψει με την ησυχία του. Περίμενα μερική ώρα μέχρι να ξεκινήσουν όλοι να δημιουργούν, κοιτώντας την απαλή βροχή που χτυπούσε το τζάμι του παραθύρου.

      Μισή ώρα αργότερα περπατούσα ανάμεσα από τις θέσεις των μαθητευόμενων επιτηρώντας τους. Οι πιο έμπειροι είχαν κάνει εξαιρετική δουλειά, όπως πάντα. Μερικοί δυσκολεύονταν λίγο, μα τους έδινα μια μικρή βοήθεια. Μόλις έφθασα στη θέση του, γύρισα να δω το έργο του. Ήταν κατάμαυρο. Με δυσκολία διέκρινες τα πρόσωπα των γλυπτών. Οι λαιμοί τους έμοιαζαν τερατώδεις, τα μάτια σβησμένα και μουτζουρωμένα. Σαν σύνθεση ήταν ισορροπημένη, μα από την όψη της φαινόταν σαν να σπαράζει μέσα από το παιδί ένα άγριο θηρίο. Δεν το σχολίασα. Άναυδος επέστρεψα στο σκαμνάκι μου, προσπαθώντας να κατανοήσω αυτό που αντίκρισα. Τότε για ακόμη μια φορά, οι ερωτήσεις κατέκλυσαν τη σκέψη μου. «Γιατί άραγε να χρησιμοποίησε τόσο σκούρους τόνους;» «Τί θέλει να εκφράσει;» «Τι συναισθήματα τον περιτριγυρίζουν;». Πίστευα πως θα απαντηθούν ποτέ αυτά τα ερωτήματα. Κι έτσι περίμενα άλλη λίγη ώρα ώσπου να συνεχίσει το δημιούργημά του.

      Είχαν περάσει περίπου δύο ώρες από την τελευταία φορά που πέρασα να επιτηρήσω τα έργα των μαθητών μου. Όσο καθόμουν και παρατηρούσα τα παιδιά, αυτός ήταν ο μόνος που από το βλέμμα του πήγαζε οργή, απόγνωση, τρόμος και απελπισία. Τα μάτια του στο φως έδειχναν βουρκωμένα. Ήταν προφανές πως άφηνε την ψυχή του να σχεδιάσει, και όχι την αντίληψή του. Οι μορφές παρουσιάζονταν πονεμένες. Υπέφεραν. Ζητούσαν βοήθεια. Δεν άντεχα άλλο να τον αντικρίζω έτσι. Ίσως να ήταν από την κούραση. Ποτέ δεν ξέρεις τι περνά από το μυαλό κάθε ανθρώπου, τι τον βασανίζει. Σηκώθηκα απότομα από το καρεκλάκι μου και ανακοίνωσα στα παιδιά πως ήταν ώρα διαλείμματος. Εκείνα επιτέλους βρήκαν λίγο χρόνο να ξεκουραστούν- μιλούσαν μεταξύ τους, γελούσαν,  μερικά βγήκαν έξω, άλλα έβγαλαν από τα σακίδιά τους ένα σακουλάκι με φαγητό. Όμως αυτός ξεχώριζε για ακόμη μια φορά. Δεν συζητούσε με τους άλλους, όχι επειδή τον έδιωχναν, μα από επιλογή. Έσκυψε το κεφάλι και αποχώρησε από την αίθουσα με αργά βήματα. Χαμογελούσε. Είχε το χαμόγελο της ευχαρίστησης που σχηματίζεται στο πρόσωπο ενός κυνηγού, όταν πιάσει το θήραμά του. Από περιέργεια πήγα να ξαναδώ την εργασία του. Μαύρη. Οι λαιμοί παρέμεναν τερατώδεις, τυλιγμένοι σε ένα φυτό σαν κισσό το οποίο όμως έπαιρνε σιγά σιγά το σχήμα ενός ανθρώπινου χεριού. Εάν αυτό το σχέδιο μεταφερόταν στην πραγματικότητα, τα άτομα αυτά δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν από την πίεση που προκαλούσε το σφιχτά δεμένο στους λαιμούς τους χέρι. Η όψη των προσώπων τους, εκτός από θλιμμένη και πονεμένη, έμοιαζε τώρα ψυχρή και μονότονη. Δεν έδειχναν αντίσταση σε αυτή την καταπίεση. Σαν να είχαν αποδεχτεί πως δεν είναι δυνατόν να ξεφύγουν από την παρούσα κατάσταση.

      Πέντε μαθήματα ακολούθησαν, και τα σκούρα χρώματα, η πίκρα και ο φόβος έγιναν μοτίβο στα έργα του. Ο πατέρας του δεν ενδιαφερόταν για την πρόοδό του. Όποτε τον καλούσα στο τηλέφωνο να τον ενημερώσω για την κατάσταση, αδιαφορούσε, κλείνοντας τη συζήτηση λέγοντας πως ήταν απασχολημένος. Στο προηγούμενο μάθημα το παιδί καθώς ζωγράφιζε, έσφιγγε το χέρι του και τσαλάκωνε το χαρτί. Δάκρυζε, μα, όταν ερχόταν η ώρα να φύγει, μια ανακούφιση ξεπρόβαλλε από τα μισάνοιχτα μάτια του. Όταν στο τέλος της κάθε ξεχωριστής εργασίας μοιραζόμασταν τις σκέψεις μας για τα έργα των άλλων, αυτός αποχωρούσε με δικαιολογίες. Ήταν προφανές πως δεν ήθελε να μοιραστεί τις ιδέες του μαζί μας – ή μαζί μου. Η μόνη στιγμή που η ψυχική γαλήνη κυριαρχούσε στο σώμα του ήταν, όταν τελείωνε το κάθε έργο του. Πώς το κατάλαβα; Οι σπασμωδικές κινήσεις και μονολεκτικές απαντήσεις του ήταν αρκετές, για να παρατηρήσει κανείς την ιδιαιτερότητα στην περίεργη καλλιτεχνική του άποψη. Και με το ίδιο άγχος και τρόμο κατάφερε να περάσει άλλους έξι μήνες στο φροντιστήριό μου. Όμως ποτέ η εικόνα της πραγματικότητας δεν ξεθόλωσε σε αυτό το χρονικό διάστημα. Δεν κατάλαβα τίποτα παραπάνω για τον συναισθηματικό του κόσμο.

      Ιούνιος. Κιόλας το τέλος της χρονιάς. Κάθε χρόνο τέτοιο μήνα, με τους μαθητές μου κάνουμε εικαστικές εκθέσεις με τα έργα τους, ανοιχτές προς όλους τους ενδιαφερόμενους. Είχα ακόμη δύο μαθήματα με κάθε τμήμα, έως ότου τελειώσουμε μια τελευταία εργασία που τους ανέθεσα. Κυριακή και πάλι. Το πρώτο καλοκαιρινό μάθημα με το τμήμα αυτού του μαθητή. Ήλπιζα πως θα ερχόταν, διότι ήταν διστακτικός με την παρουσίαση των έργων του. Παρόλο που τον περίμενα, εξεπλάγην με την είδηση πως δεν θα έρθει στο μάθημα. Με ειδοποίησε ο πατέρας του ότι υπήρξε ένας μικρός διαπληκτισμός και πως αδυνατούσε να εμφανιστεί. Δεν θέλω να το παραδεχθώ, μα ένας κόμπος δέθηκε στο στομάχι μου. «Είναι σίγουρα καλά;» «Θα ξαναέρθει του χρόνου;» «Θα μάθω ποτέ τι συμβαίνει;». Οι ερωτήσεις με έπνιγαν καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι εξαντλημένος, δίχως καθόλου διάθεση να κοιμηθώ. Η περιέργεια ήταν που με κρατούσε ξύπνιο. Έτσι συνέχισαν να περνούν οι μέρες μπροστά από τα μάτια μου χωρίς να τις προφτάνω. Με έναν καφέ μονίμως στο χέρι για μην καταρρεύσω. Είμαι και μεγάλος άνθρωπος, δεν αντέχω και πολύ. Αλλά όλη η επιθυμία μου να κοιμηθώ, χάθηκε με τον αέρα που έφερε την επόμενη Κυριακή εκείνος. Πρώτη φορά τον αντίκριζα έτσι. Δεν κοιτούσε πλέον το πάτωμα. Είχε το κεφάλι σηκωμένο ψηλά. Τα μάτια του δεν ξεχείλιζαν πλέον από οργή και πίκρα. Το θάρρος τον έκανε ατρόμητο, τα βήματά του σταθερά. Η θωριά του φώτιζε από αυτοπεποίθηση. Με πλησίασε. Η καρδιά μου χτυπούσε ευτυχισμένη, αφήνοντας ένα βάρος από πάνω μου. Δεν ήθελα να μάθω τι τον βασάνιζε. Μόνο χαιρόμουν με την ξαφνική αλλαγή του. Με κοίταξε κατάματα και με ρώτησε: «Σε λίγες μέρες είναι η έκθεση των έργων μας. Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε σε κάτι;». Δίχως δεύτερη σκέψη, αφού άκουσα το θέλημά του, δέχτηκα. Πρώτη φορά τον έβλεπα να χαμογελά από ευτυχία. Σύντομα έφθανε η στιγμή που θα μαθαίνονταν όλα.

      Κυριακή 12 Ιουνίου. Από νωρίς το πρωί βρισκόμουν στην αίθουσα της παρουσίασης των δημιουργημάτων των μαθητών μου. Καθοδηγούσα μερικούς ανθρώπους στην κατάταξη των αντικειμένων ανά τμήμα. Στο κέντρο του χώρου αυτού υπήρχε ένα βάθρο στο οποίο στεκόταν ένα μικρόφωνο. Η αρμονία βασίλευε εκείνη την ημέρα, χαλαρό αεράκι διαπερνούσε την φρεσκοκουρεμένο κήπο και το θρόισμα των φύλλων κάλυπτε το μελωδικό τραγούδι των τζιτζικιών. Αυτοκίνητα στάθμευαν στην πλακόστρωτη αυλή με χαμογελαστούς γονείς και ανυπόμονα παιδιά να χαχανίζουν και να τρέχουν ανέμελα ανάμεσα στους θάμνους. Η θάλασσα απέναντι έφερνε την απαραίτητη δροσιά που εξισορροπούσε με τη ζεστασιά των καυτών ακτινών του ηλίου. Η αίθουσα γέμισε κόσμο και φωνές.

     Αυτός άργησε λιγάκι ως συνήθως. Ήταν καλοντυμένος, σαν τον πατέρα του. Ένα λευκό ανάλαφρο πουκάμισο και ένα καλογυαλισμένο παπούτσι ήταν ό,τι πρέπει για την περίσταση. Περνούσε η ώρα, οι γονείς θαύμαζαν τα έργα των παιδιών τους, οι μαθητές μου συγχαίρονταν μεταξύ τους. Και τότε, εκείνος, ανέβηκε στο βάθρο με το μαύρο μικρόφωνο και ζήτησε την προσοχή όλων. «Καλημέρα σας. Θα μπορούσα να έχω την προσοχή σας μισό λεπτό;». Οι περισσότεροι γύρισαν προς το μέρος του, περιμένοντας να ακούσουν την ανακοίνωσή του με ανυπομονησία. «Είμαι ένας από τους μαθητές του κύριου Λεβεντάκη. Ίσως οι περισσότεροι από εσάς να έχετε παρατηρήσει πως σε αυτήν την έκθεση μερικά σχέδια στο τμήμα της πρώτη λυκείου είναι μαύρα και δεν ελκύουν το ενδιαφέρον σε πολλούς από εσάς. Εγώ είμαι ο δημιουργός τους. Ή μάλλον καλύτερα εγώ ήμουν ο δημιουργός τους. Όταν σχεδίαζα αυτά που βλέπετε τώρα μπροστά σας, δεν ήμουν ο ίδιος με αυτόν που βλέπετε σήμερα. Ήμουν δειλός. Ήμουν αγανακτισμένος. Ήμουν αυτό που σχεδίαζα. Άφηνα τους άλλους να αποφασίζουν τι θα ακολουθήσει στη ζωή μου. Όμως χρειάστηκα αρκετό καιρό, για να καταλάβω πως τα έργα μου θα παραμείνουν σκουρόχρωμα, εάν δεν σταθώ εγώ απέναντί τους. Εγώ είμαι ο μόνος που μπορεί να αποτρέψει το χαρτί απ’ το να μαυρίσει, να σκιστεί, να καταστραφεί. Εγώ είμαι αυτός που ελέγχει τη γόμα μου και σβήνει αυτό που δεν είναι απαραίτητο στη ζωγραφιά μου. Ονομάζομαι Νικόλας Γερασιμάκος, και σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.»    

     Ο κόσμος δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Εγώ όμως μπόρεσα. Και είμαι υπερήφανος. Αλλά έχω να κάνω μια μικρή διόρθωση στον λόγο του Νικόλα. Δεν είναι απαραίτητο να σβήσεις μόνος σου ένα λάθος, μια μουτζούρα ή ένα μαύρο στίγμα. Μερικές φορές θα θεωρούσα απαραίτητη τη γνώμη κάποιου άλλου για να γεμίσει ο κόσμος ενός καλλιτέχνη έμπνευση και ιδέες. Δεν είναι ανάγκη να ακούσει κάτι σοφό. Φτάνει αυτά τα λόγια να εισακουστούν στην καρδιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...