Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Θεοφανία Σταματίου Το Τέλος είναι πάντα η Αρχή

 

3ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)    4ο Γενικό Λύκειο Κορίνθου

 

Την γνώρισα τον χειμώνα, μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων της Β΄ Λυκείου. Είχε αρχίσει το σχολείο, φυσικά, και εκείνη ήταν καινούργια μαθήτρια. Την πρώτη στιγμή που μπήκε στην τάξη ένα σύννεφο ανοιξιάτικου ανέμου την συνόδεψε. Τα κατάξανθα μαλλιά της λούζονταν από τις ακτίνες του ηλίου, που κρυφά αλλά αισθητά έκαναν την εμφάνισή τους την πρώτη ώρα του σχολικού ωραρίου. Τα μάτια της έλαμπαν και οι καμπύλες του σώματός της αναδείκνυαν όλο και περισσότερο την ομορφιά της. Ήταν μια αληθινή οπτασία. Ναι, μια οπτασία, γιατί μόνο ένα λουλούδι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μια τέτοια ομορφιά! Αν και το λουλούδι είναι λιγοστό μπροστά της.

Δεν μου πήρε πολύ ώρα να καταλάβω τα συναισθήματά μου. Νόμιζα ότι ο έρωτας με την πρώτη ματιά ήταν γραμμένος μόνο στα βιβλία που διάβαζε η μητέρα μου μερονυχτίς καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού με τη λάμπα και μια κούπα ζεστού τσαγιού στο διπλανό τραπεζάκι.

Τα θρανία ήταν όλα γεμάτα εκτός από το δικό μου. Μου άρεσε να καθόμουν μόνος, διότι πρόσεχα ευκολότερα στο μάθημα, αλλά εκτός από τους βαθμούς φαίνεται ότι με ωφέλησε και αλλού…

“Μπορείς να καθίσεις δίπλα στον Αχιλλέα προς το παρόν, Αναστασία, αν δεν σε πειράζει. Είναι καλό παιδί και μαθητής, οπότε μην ντρέπεσαι.” της είπε ο καθηγητής.

“Φυσικά, μην διστάσεις να με ρωτήσεις οτιδήποτε θες!” τον διέκοψα, δείχνοντας ολοφάνερα τον ενθουσιασμό μου. Εκείνη μου χαμογέλασε, πήρε την τσάντα της και ήρθε να καθίσει δίπλα μου.

“Όπα, τι έγινε; Το φυτό πέρα από βαθμούς μας κλέβει και τα κορίτσια τωρα;”  χωρίς να χάσει καιρό ο Γιάννης σχολίασε την κατάσταση.

Αυτός κι η παρέα του έχουν ιδιαίτερο ιστορικό. Όχι μόνο βανδαλίζουν το σχολείο με κάθε τρόπο που θα σκαρφιστούν, αλλά ενοχλούν και τους μαθητές, συμπεριλαμβανομένου και εμένα. Όμως δεν φοβάμαι για μένα, τώρα πια το έχω συνηθίσει. Για την Αναστασία φοβάμαι. Είναι ικανός για πολλά και αυτή δεν το γνωρίζει  ακόμα. Πρέπει να την προσέχω.

“Τέλος η κουβεντούλα παιδιά, ώρα να κάνουμε κανονικό μάθημα. Να θυμίσω σε μερικούς ότι πλησιάζει το τέλος του πρώτου τετραμήνου. Περιμένω περισσότερα στην επίδοσή σας.”  τόνισε ο καθηγητής ρίχνοντας απότομο βλέμμα στον Γιάννη.

Οι ώρες κυλούσαν γρήγορα το ίδιο και οι μέρες. Όλο και πιο πολύ εγώ και η Αναστασία περνούσαμε χρόνο μαζί, στα διαλείμματα και στην τάξη. Τολμώ να πω ότι ήταν από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου κι ας είμαι μόλις 17 χρονών. Ήταν πάντοτε χαρούμενη και γεμάτη ενέργεια και αναρωτιόμουν πού την χωρούσε σε ένα τόσο μικρό και λεπτό σώμα όπως το δικό της. Με γέμιζε χαρά, όταν την έβλεπα και το χαμόγελό της με πλημμύριζε από ζεστασιά.

Δεν άργησε να έρθει ο Μάιος και η ζέστη να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα. Όλοι φορούσαμε κοντομάνικα και βερμούδες, ωστόσο η Αναστασία αρνιόταν να βγάλει τη μακρυμάνικη μπλούζα της.

“Αναστασία, δεν ζεσταίνεσαι; Φοράμε όλοι καλοκαιρινά ρούχα και έχουμε ιδρώσει.” την ρώτησα απορημένος.

“Όχι, καλά είμαι. Μην ανησυχείς, απλώς έχει λίγο δροσούλα…” μου απάντησε τρέμοντας από την κορυφή μέχρι τα νύχια, λες και ανακάλυψα το πολύτιμο μυστικό της.

“Σίγουρα; Άμα δεν αισθάνεσαι καλά θα μπορούσες να πας στο γραφείο και να φύγεις…” Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω και εξαγριωμένη μου φώναξε χτυπώντας το θρανίο. “Σου είπα είμαι καλά! Δεν θέλω να πάω σπίτι!”

“Α, συγγνώμη δεν ήθελα να σε νευριάσω. Απλώς ανησύχησα.” της είπα προσπαθώντας να την ηρεμήσω προκειμένου να μην πάμε και οι δύο στο γραφείο μόνιμα.

Μόλις επέστρεψα σπίτι αναζήτησα συμβουλές από τον πιο ειδικό άνθρωπο που γνωρίζω, τη μητέρα μου. Ήταν πάντα καλή στο να δίνει λύσεις στα προβλήματά μου και ιδιαίτερα σε αυτό το θέμα μια γυναίκα θεωρώ θα καταλάβαινε καλύτερα την Αναστασία απ’ ότι εγώ.

“Πώς ήταν σήμερα το σχολείο, νεαρέ;” με ρώτησε στηρίζοντας στα χέρια της το σαγόνι της έτοιμη να της εξιστορήσω την πιο απίστευτη ιστορία της ζωής μου.

“Ε, δεν πήγε ούτε χάλια ούτε απαίσια, θα έλεγε κανείς. Εννοώ ότι ήταν μια συνηθισμένη μέρα στο σχολείο. Μαθήματα, διαγωνίσματα, άγχος. Τίποτα το ιδιαίτερο. Εκτός από…” Ισχύει ότι η μητέρα μου δίνει καλές συμβουλές, αλλά το ότι φοβάμαι να τις ακούσω, σε περίπτωση που δεν μου αρέσουν ή δε με βολεύουν, είναι γεγονός.

“Εκτός από τι; Πες μου τι έγινε και σε απασχολεί τόσο.” μου είπε κοιτώντας με μες στα μάτια.

“Να, είπα κάτι στην Αναστασία και θύμωσε, αλλά δεν είχα αυτή την πρόθεση, το ορκίζομαι!” Συνέχιζε να με κοιτάζει επίμονα περιμένοντας περαιτέρω λεπτομέρειες.

“Απλώς φορούσε μακρυμάνικη μπλούζα και παραξενεύτηκα, επειδή είχε πολλή ζέστη και ανησύχησα μήπως είχε αρρωστήσει.”

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπειτα είπε “Μήπως ένιωθε ότι την πίεσες και γι’αυτό ξέσπασε έτσι;”

“Μμμ…” Έκανα μια παύση, για να σκεφτώ. “Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά απλώς την ρώτησα, γιατί ανησύχησα! Εκείνη ήταν αυτή που αντέδρασε υπερβολικά!” ξεφύσηξα για ένα λεπτό και συνέχισα. “Παρόλο που ήξερα ότι υπερβάλλει, δεν της το είπα, επειδή δεν ήθελα να τσακωθούμε. Είναι η πρώτη φίλη που κάνω μετά από… ξέρεις…”

“Μετά τις προηγούμενες φιλίες σου οι οποίες σε παράτησαν χωρίς να σου πουν τον λόγο. Ξέρω, ξέρω. Εγώ καθόμουν μέρες δίπλα σου, όταν έκλαιγες.” τόνισε με ένα ελαφρύ χαμόγελο να σκάει στο πρόσωπό της, περισσότερο επειδή χαίρεται να με πειράζει.

“Ναι, ναι. Ξέρεις πολύ καλά πόσο μου στοίχισε αυτό. Εκείνη την ημέρα συνειδητοποίησα πως οι άνθρωποι είναι σαν τα παιχνίδια. Δεν ξέρεις πότε θα τους τελειώσει η μπαταρία αλλά, όταν τελειώσει, τελειώνει και ο ενθουσιασμός του ιδιοκτήτη. Είναι υποχείριο πολλών και τους ευχαριστούν με κάθε τρόπο, ώστε να μην τους αφήσουν ξανά. Όπως οι προηγούμενοι… Γι΄αυτό φοβάμαι. Ειδικά τώρα που η Αναστασία κατέχει σημαντικό ρόλο στην καρδιά μου, δεν θέλω να την χάσω!” είπα, καθώς συγκρατούσα τα δάκρυα από το να πέσουν.

“Καταλαβαίνω τις ανησυχίες σου, όμως η ζωή είναι γεμάτη αλλαγές! Δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε ως εμπόδια αλλά ως ωθητήρια δύναμη, για να προχωρήσουμε μπροστά, δεν νομίζεις;” με συμβούλευε σοφά για άλλη μια φορά, ακουμπώντας απαλά το αριστερό της χέρι στο μάγουλό μου.

“Νομίζω ότι έχεις δίκαιο.”

“Πάντα έχω!” σχολίασε και γελάσαμε και οι δύο. Ήταν μια ωραία βραδιά.

 

Το φεγγαρόφωτο τρύπωνε από το παράθυρο του δωματίου μου φωτίζοντάς το ελαφρώς και  δημιουργώντας την ιδανική ατμόσφαιρα για σκέψεις. Ήμουν μόνη και σκεφτόμουν συγκεκριμένα για τη σημερινή μέρα. Λες να ήμουν πολύ απότομη με τον Αχιλλέα; Δεν ήθελα να του φωνάξω ούτε να νευριάσω, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να του πω έτσι απλά την αλήθεια. Και το θέμα είναι ότι αν με ρωτήσει, εύκολα θα το κάνω, επειδή τον εμπιστεύομαι. Πάει καιρός που εμπιστεύτηκα άτομο. Και πάει καιρός που κάποιος ήταν στο πλάι μου. Είμαι πιο μόνη απ’ όσο νομίζω τελικά.

Τη στιγμή που σκεφτόμουν, ακούγεται ένας δυνατός γδούπος διαταράσσοντας την ησυχία. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβω τι θα μπορούσε να είχε προκαλέσει τον θόρυβο αυτόν και έσπευσα κατευθείαν στο καθιστικό. Ο μεγάλος μου αδελφός ανησύχησε κι αυτός κι ήρθε μαζί μου μέχρι εκεί. Οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν, όταν είδα με τα ίδια μου τα μάτια τη μητέρα μου στο πάτωμα και τον πατέρα μου, κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι μισοσπασμένο στο χέρι, να κοιτά με αηδία και οργή τη γυναίκα του.

“Πώς τολμάς να μου συμπεριφέρεσαι έτσι; Τη μια με απατάς και μετά έχεις την απαίτηση να σε σέβομαι;” φώναξε.

Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, η ανάσα μου έγινε κοφτή. Ήθελα να φωνάξω να σταματήσει, αλλά η φωνή αδυνατούσε να βγει από το στόμα μου. Σταμάτα. Σταμάτα!

“Τι λες; Το μόνο που έκανα ήταν να βγω με τις φίλες μου βόλτα και να γυρίσω σπίτι λίγο αργά!” προσπάθησε μάταια η μητέρα μου να τον λογικέψει.

“Σταμάτα τις δικαιολογίες και πες την αλήθεια πριν το μετανιώσεις!” συνέχισε ανένδοτος να φωνάζει.

Τότε ο αδελφός μου, στέκοντας μπροστά μου με το χέρι του να προστατεύει το κορμί μου, μίλησε. “Μπαμπά σταμάτα! Μπορούμε να λύσουμε το θέμα χωρίς φωνές αλλιώς δεν θα οδηγήσει πουθενά αυτό! Δεν μπορείς να το δεις;  Βαρέθηκα πια αυτήν την ιστορία! Είτε το λύνουμε με συζήτηση, είτε θα το λύσει η αστυνομία”

Ο πατέρας δεν τον άφησε να τελειώσει. Πλησίασε και χωρίς δισταγμό άπλωσε τη μεγάλη του παλάμη και έδωσε χαστούκι στον αδελφό μου.

“Οχι!” αναφώνησα ακούσια, μόλις αντίκρισα το θέαμα.

Γύρισε προς το μέρος μου, με έπιασε από τον γιακά της πιτζάμας και με απείλησε: “Μήπως θες κι εσύ μία;”

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ο αδελφός μου την άνοιξε με όση δύναμη του είχε απομείνει και εμφανίστηκε η αστυνομία.

“Σου είπα μπαμπά… Είτε το λύνουμε εμείς είτε η αστυνομία!”

Έπειτα του έβαλαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στο περιπολικό. Ο αστυνομικός κοντοστάθηκε και  κοίταξε τη μητέρα μου.

“Επειδή είναι αργά, θα σας αφήσουμε να ξεκουραστείτε, όμως αύριο το πρωί θα χρειαστούμε την κατάθεσή σας, αν θέλετε να περάσουμε στη διαδικασία της μήνυσης. Καληνύχτα.” έγνεψε και έφυγε.

Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε οι τρεις μας στο ίδιο κρεβάτι αγκαλιά, καθώς η μητέρα μας μάς έλεγε ότι  θα τα κανονίσει όλα και ότι θα ζήσουμε διαφορετικά. Αλλά εγώ και ο αδελφός μου ξέραμε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που το έλεγε αυτό και φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που έγινε παρόμοιο περιστατικό. Εδώ και χρόνια τίποτα δεν έχει αλλάξει, ποιος μου εγγυάται ότι θα αλλάξει τώρα;  Έχω κουραστεί…

Την επόμενη μέρα είχαμε σχολείο. Δεν είχα κοιμηθεί όλο το βράδυ, επειδή έβλεπα εφιάλτες. Για πόσο ακόμα πρέπει να ζω έτσι; Κοίταξα ευθεία και διέκρινα στο βάθος τον Αχιλλέα να με χαιρετά. Δεν θέλω να με δει σε αυτή την κατάσταση. Συγκεντρώσου, Αναστασία! Δεν είναι πρώτη φορά που κρύβεις τα συναισθήματά σου. Μπορείς να το κάνεις και τώρα.

 

“Γειά σου, Αναστασία!”  της είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

“Α, καλημέρα, Αχιλλέα! Τι κάνεις, όλα καλά;” ανταποκρίθηκε χαμογελώντας.

“Ναι, τίποτα σπουδαίο δεν έγινε. Εσύ; Σε βλέπω κάπως κουρασμένη. Κοιμήθηκες αργά χθες;”

“Ναι, η εργασία που μας έβαλε στη βιολογία μου πήρε αρκετή ώρα και κοιμήθηκα αργά γι’ αυτό είμαι κουρασμένη” μου απάντησε.

Καθώς μιλούσαμε, χτύπησε στο κινητό της ειδοποίηση για μήνυμα. Το διάβασε και το χαμόγελο σβήστηκε από το πρόσωπό της. Άρχιζε να τρέμει, το πρόσωπό της είχε χλομιάσει και η φωνή της έτρεμε.

“Όχι, γιατί… Γιατί σε μένα; Γιατί;” αυτές ήταν οι λέξεις που κατάφερα να ακούσω. Τις έλεγε ξανά και ξανά σαστισμένη. Δεν μπορούσα να την βλέπω έτσι! Η καρδιά μου ράγισε. Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά την έσφιξα στην αγκαλιά μου, για να την ηρεμήσω.

“Τι έγινε; Μπορείς, αν θες, να μου πεις τι έλεγε το μήνυμα που σε τάραξε τόσο πολύ”

“Ο Γιάννης… μου ζήτησε επανειλημμένες φορές να βγούμε και συνεχώς αρνιόμουν…” έκανε μια μικρή παύση για να πάρει ανάσα και συνέχισε. “Μόλις τώρα ανέβασε στο διαδίκτυο φωτογραφίες”

“Τι εννοείς;” την ρώτησα. Μου έδειξε στο κινητό της τις απειλές και τις χυδαίες φωτογραφίες που είχε δημοσιεύσει στο διαδίκτυο εξευτελίζοντας την με κάθε τρόπο.

“Δεν ξέρω που τις βρήκε. Πότε μου δεν έχω τραβήξει παρόμοιες φωτογραφίες… Τι θα κάνω;” είπε απεγνωσμένη στηρίζοντας το κεφάλι στις παλάμες της. Είχα μείνει έκπληκτος για μερικά δευτερόλεπτα. Είχαν συμβεί τόσα πολλά και δεν είχα καταλάβει τίποτα! Ήταν ακριβώς δίπλα μου και χαμογελούσε, ενώ δεν ήξερα καν αν υπέφερε ή όχι. Είμαι ανόητος!

“Θα βρούμε μια λύση! Μπορούμε να το πούμε στη διευθύντρια. Θα κινηθούμε νομικά!” πρότεινα.

“Νομίζεις ότι δεν το έχω πει; Το είπα! Και ξέρεις ποια ήταν η απάντησή τους; Ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αυτό, γιατί θα δημιουργηθεί σάλος στο σχολείο και θα αποκτήσει κακή φήμη!” παραπονέθηκε δίχως να έχει άδικο.

Είχα μείνει άφωνος και την κοιτούσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το μόνο που μπορούσα ήταν να την πάρω αγκαλιά και την εμψυχώνω με κάθε δυνατό τρόπο. Το είχε πραγματικά ανάγκη.

 

Ήταν από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου. Οι φωτογραφίες είχαν διαδοθεί σε ολόκληρο το σχολείο. Τα παιδιά στους διαδρόμους κοιτούσαν περίεργα το σώμα μου, ψιθύριζαν μεταξύ τους και έλεγαν διάφορα χυδαία σχόλια. Δεν το άντεχα άλλο! Πόσο δύσκολη μπορεί να γίνει η ζωή μου; Πρώτα ο αλκοολικός πατέρας μου, μετά η μητέρα μου που πιστεύει ότι είναι ικανή να διορθώσει το παρελθόν και να γίνουμε μια φυσιολογική οικογένεια και τέλος αυτό; Πού έκανα το λάθος; Στην οικογένεια που δεν επέλεξα ή στο αγόρι που είπα την αλήθεια; Θέλω να τελειώσουν όλα αυτά. Κάνω υπομονή, αλλά τα πράγματα μόνο χειροτερεύουν! Ο μόνος που απομένει είναι ο Αχιλλέας. Ο Αχιλλέας… Δεν μπορώ να τον μπλέξω στα δικά μου προβλήματα. Δεν θέλω να γίνομαι βάρος κανενός. Το μόνο που θέλω είναι να τελειώσουν όλα. Να τελειώσουν.

Σκεφτόμουν επί ώρες περιπλανώμενη στους δρόμους προσπαθώντας να βρω λίγη ηρεμία και μια λύση. Μια στιγμή βρέθηκα σε μια γέφυρα αρκετά μέτρα ψηλά από το έδαφος. Κοίταξα κάτω. Μια σκέψη μου πέρασε από το μυαλό. Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά ήθελα να απομακρυνθώ από όλους. Έκλεισα τα μάτια και έριξα μπροστά όλο μου το βάρος και άφησα τη βαρύτητα να κάνει τη δουλειά της. Έχασα επαφή με το έδαφος, η καρδιά μου χτυπούσε γρηγορότερα και ο αέρας έβρισκε αντίσταση στα ρούχα μου. Ήταν ήδη πολύ αργά να γυρίσω πίσω. Τα πάντα σκοτείνιασαν και μόνο μια μορφή μου ήρθε την τελευταία στιγμή στο μυαλό. Ο Αχιλλέας… Έπρεπε να του μιλήσω, να του πω την αλήθεια. Όμως πιστεύω καλύτερα έτσι. Το αντίο είναι πάντα το πιο δύσκολο.

    Είχε έρθει το Σαββατοκύριακο και είχαν περάσει αρκετές μέρες που είχα να δω την Αναστασία. Ούτε ένα τηλέφωνο ούτε ένα μήνυμα. Μου έλειπε σφοδρά κι ας είχε περάσει τόσος λίγος χρόνος. Θέλω να την δω έστω και για ένα λεπτό. Ειδικά, μετά το περιστατικό με τις φωτογραφίες η ψυχολογία της ήταν σε άθλια κατάσταση, όμως νομίζω ότι ήρθαμε πιο κοντά και τώρα με εμπιστεύεται περισσότερο. Είχα βυθιστεί για τα καλά στις σκέψεις μου. Το τηλέφωνο χτύπησε φέρνοντας με σε επαφή με τον αληθινό κόσμο.

“Παρακαλώ;” σήκωσα το τηλέφωνο.

“Αχιλλέα, εσύ είσαι; Η διευθύντρια είμαι. Πήρα να σε ενημερώσω για δυσάρεστα νέα” είπε διστακτικά.

“Τι εννοείτε;” Ρώτησα, ανησυχώντας μήπως έγινε κάτι συνταρακτικό.

“Η Αναστασία… Αυτοκτόνησε… Ανέφεραν την εξαφάνισή της στην αστυνομία και έπειτα από μια μέρα βρήκαν το νεκρό σώμα της στη θάλασσα. Είπαν ότι έπεσε από γέφυρα στο νερό και η πτώση ήταν καθοριστική” συνέχισε να εξηγεί λεπτομέρειες τις οποίες αδυνατούσα να ακούσω.

Η Αναστασία… νεκρή… Η Αναστασία ήταν νεκρή! Νεκρή! Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έκλεισα άρον άρον το τηλέφωνο και ξεκίνησα να ψάχνω σε ιστοσελίδες και άρθρα για το περιστατικό. “Νεκρό βρέθηκε 17χρονο κορίτσι στη θάλασσα!”, “Σοκ! Τραγωδία ξέβρασε η θάλασσα!” Κι όμως είναι αλήθεια. Η Αναστασία χάθηκε! Γιατί; Πώς;

“Αχιλλέα, παιδί μου, είσαι καλά; Έχεις αλλάξει χρώμα! Αχιλλέα!” η μητέρα προσπάθησε να με συνεφέρει.

“Μαμά, η Αναστασία είναι… νεκρή. Αυτοκτόνησε, το καταλαβαίνεις;!” η φωνή μου έτρεμε, τα δάκρυα σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από τα μάτια μου. “Εγώ φταίω! Δεν κατάλαβα τι περνούσε. Έδινα σημασία στην αγάπη μου για εκείνη και όχι στα συναισθήματά της. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να την προστατεύσω και απέτυχα! Απέτυχα! Θα μπορούσε να ήταν ζωντανή αυτή τη στιγμή!” συνέχιζα φωνάζοντας.

“Αχ, Αχιλλέα μου δεν φταις εσύ! Προς θεού, δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος, αν δεν σου το πει!” με καθησύχασε παίρνοντάς με αγκαλιά και φιλώντας με στο κεφάλι. “Η Αναστασία μάλλον πέρασε πολλές θλιβερές στιγμές για να κάνει κάτι τέτοιο. Είναι δύσκολο να τις ξεπεράσεις και εύκολο να τις αφήσεις να σε επηρεάσουν. Όμως, το λάθος που έκανε είναι ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε τη ζωή μας λόγω αυτών. Αντιθέτως, πρέπει να ζούμε για τις καλές στιγμές που έρχονται. Εξάλλου άμα μπορείς να δώσεις χιλιάδες ευκαιρίες στους λάθος ανθρώπους, γιατί δεν δίνεις και στη ζωή άλλη μια;” είπε κοιτώντας με με στοργή. “Είμαι σίγουρη ότι δεν ήθελε να σε δει έτσι γι’αυτό δεν σου είπε τίποτα. Δεν ήθελε να σε δει να υποφέρεις όπως κι εκείνη, δεν ήθελε να την δεις να υποφέρει. Αλλά ήθελε να σε δει χαρούμενο να ζεις τη ζωή έτσι όπως αυτή δεν μπορούσε να την ζήσει.”

Έχει δίκιο. Η Αναστασία δεν ήθελε να με βλέπει λυπημένο και πάντα μου έφτιαχνε τη διάθεση! Θα είναι δύσκολο να ξεπεράσω τον χαμό της, αλλά θα είναι πάντα αθάνατη μέσα στην ψυχή μου! Πάντα μου έλεγε στα παιχνίδια ότι, όταν νομίζεις ότι τα πράγματα τελείωσαν, τότε είσαι μόνο στην αρχή. Και αυτή η αρχή ξεκινά τώρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...