Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Άννα Μίχου Το δαχτυλίδι της γιαγιάς

 

1ο  ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ) 

 Homo Educandus Αγωγή

 


 

     Αν ξέρω κάτι από Ιστορία και Γεωγραφία, αν ξέρω να φτιάχνω ωραίες ιστορίες είναι σίγουρο ότι δεν το ξέρω από τα βιβλία. Το ξέρω από τη γιαγιά μου, από τα καλοκαίρια και τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα μαζί της . Η γιαγιά μου η Τούλα. Η μητέρα του πατέρα μου, η ψυχή του πατρικού του σπιτιού. Από αυτήν έμαθα πώς είναι οι ωραίες πίτες, πώς τυλίγουν ντολμαδάκια, πώς να φυτεύουμε λουλούδια και πώς να κάνω ωραίες  πλεξούδες στα μαλλιά μου. Μέσα από τα δικά της μάτια αγάπησα ένα μικρό χωριό της Αργολίδας, την Φρουσούνα, από όπου και καταγόταν. Τα μάτια της γιαγιάς ήταν μεγάλα καφέ και μέσα από αυτά έβλεπες τα πάντα. Μπορούσες να δεις την ομορφιά της, την αγάπη της, την εξυπνάδα της, τις ευαισθησίες της, ακόμη και την ταλαιπωρία της, την κούρασή της, το πείσμα της, την αρχοντιά της.

     Τι είναι αλήθεια το φρέσκο γάλα; Είναι αυτό που αρμέγουμε από τις κατσίκες μας, βράζουμε και πίνουμε αμέσως και όχι αυτό που αγοράζουμε σε χάρτινη συσκευασία από το σούπερ μάρκετ  της γειτονιάς. Φρέσκο γάλα λοιπόν ήταν οι δύο κατσίκες της γιαγιάς, η Λιάρα και η Χιώνα. Τι είναι τα Χριστούγεννα; Είναι το δέντρο και τα λαμπερά φωτάκια, αλλά είναι σίγουρα και ο σπιτικός κόκορας κοκκινιστός με τα χοντρά μακαρόνια. Η γιαγιά στην κεφαλή του τραπεζιού και δίπλα της ο παππούς που, αν και γιόρταζε, έπρεπε να της δίνει πάντα λογαριασμό για το κρασί που πίνει. Λίγο παραπάνω κρασί και το μπαστούνι της γιαγιάς να τον χτυπάει κάτω από το τραπέζι.

      Κάθε Χριστούγεννα η γιαγιά μου μού έδινε ένα πλεκτό, άλλοτε κασκόλ και σκουφί, άλλοτε πουλόβερ, και τώρα τελευταία δαντέλες. Το κρατούσε σαν έθιμο από τη δικιά της γιαγιά, που όλο τον χρόνο ύφαινε μπιχλιμπιδωτά υφαντά και έπλεκε πανέμορφα πλεκτά  για το σπίτι αλλά και για τις μικρές εγγονές της. Γιατί η γιαγιά μου έτσι μεγάλωσε, σε μια εποχή που ο κόσμος κατέβαινε σπάνια στην πόλη για να ράψει ρούχα σε μοδίστρες ή ράφτες. Δεν υπήρχαν καταστήματα με έτοιμα ρούχα. Η γιαγιά τηρούσε κατά γράμμα πολλές από τις συνήθειες εκείνου του μικρού φτωχού χωριού.

     Κάθε φορά που βρισκόμουν με τη γιαγιά ,έπρεπε να της πω όλα μου τα νέα και σε κάθε τι που της έλεγα κούμπωνε και μια ιστορία από τα χρόνια τα δικά της. Είχαμε έτσι  μια ιστορία της Άννας και της γιαγιάς. Έμαθα λοιπόν ότι το σχολείο της το βομβάρδισαν στον πόλεμο του ’40. Πάντα αναρωτιόμουν πώς ήταν τόσο σοφή, ενώ είχε πάει μέχρι την Ε΄ Δημοτικού. Μάλιστα έκανε πολλαπλασιασμούς προσθέσεις και αφαιρέσεις ολόσωστα χωρίς στυλό, μολύβι και κομπιουτεράκι. Πάντα καυχιόταν ότι έτσι την έμαθε η ζωή και έτσι έμαθε και η ίδια  τους γιους της, ιδιαίτερα τον πατέρα μου.

      Η γιαγιά ήταν πάντα περήφανη για μένα ακόμη και όταν έκανα ζημιές, γιατί έκανα τα πάντα με πάθος και ήξερε ότι θα το διορθώσω, γιατί ήμουν, λέει, τσακαλάκι. Ποτέ δεν της ξέφευγε τίποτα. Μερικές φορές προσπαθούσα να της κρύψω ότι ήμουν στενοχωρημένη, αλλά το καταλάβαινε αμέσως κι έκανε τα πάντα, για να της πω τι έχω. Ήταν και θα είναι η αδυναμία μου. Είχε τον τρόπο της για κάθε τι, όπως κάθε γιαγιά, αλλά η δική μου γιαγιά ήταν μαγική.

     Η γιαγιά λείπει τώρα ένα χρόνο. Την χαιρέτησαν όλοι εκτός από εμένα. Εγώ έξω στην αυλή κοιτάζοντας τα γεράνια της και τις δεκάδες γλάστρες βασιλικού σκεφτόμουνα την νοικοκυροσύνη και επιδεξιότητα που κρύβονταν στο στριφτό φύλλο της πίτας, το δέσιμο της οικογένειας μας, όπως το δέσιμο του σιροπιαστού και της μαρμελάδας, τη χαρά, τη γιορτινή διάθεση, τη μυρωδιά του φρέσκου ζυμωτού ψωμιού, τα κουτσομπολιά με την κυρά Πόπη τη γειτόνισσα, λίγο πονηρά, ,λίγο πιπεράτα, όπως ήταν η σπεσιαλιτέ της στον ξυλόφουρνο, τα μαλώματα με τον παππού, που έπινε κρυφά κρασί, το τεράστιο ταψί με τη γαλατόπιτα που έδινε τις Απόκριες στους εργάτες που είχε στο αμπέλι της.  Στο μυαλό μου ξετυλίγονταν όλες οι ιστορίες που είχα ακούσει πλαισιωμένες  από όλα αυτά τα δαντελωτά σεμεδάκια που έφτιαχνε περίτεχνα  η γιαγιά τόσους χειμώνες δίπλα στο τζάκι, τόσα καλοκαίρια δίπλα στα βασιλικά.

      Βλέπω τη γιαγιά, ένα μικρό κοριτσάκι να ζητάει μπομπότα και κουραμάνα από τους κατακτητές Ιταλούς, για να ξεγελάσει την πείνα της. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ο πατέρας της έφυγε μετανάστης στην Αμερική. Πριν φύγει, είχε πει στη γιαγιά μου «όση φτώχεια και να περάσετε, όσο και να πεινάσετε, ακόμα και αν χαθώ στην Αμερική, να μην πουλήσετε ποτέ αυτό το δαχτυλίδι». Και της έβαλε στο χέρι ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι με μια γαλάζια πέτρα.

     «Αυτό Αννούλα θα το δώσω σε εσένα πριν πεθάνω», έλεγε η γιαγιά. Πάντα φορούσε στο χέρι της αυτό το δαχτυλίδι από την Μικρά Ασία. Στον πόλεμο του 1922 ο προπάππους μου, νεαρός στρατιώτης στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, βοήθησε έναν φυγά* να περάσει απέναντι στη Λέσβο για να γλιτώσει την αιχμαλωσία. Ο φυγάς του έδωσε το δαχτυλίδι του ως επισφράγιση φιλίας.  Ήταν πολύ περήφανος ο προπάππους γι’ αυτό το κατόρθωμα. Φεύγοντας ο πατέρας της (ο προππάπους μου) για την Αμερική εκτός από το δαχτυλίδι και τη μεγάλη φτώχεια, άφησε πίσω του, έξι κορίτσια και ένα αγόρι. Η γιαγιά, η Δημητρούλα, σαν μεγαλύτερη  έπρεπε να στηρίξει την μάνα, στον θερισμό, στο αλώνισμα, στο μάζεμα των καρυδιών και στο μεγάλωμα των μικρότερων αδερφών. Αν και ήθελε πολύ να πάει σχολείο όπως και τα αδέρφια της, δεν τα κατάφερε.

     Στην ηλικία των 25 ετών μαζί με άλλους χωριανούς, κατέβηκε για δουλειά στον κάμπο της Βόχας. Τα χέρια που έφτιαχναν τόσα καλούδια, τόσο όμορφες κοτσίδες, που με έπαιρναν τόσο ζεστές αγκαλιές και μου έδιναν  πενηντάευρα διπλωμένα σε σεμεδάκια για την προίκα μου ήταν χέρια, γεμάτα ρόζους, σκληρά, ταλαιπωρημένα σαν αντρικά. Αυτά ήταν τα χέρια της γιαγιάς μου, γιατί είχε δουλέψει σκληρά και αποσταμένα σαν άντρας.

     Η αγαπημένη μου γιαγιά έφυγε για πάντα. Τα λόγια της όμως ακούγονται ακόμη στα αυτιά μου «Άννα, δόξα τω Θεώ, ήμουν τυχερός άνθρωπος». Σαν κοριτσάκι ήμουν τυχερή, γιατί έζησα και μεγάλωσα παρά την κατοχή, τον πόλεμο και τη μεγάλη πείνα. Έμαθα ότι η ευτυχία είναι να καταφέρνεις να ζεις με τα λίγα και πολυδουλεμένα. Ήμουν τυχερή, γιατί μεγάλωσα σε ένα χωριό καταπράσινο, δροσερό με πέτρινα δρομάκια, πέτρινα σπίτια και πολλά ζώα. Ανεβαίναμε στο γαϊδούρι και με φαναράκια ανηφορίζαμε στην κορφή του βουνού να ξενυχτίσουμε στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Όλο το χωριό γλεντούσε  δυο φορές τον χρόνο, στις 26 Ιουλίου και στις 29 Αυγούστου του  Αϊ Γιάννη. Φτάναμε κατάκοποι, χορτασμένοι από κουβέντα και παιχνίδι. Χορεύαμε, τραγουδούσαμε, ανάβαμε φωτιές. Οι μεγάλοι έπιναν το κρασάκι τους, ξεχνούσαν τη φτώχεια και τα βάσανα. Έτσι γλένταγε ο κοσμάκης. «Γλέντια είναι αυτά που κάνετε εσείς τώρα με ένα ποτήρι στο χέρι χωρίς να λέτε κουβέντα!»

     Και όταν κατέβηκα στον κάμπο της Βόχας για δουλειά ήμουν τυχερή. Αν και ο πατέρας μου έστελνε χρήματα απ’ την Αμερική και ήταν μεγάλη ανάσα, εγώ σαν μεγαλύτερη τα σεβάστηκα, γιατί ήταν βγαλμένα με πολύ ιδρώτα στα ορυχεία του Ιλινόις. Σπούδασαν έτσι τα αδέρφια μου χωρίς να τσιγκουνευτώ τα χρήματα για τα γράμματα.

      Μαζί με τα εμβάσματα από την Αμερική ο πατέρας μου έστελνε  και ένα γράμμα  για το πώς να βοηθήσω τα αδέρφια μου να φύγουν από το χωριό, τι  να κάνω για να  ζήσουμε  μια καλύτερη ζωή χωρίς την πίκρα της ξενιτιάς.

     Ήμουν τυχερή γιατί πήρα από τη ζωή, όσα με τόσο κόπο έδωσα. Έκανα μια οικογένεια  με  τον παππού  που με αγάπησε πολύ και προχωρήσαμε στον ίδιο δρόμο 60 χρόνια.  Μεγαλώσαμε τρία καλά παιδιά. Ήμουν τυχερή, γιατί είδα υπέροχα και πανέμορφα εγγόνια. Δόξα τω Θεώ, το σπίτι γεμάτο γέλια. Δόξα τω Θεώ, φτώχεια και πολλές στερήσεις δουλειά και μεροκάματο νύχτα – μέρα, αλλά η ζωή μας έδωσε ό,τι μπορεί να κάνει χαρούμενο έναν άνθρωπο. Αμπέλια, ελιές, περιβόλια, σπίτι και τραπέζι γεμάτο. Είχαμε στερήσεις αλλά είχαμε υγεία, δεν χάθηκε κανένας μας. Είχαμε δυσκολίες αλλά τις αντέξαμε. Πέφταμε σηκωνόμασταν με φιλότιμο και περηφάνεια στεκόμασταν στα πόδια μας και προχωρούσαμε με μεγαλύτερη δύναμη. Από τον πατέρα μου έμαθα πολλά και θέλω να τα μάθετε και σεις .Είναι δύσκολη η ζωή στα ξένα, γι’ αυτό και κάθε  ξένος που χτυπάει την πόρτα σας ή είναι στη δουλειά σας, θέλει πρώτα την αγάπη σας και μετά το δίκιο του. Να δίνετε με την ψυχή σας!

      Αυτό το δαχτυλίδι μου έμαθε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται. Αυτά είναι στο μυαλό μας και στην καρδιά μας. Λέγονται αξίες. Η γαλάζια πέτρα του δαχτυλιδιού είναι ο γαλάζιος ουρανός που ο καθένας μας πρέπει να φτιάξει.

     Πολλά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου. Φοράω το δαχτυλίδι της με τη γαλάζια πέτρα. Εκείνη είναι στον ουρανό. Αντίο γιαγιά μου! Σε ευχαριστώ για τις ωραίες αναμνήσεις, για τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου και για όσα από εσένα έχω στην καρδιά μου. Σε ευχαριστώ  για το δαχτυλίδι- ουρανό! Σ ευχαριστώ  για την ευχή σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...