Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Ιωνία Νικολέτα Μοσχούτη Ένας ναυτικός

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)

 Homo Educandus Αγωγή

 

 

     Το ξυπνητήρι χτύπησε. Οι δείκτες έδειχναν τρεις και μισή. Ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του με μια γλυκιά μελαγχολία. Θυμήθηκε την εποχή που ξυπνούσε νωρίς για να ανοίξει τον φούρνο της γειτονιάς, αλλά πάνε πολλοί μήνες από τότε. Ακόμα θυμάται τη θλίψη που είχε, όταν αναγκάστηκε να τον πουλήσει για να φέρει λεφτά στο σπίτι, αλλά αυτό είναι πλέον παρελθόν. Το μέλλον γι’ αυτόν δεν ήταν στην Ελλάδα.

     Αφού σηκώθηκε, κινήθηκε προς την κουζίνα. Προσπάθησε να απολαύσει τις τελευταίες του ώρες στο μικρό του διαμέρισμα στο Παγκράτι, χωρίς να ξυπνήσει τη γυναίκα και το παιδί του. Άνοιξε το ραδιόφωνο και άναψε φωτιά για να φτιάξει τον ελληνικό του.

-Ξύπνησες; Ακούστηκε μια αγουροξυπνημένη φωνή από το δωμάτιο. Ήταν η Μαίρη, η γυναίκα του Δημήτρη.

-Ναι, απάντησε. Γιατί ξύπνησες; Είναι νωρίς, πήγαινε πάλι για ύπνο.

-Θέλω να σε δω πριν φύγεις. Ακουγόταν στη φωνή της ότι ήταν λυπημένη.

-Καλά, είπε και γέλασε. Αφού ξύπνησες εσύ, ξύπνα και το καμάρι μας.

     Η Μαίρη χάθηκε πάλι στον διάδρομο του μικρού διαμερίσματος. Μετά από λίγο, και όσο ο Δημήτρης απολάμβανε τον καφέ του, ξεπρόβαλε από τον διάδρομο ο Αλέξανδρος, ο πεντάχρονος γιός του. Έτρεξε αμέσως πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά.

-Καλημέρα μπαμπά, είπε με εύθυμο τόνο, παρά την ώρα που ξύπνησε. Γιατί είσαι από τώρα ντυμένος; Είναι ακόμα νύχτα έξω.

-Θα πάω στο λιμάνι, του απάντησε και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του.

-Και…γιατί θα πας στο λιμάνι;

     Ο Δημήτρης άρχισε να δακρύζει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να του πει για την Αυστραλία, ή ότι δεν ξέρει πότε (ή αν) θα γυρίσει.

-Μικρέ…Ο μπαμπάς θα πάει ταξίδι. Άρχισε να κλαίει. Για όσο θα λείπω, θέλω να προσέχεις τη μαμά σαν άντρας έτσι;

     Ο Αλέξανδρος άκουσε τον πατέρα του, αλλά δεν έδωσε σημασία σε όσα του είπε, παρά μόνο ότι τον αποκάλεσε «άντρα».

-Ναι μπαμπά. Σου υπόσχομαι ότι θα προσέχω τη μαμά σαν άντρας!

     Ο Δημήτρης γέλασε σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάγουλό του.

-Μπράβο το καμάρι μου. Άντε τώρα για ύπνο γιατί έχεις σχολείο το πρωί. Σ ’αγαπώ.

     Ο μικρός Αλέξανδρος, αφού έδωσε ένα φιλί στον πατέρα του, έφυγε τρέχοντας προς το δωμάτιό του. Ο Δημήτρης ήπιε τον καφέ του και πήγε στο σαλόνι. Η Μαίρη τον ακολούθησε.

-Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί φεύγεις, είπε η Μαίρη με παράπονο.

-Γιατί Μαίρη…τι κάνω από τότε που έκλεισε ο φούρνος μας; Κάθομαι. Κάθομαι άπραγος, χωρίς δουλειά, ενώ εσύ δουλεύεις όλη μέρα σαν καθαρίστρια. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι απέτυχα σαν οικογενειάρχης, ότι στηριζόμαστε από έναν ασταθή μισθό, που εν τέλει βγάζει η γυναίκα μου και όχι εγώ. Ας είναι καλά και ο κυρ-Μιχάλης που μας νοικιάζει φθηνά αυτό το σπίτι, αλλιώς θα μέναμε στους πέντε δρόμους!

     Η Μαίρη άρχισε να κλαίει.

-Και γιατί δεν φεύγουμε όλοι μαζί τότε; Γιατί να μην… γιατί να χωριστούμε έτσι; Γιατί να…

-Γιατί έχουμε ένα παιδί Μαίρη, φώναξε ο Δημήτρης, ο οποίος επίσης έκλαιγε. Γιατί έχουμε ένα μικρό παιδί, το οποίο δεν θέλω να μεγαλώσει στα ξένα. Θέλω να μεγαλώσει στην Ελλάδα, σαν Έλληνας, και όταν μεγαλώσει να είναι υπερήφανος για τον πατέρα του και να μην λέει ποτέ του ότι του έλειψε τίποτε.

-Θα του λείψει ο πατέρας του, απάντησε σιγανά.

     Ο Δημήτρης άνοιξε νευρικά ένα συρτάρι. Μέσα από αυτό έβγαλε τρία χρυσά μενταγιόν, τα οποία μέσα περιείχαν την ίδια φωτογραφία. Ήταν οι τρεις τους μέσα στο τότε καινούργιο διαμέρισμά τους. Ο Αλέξανδρος, τότε μωρό, χαμογελούσε και έπαιζε με τα μαλλιά της μητέρας του. Η φωτογραφία πάνω έγραφε: «ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μας, 1η Ιουνίου 1954. Κράτησε το ένα μενταγιόν, και έδωσε τα δύο στη Μαίρη.

-Για να μην λείψει κανείς από κανέναν μας, της είπε και την αγκάλιασε.

     Η Μαίρη δεν είπε τίποτα. Αγκάλιασε τον Δημήτρη και χάθηκε μέσα στα χέρια του. Ευχόταν να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.

-Θα χάσεις το πλοίο, είπε η Μαίρη μετά από λίγη ώρα.

     Ο Δημήτρης δεν απάντησε. Σήκωσε τις βαλίτσες του, πήρε το καπέλο του και κοντοστάθηκε στην πόρτα για μια μόνο στιγμή πριν την κλείσει για τελευταία φορά.

     Ο Δημήτρης τα τελευταία χρόνια απέφευγε με κάθε τρόπο το λιμάνι του Πειραιά. Κατά τον πόλεμο, εκεί χαιρέτησε τον πατέρα του για τελευταία φορά πριν φύγει για την Αίγυπτο. Λίγο αργότερα, το `48, η χήρα πλέον μάνα του έβαλε τέλος στη ζωή της λίγο πιο δίπλα, στη Δραπετσώνα. Ο Δημήτρης δεν κατάλαβε ποτέ το γιατί και ούτε ήθελε να το σκέφτεται. Πάντα έβλεπε τα πλοία που σάλπαραν για νησιά και χώρες κι έλεγε από μέσα του πως ποτέ δεν θα αφήσει τη Θάλασσα να τον πάρει από την οικογένειά του, όπως πήρε και τους γονείς του. Το σκέφτηκε και σήμερα και γέλασε. Σήμερα έφευγε χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει, όπως και ο πατέρας του.

   Έφτασε στον Πειραιά κατά τις πέντε. Ο ήλιος ανέτειλε και περνούσε μέσα από τα κτήρια της πρωτεύουσας, φωτίζοντας το όνομα από ένα βαπόρι. «Πατρίς». Ο Δημήτρης βγήκε από το αυτοκίνητο και περπάτησε στο κρύο τσιμέντο του λιμανιού. Κοιτούσε συνεχώς το βαπόρι από τη μία και τη Μαίρη, η οποία προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, από την άλλη. Χάζευε τους λιμενεργάτες να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση για να προετοιμάσουν το βαπόρι για το μεγάλο του ταξίδι, τον καπετάνιο να κοιτάει τους χάρτες του και να μιλάει με τους ναύτες και πολλές οικογένειες να καταφτάνουν για να επιβιβαστούν στα πλοία.

     Προσπάθησε να μιλήσει στη γυναίκα του, αλλά δε μπορούσε. Στεκόταν μπροστά από το αυτοκίνητο και κοίταζε γύρω του. Είδε μια μητέρα να φιλάει τον γιο της, ο οποίος έφευγε για τη χώρα της ελπίδας. Λίγο πιο δίπλα ένας πατέρας κρατούσε στην αγκαλιά του τα δύο του παιδιά, ενώ η σύζυγός του περίμενε να τον αποχαιρετήσει. Ο Δημήτρης έκανε αναστροφή και μπήκε αμέσως στ’ αμάξι.

 -Που πάω; Μονολόγησε.

     Η Μαίρη δεν απάντησε. Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε. Κατάλαβε πως είχε δισταγμούς και ήθελε να μείνει στην Ελλάδα.

-Γιατί σας αφήνω; Γιατί φεύγω από την πατρίδα;

-Γιατί η πατρίδα σε έδιωξε. Γιατί δεν σου άφησε επιλογή. Όσο για εμάς…

-Συγγνώμη κύριε. Ένας ναύτης τους διέκοψε. Αναχωρούμε σε λίγο, θα σας παρακαλέσω να επιβιβαστείτε.

-Λοιπόν; Ρώτησε η Μαίρη. Εδώ που φτάσαμε, τι θα κάνεις;

     Ο Δημήτρης δεν απάντησε. Είχε χαθεί στις σκέψεις του, αναλογιζόμενος τι αφήνει πίσω τώρα, όσο είναι νωρίς. Ήξερε, όμως, ότι πλέον δεν υπάρχει επιλογή.

-Θα φύγω, αποκρίθηκε.

     Η Μαίρη τον αγκάλιασε άλλη μια φορά και έβαλε τα κλάματα. Ένιωθε πως θα τον έχανε για πάντα. Παράλληλα, ο Δημήτρης προσπαθούσε να μην κλάψει, να φανεί δυνατός για χάρη της αγαπημένης του, αλλά πονούσε όσο και αυτή.

-Να προσέχεις το καμάρι μας, είπε με πνιχτή φωνή.

-Και εσύ τον εαυτό σου. Στείλε μας ένα τηλεγράφημα, μόλις πιάσεις λιμάνι, να δω πως είσαι καλά.

    Ο Δημήτρης φίλησε την αγαπημένη του για τελευταία φορά. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως ο χρόνος σταμάτησε. Πως δεν υπήρχε τίποτα και κανένας πάνω στον κόσμο παρά μόνο οι δυο τους. Μια φωνή ακούστηκε και ο Δημήτρης επανήλθε στην πραγματικότητα.

-Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά πραγματικά πρέπει να φύγουμε.

     Σήκωσε τις βαλίτσες του και κοίταξε τη Μαίρη χωρίς να πει λέξη. Αυτή προσπάθησε, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Δημήτρης περπατούσε αργά προς τη γέφυρα για να επιβιβαστεί. Έβλεπε τις πόρτες να κλείνουν και τους λιμενεργάτες να παίρνουν θέση για να λύσουν τους κάβους. Αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά αν κάνει το σωστό, αλλά πλέον ήταν αργά για να κάνει στον εαυτό του αυτήν την ερώτηση και απλά συνέχισε να περπατά με το κεφάλι σκυφτό.

     Ανέβηκε στο κατάστρωμα και στριμώχτηκε στην άκρη του για να βλέπει προς το λιμάνι. Από κάτω του, άνδρες, γυναίκες και παιδιά χαιρετούσαν, κουνούσαν μαντήλια και φώναζαν, λέγοντας το τελευταίο αντίο στους δικούς τους που έφευγαν σαν κυνηγημένοι. Μα όχι η Μαίρη. Η Μαίρη καθόταν σιωπηλή πιο πίσω, σαν άγαλμα. Κοιτούσε τον κόσμο πάνω στο βαπόρι προσπαθώντας να βρει τον Δημήτρη. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι, αμίλητοι, όμως τα βλέμματά τους φώναζαν «Σ’ αγαπώ».

     Μέσα στον όχλο ακούστηκε η διαταγή. Λύσατε τους κάβους. Αμέσως ήχησε η σφυρίχτρα και καπνός άρχισε να βγαίνει από το φουγάρο. Το πλοίο σάλπαρε. Ο Δημήτρης άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε για να ακουστεί. «Σ’ αγαπώ». Η Μαίρη φώναξε και αυτή όσο πιο δυνατά μπορούσε με δάκρυα στα μάτια. Το «Πατρίς» απομακρυνόταν προς τον ορίζοντα όσο μια νέα μέρα ξεκινούσε στους δρόμους της Αθήνας, ενώ μια ζωή άλλαζε για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...