Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Αγγελίνα Μπότση "Το ημερολόγιο του Κάιρο"

 Homo educandus Αγωγή   /  Έπαινος

Γερμανία, 1948

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Αυτή την ημέρα θα μπορούσα να την προσθέσω στις χιλιάδες μου στενάχωρες μέρες. Η κυρία Χέκε με μαύρισε στο ξύλο, χωρίς να μου πει τον λόγο, μόνο με κοίταζε με το βλέμμα απέχθειας που είχαν όλοι όταν με κοιτούσαν. Όλο το πρωί σκεφτόμουν, αναρωτιόμουν τον λόγο, αν και μόνο μια εξήγηση μου ερχόταν στο μυαλό. Η διαφορετικότητά μου ήταν αυτό που με έκανε παρείσακτο σε αυτό το άχαρο ορφανοτροφείο και η αρρώστια μου ήταν μια άθλια δικαιολογία όλου αυτού. Αν και μέσα μου έκλαιγα και κατηγορούσα τον εαυτό μου, ποτέ δεν έδειχνα τη στεναχώρια μου στους άλλους. Όσο για την προσπάθειά μου να αποκτήσω φίλους, κάθε φορά που ζητούσα από τα παιδιά του ορφανοτροφείου να παίξω μαζί τους, άρχιζαν τα γέλια και τα περίεργα βλέμματα. Αχ και να ’ξεραν τι έχω περάσει μέχρι τώρα! Αν αυτός ο πόλεμος δεν είχε συμβεί ποτέ, δεν θα βρισκόμουν εδώ.

Ευτυχώς, η επόμενη ημέρα κύλησε πιο ήρεμα. Εκείνη την ημέρα μάς είπαν πως θα έρθει ένα καινούργιο παιδί στο ορφανοτροφείο. Το παιδί το έλεγαν Λειφ. Από την ημέρα που ήρθε, ήταν πάντα απόμακρος από όλους. Για κάποιο λόγο όλοι τον κοιτούσαν με ένα βλέμμα αδιάφορο, αλλά εκείνος δεν νοιαζόταν ή έκανε πως δεν νοιαζόταν. Αυτό που μου θύμιζε με κάποιο τρόπο εκείνο το παιδί ήταν ο εαυτός μου, μόνο που εκείνος δεν προσπαθούσε να λυθεί από τα δεσμά της λύπης.

Οι επόμενες μέρες είχαν κυλήσει ομαλά, μέχρι την ημέρα που κάτι άλλαξε από το ασυνήθιστα επαναλαμβανόμενο πρόγραμμά μου. Η μέρα που οι ξαφνικοί πόνοι με ξαναβρήκαν, η μέρα που δεν έκλεισα μάτι το βράδυ, ήταν η ημέρα που άκουσα τα κλάματα ενός παιδιού. Αναρωτιόμουν ποιος ήταν. Κάποια στιγμή το παιδί σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Ανοίγοντας τη σωστή στιγμή τα κουρασμένα μάτια μου, αντίκρισα κάποιον, που, για να πω την αλήθεια, αν και το περίμενα, συγκλονίστηκα όταν τον αντίκρισα. Το παιδί που είδα ήταν ο Λειφ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα την ανάγκη να τον βοηθήσω, μάλλον οφειλόταν στην ομοιότητα που είχε με μένα.

Το είχα αποφασίσει, από εκείνη την ημέρα θα έκανα κάτι για τον συνάνθρωπό μου. Μετά από πολλές σκέψεις και πολλούς δισταγμούς, ήμουν έτοιμος. Ένα πρωί ο Λειφ καθόταν σε μια γωνιά αγκαλιάζοντας τα γόνατά του, κρύβοντας το πρόσωπό του. Τον πλησίασα, εκείνος σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε στα μάτια. Αυτό που είδα ήταν ένα ταλαιπωρημένο και μίζερο πρόσωπο. Χωρίς καμία σκέψη συνέχισα τον σκοπό μου.

«Γεια, πώς σε λένε;», τον ρώτησα, αν και ήξερα το όνομά του.

«Με λένε Λειφ. Εσένα πώς σε λένε»;

«Με λένε Κάιρο», του είπα.

«Θες να γίνουμε φίλοι;», τον ρώτησα αγχωμένος για την απάντησή του.

«Μα ποιος θέλει να γίνει φίλος μαζί μου;», ρώτησε και ξανάκρυψε το κεφάλι του στα γόνατά του.

Η καρδιά μου σφίχτηκε, το παιδί αυτό σκεφτόταν όπως εγώ, αλλά δεν έκανε τίποτα για να το αλλάξει. Τότε, αποφάσισα να τον βοηθήσω εγώ να το αλλάξει!

«Μα τι είναι αυτά που λες;», του φώναξα. «Αν αφήσεις τον εαυτό σου να σκέφτεται έτσι, θα μείνεις μόνος για πάντα!».

«Δεν μπορείς να μου τα λες αυτά εσύ που δεν μπορείς να με καταλάβεις», μου απάντησε.

«Κι όμως, μπορεί και να είμαι ο μόνος που σε καταλαβαίνει», του είπα αφήνοντάς τον μόνο να συλλογιστεί τι εννοούσα. Ήμουν σίγουρος ότι με τα λόγια μου αυτά τον είχα βάλει σε σκέψεις.

Καθώς περπατούσα στον διάδρομο, συνάντησα τη βοηθό του κυρίου Κράουζε, την κυρία Αμελί, η οποία με πήγε στο ιατρείο. Μπαίνοντας, ο κύριος Κράουζε μου είπε ότι από εδώ και πέρα θα περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί, καθώς θα κάνω περισσότερες εξετάσεις. Φοβήθηκα, αγχώθηκα. Αυτό σημαίνει πως η αρρώστια μου επιδεινώθηκε. Δεν άντεχα άλλο, η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα, δεν κατάλαβα πότε άρχισα να κλαίω και πότε είδα ένα μάτι να με κοιτάει κρυμμένο πίσω από την πόρτα. Μετά τις ατελείωτες εξετάσεις, με άφησαν να φύγω. Καθώς περπατούσα κατάκοπος, αντίκρισα μπροστά μου τον Λειφ. Με πλησίασε, μου είπε ευχαριστώ και έφυγε. Από το πρόσωπό του κατάλαβα ότι με αυτό που του είχα πει τον είχα βοηθήσει έστω και λιγάκι. Μετά, έπεσα για ύπνο ξερός.

Το επόμενο πρωί, μπορούσα να πω ότι ξύπνησα πιο ώριμος, καθώς ξύπνησα με τη σκέψη ότι είχα βοηθήσει έναν συνάνθρωπό μου. Όταν βγήκαμε στον κήπο, εγώ καθόμουν και διάβαζα για τρίτη φορά το βιβλίο που μας είχαν δώσει. Αφού με είχε συνεπάρει το βιβλίο, δεν είχα καταλάβει τον Λειφ δίπλα μου να διαβάζει το δικό του βιβλίο. Μόλις τον πήρα είδηση, τον χαιρέτησα. Με χαιρέτησε κι εκείνος. Τον πλησίασα και τον ρώτησα τι διαβάζει. Εκείνος μου διηγήθηκε όλη την ιστορία μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Από το βλέμμα του μόνο καταλάβαινε κανείς την αγάπη του για τα βιβλία. Έτσι, για πρώτη φορά το απόγευμά μου το πέρασα με παρέα.

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα. Με τον Λειφ γινόμασταν όλο και πιο κοντινοί φίλοι. Μέχρι που μου έλεγε και τα μυστικά του. Αυτό δεν το καταλάβαινα! Γιατί κάποιος να μου λέει μυστικά που δεν έχει πει σε κανέναν άλλο; Ωστόσο, θεωρούσα λίγο εγωιστικό να μην του πω και εγώ το δικό μου μυστικό. Αναρωτιόμουν όμως αν αυτά που θα του έλεγα θα με έκαναν να χάσω τον μοναδικό φίλο που είχα. Το σκεφτόμουν πολλές μέρες και μια μέρα αποφάσισα να του το πω. Ναι, του είπα το μυστικό μου, την αρρώστια μου. Του είπα τα βάσανα που μου προκαλεί, τις ανησυχίες που με κάνει να έχω και τις αλήθειες για αυτή. Ο Λειφ έμεινε σκεπτικός. Ύστερα από λίγο, μου είπε ότι το ήξερε κι έφυγε στεναχωρημένος. Είχα δίκιο, έπρεπε να μείνει μυστικό. Γιατί του το είπα;

Αυτή η ημέρα δεν συνεχίστηκε πολύ καλά. Ο Λειφ φαινόταν στεναχωρημένος και εγώ φοβόμουν να τον πλησιάσω, μήπως και τον ενοχλήσω. Ευτυχώς, την άλλη ημέρα τα πράγματα ήρθαν πάλι στη θέση τους. Το πρωί, συνεχίσαμε τις διάφορες συζητήσεις μας και ο Λειφ έκανε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όμως, κατά το απόγευμα, ήρθε στο καθημερινό στέκι μας, σκεπτικός.

Κάθισε και μου είπε:

«Μην ανησυχείς, δεν είμαι στεναχωρημένος, θα σε βοηθήσω εγώ να το περάσεις αυτό, σαν φίλος σου.». Στην αρχή δεν το κατάλαβα αυτό, αλλά μετά είδα στα μάτια του ότι το εννοούσε και ότι με έβλεπε σαν πραγματικό του φίλο!

Την επόμενη εβδομάδα όλο και χειροτέρευαν τα πράγματα. Δυστυχώς, αυτές τις ημέρες έβλεπα ελάχιστα τον Λειφ. Ήταν πολύ κρίμα, δεν είχε προλάβει να μου πει καν για το νέο βιβλίο που διάβασε. Αυτό οφειλόταν στις συνεχείς επισκέψεις μου στο ιατρείο, οι οποίες άρχιζαν να με ανησυχούν. Ωστόσο, με καθησύχαζαν τα λόγια που μου είχε πει ο Λειφ, ότι θα με βοηθήσει να το περάσω, σαν πραγματικός φίλος μου. Όμως μια μέρα, φυσικά πάντα με τον κύριο Κράουζε και την κυρία Αμελί, ενδιάμεσα σε μια εξέταση, ένα μαραφέτι με άγνωστο όνομα έκανε έναν ήχο δυνατό. Ο κύριος Κράουζε φαινόταν τρομαγμένος. Έβγαλε μάλιστα και τα γυαλιά του νομίζοντας ότι δεν βλέπει καλά. Τον ρώτησα τι συμβαίνει. Εκείνος είπε αμήχανα ότι απλά χάλασε το μηχάνημα. Εγώ τον είχα πιστέψει, μέχρι που την επόμενη μέρα, όταν με ξαναπήγαν στο ιατρείο, είδα ακριβώς το ίδιο μηχάνημα στην ακριβώς ίδια θέση. Το ήξερα, μου έλεγαν ψέματα μέσα στη μούρη μου! Ήμουν σίγουρος! Η αρρώστια μου ήταν αυτή που τον έκανε να τρομάξει. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το άγχος μου αυξήθηκε από τη στιγμή που μου είπαν ότι πρέπει να κοιμάμαι πια στο κρεβάτι του ιατρείου. Ευτυχώς, άφηναν τον Λειφ να έρχεται να με βλέπει. Συνήθως μου διηγούνταν μια κωμική ιστορία ή μου έλεγε αστεία. Ευτυχώς είχα και αυτές τις στιγμές να με κρατάνε όρθιο για να αντιμετωπίσω τα πάντα.

Οι ημέρες μου δεν άλλαζαν αλλά ούτε και οι τακτικές επισκέψεις από τον Λειφ. Μια μέρα το πρωί, ήρθε ο Λειφ και με ξύπνησε. Για άγνωστο λόγο ένιωθα πολύ χειρότερα από ό,τι τις άλλες μέρες. Πονούσα παντού και περισσότερο στο κεφάλι μου. Όμως το αγνόησα, ακούγοντας προσεκτικά τη φωνή του Λειφ να μου διηγείται την πρώτη ταινία που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Μου είπε ότι το χθεσινό βράδυ τούς έβαλαν να δουν την ταινία «Τα φώτα της πόλης». Κατά το απογευματάκι, ο πόνος δεν είχε σταματήσει ακόμα, ήρθε να με δει ο κύριος Κράουζε. Για κάποιο λόγο με προέτρεψε, αν πονάω κάπου, να τον πληροφορήσω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να του το πω ή όχι. Τελικά, τον φώναξα και του το είπα. Εκείνος με κοίταξε φοβισμένος. Δεν ξέρω αν ήταν εκείνος ή εγώ περισσότερο φοβισμένος. Ύστερα έφυγε φωνάζοντας την κυρία Αμελί. Αν και μου ήταν πολύ δύσκολο, σηκώθηκα από το κρεβάτι και τον ακολούθησα κρυφά. Κρύφτηκα και τους άκουγα προσεκτικά. Δεν ήξερα γιατί το έκανα αυτό, αφού τα λόγια που άκουσα με έκαναν να κλάψω και να πάω πίσω στο κρεβάτι της κακομοιριάς. Έτσι το ονόμασα. Ο κύριος Κράουζε είχε πει στην κυρία Αμελί, ότι δεν θα τα καταφέρω μέχρι το τέλος της εβδομάδας.

 

Είχε πάει ήδη Τετάρτη και το τέλος της εβδομάδας ερχόταν. Ποτέ δεν το είχα πει σε κανέναν, αλλά φοβάμαι τον θάνατο. Τον θεωρούσα ως μια πύλη προς τη δυστυχία. Είχα αποφασίσει ότι έπρεπε να το πω στον Λειφ. Όταν ξαναήρθε να με δει, του είπα να καθίσει. Εκείνος τρόμαξε, καθώς δεν με είχε δει ποτέ ξανά σοβαρό. Του είπα τι επρόκειτο να συμβεί. Εκείνος άρχισε να κλαίει.

«Δεν γίνεται να χάσω τον μοναδικό μου φίλο», είπε.

Χωρίς να αντέξω άλλο, άρχισα να κλαίω και εγώ.

«Φοβάμαι, φοβάμαι», του είπα κλαίγοντας.

Εκείνος σταμάτησε για μια στιγμή, σκούπισε τα δάκρυά του. Κάτι σκεφτόταν. Ύστερα, μου είπε ότι παλιότερα ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ του είχε πει ότι ο θάνατος είναι χαρά και ελευθερία από τις δυστυχίες της ζωής και ότι οδηγεί σε έναν παράδεισο. Ότι ο θάνατος είναι η λύτρωση κάθε ανθρώπου, όχι ο φόβος. Αυτά τα λόγια έμειναν στην καρδιά μου ως τα πιο λυτρωτικά λόγια.

Οι μέρες περνούσαν και ο Λειφ ερχόταν κάθε μέρα να με επισκεφτεί όπως και ο κύριος Κράουζε. Είχα πάρει την απόφασή μου, το πολύτιμό μου ημερολόγιο θα το χάριζα στον μοναδικό μου φίλο.

Κάιρο

***

                                                                                                                                          Γερμανία, 1949

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Θα τον θυμάμαι για πάντα ως τον πρώτο μου πραγματικό φίλο! Τα σοφά λόγια του θα μείνουν χαραγμένα στην ψυχή μου ως το παντοτινό ωραιότερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ.

«Να ξέρεις! Εσύ είσαι αυτός που μου έδειξε τον δρόμο προς την ελευθερία, γι’ αυτό, σε παρακαλώ, βρες και τη δική σου. Έξω από εδώ. Γι’ αυτό δεν θα στεναχωρηθείς, όταν κλείσω τα μάτια μου, γιατί θα ξέρεις ότι θα είμαι ελεύθερος και ευτυχισμένος. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, πρώτε μου πραγματικέ, φίλε!».

Τα λόγια αυτά ήταν για εμένα μια δυνατή σπρωξιά, για να συνεχίσω τη ζωή μου και να ωριμάσω.

Ευχαριστώ, φίλε μου!

Λειφ

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...