Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Ελένη Άννα Νάστα ''Το αλάτι που έγινε ζάχαρη''

3ο  Γυμνάσιο Κορίνθου  /  Έπαινος


        Ο Γιώργος τράβηξε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Από μέσα έπεσε μια παλιά φωτογραφία. Αυτός και ο πατέρας του στο γήπεδο του ποδοσφαίρου. Και οι δυο χαμογελαστοί .Ο Γιώργος ντυμένος με τα ρούχα της ομάδας στην οποία έπαιζε. Ο πατέρας του με αθλητική φόρμα και καπέλο. Την θυμόταν εκείνη τη μέρα. Ο Γιώργος είχε βάλει ένα δύσκολο γκολ και ο πατέρας του ήταν περήφανος.
        «Γιώργο ,δεν ακούς το κουδούνι; Άνοιξε, παιδί μου, γιατί κοιτάζω το φαγητό». Η φωνή της μητέρας του από την κουζίνα σαν να ξύπνησε τον Γιώργο από λήθαργο. Το κουδούνι; Ούτε που το είχε ακούσει. Έκρυψε βιαστικά τη φωτογραφία μέσα σ’ ένα κουτί κι έσπρωξε το αναπηρικό του καροτσάκι προς την πόρτα της εισόδου.
        Όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε ένα κορίτσι γύρω στην ηλικία του με ξανθά μαλλιά και εκφραστικά γαλανά μάτια.
        «Χαίρετε. Είμαστε οι νέοι γείτονες» είπε με γλυκιά φωνή το κορίτσι και τότε πρόβαλε πίσω του μια όμορφη και κομψή γυναίκα προσθέτοντας χαμογελαστά: «Θα θέλαμε λίγο αλάτι, γιατί αγοράσαμε υλικά για ένα πρόχειρο μεσημεριανό και το αλάτι το ξεχάσαμε».
        Ο Γιώργος έμεινε να κοιτάζει αμίλητος το κορίτσι. Η μητέρα του βγήκε από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της. «Τι κάθεσαι σαν χαζός, παιδί μου; Πήγαινε στο ντουλάπι και φέρε λίγο αλάτι στους νέους μας γείτονες». Ο Γιώργος έφερε το αλάτι και το έδωσε στο κορίτσι. Η μητέρα του είχε πιάσει κουβέντα με τη μητέρα του κοριτσιού. Έκανε να στρίψει και να φύγει, αλλά το κορίτσι τον σταμάτησε.
        «Ε, περίμενε. Ποιο είναι το όνομα σου; Θέλεις να πάμε το απόγευμα μια βόλτα μαζί;»
        «Με λένε Γιώργο. Δυστυχώς, δε θα μπορέσω να έρθω μαζί σου».
    «Σε παρακαλώ. Δεν έχω κάνει ακόμα φίλους εδώ και δεν ξέρω ούτε τη γειτονιά. Σε παρακαλώ!»
        Ο Γιώργος κοίταξε τα μεγάλα μάτια της. Δεν μπόρεσε να της αρνηθεί δεύτερη φορά. Το απόγευμα δειλά της χτύπησε το κουδούνι. Πήγαν σε μια πολυσύχναστη καφετέρια λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι τους. Ευτυχώς, βρήκαν γρήγορα ένα τραπεζάκι. Το κορίτσι απομάκρυνε μια καρέκλα και ο Γιώργος πλησίασε το καροτσάκι του. Είχε αρχίσει να δυσανασχετεί, γιατί όλοι οι θαμώνες τον κοιτούσαν επίμονα.
        «Μην τους δίνεις σημασία. Άρχισε να μου μιλάς και κάνε πως δεν τους βλέπεις. Μόνο έτσι θα σταματήσουν» τον συμβούλεψε το κορίτσι. Ο Γιώργος έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε τίποτα. Ούτε το όνομά της δεν είχε ρωτήσει και τώρα ντρεπόταν να της μιλήσει. Το κορίτσι άρχισε να μιλά για τον εαυτόν της. Η ιστορία της δεν ήταν και τόσο χαρούμενη. Ο πατέρας της χτυπούσε τη μητέρα της και μερικές φορές και την ίδια. Μια μέρα μια γειτόνισσα άκουσε τα ουρλιαχτά και τα κλάματα κι έκανε αυτό που η μητέρα της και η ίδια δεν είχαν τολμήσει να κάνουν. Κάλεσε την αστυνομία, με αποτέλεσμα τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο της δικαιοσύνης. Ο πατέρας της υποχρεώθηκε να απομακρυνθεί και η ίδια με τη μητέρα της άλλαξαν σπίτι με την ελπίδα να αλλάξουν και ζωή. «Αριάδνη, θα κάνουμε μια νέα αρχή», της είχε πει  η μητέρα της.
        Ο Γιώργος σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Επιτέλους, είχε πει το όνομά της, κάτι που ο Γιώργος ήθελε πολύ να μάθει. «Αριάδνη» τι υπέροχο όνομα σκέφθηκε. Μα πάλι δεν ξεστόμισε τίποτα. Το κορίτσι στενοχωρήθηκε. «Είναι φανερό πως δεν σου αρέσει η παρέα μου. Έλα, ας φύγουμε και δε θα σε ξαναενοχλήσω». Τότε εκείνη έκανε να σηκωθεί, μα ο Γιώργος της άρπαξε το χέρι. «Όχι, όχι, σε παρακαλώ, ας μη φύγουμε. Θέλω να συνεχίσεις να μου μιλάς». Η Αριάδνη  χαμογέλασε πλατιά. «Όχι άλλα λόγια για μένα. Τώρα θα μου πεις κι εσύ για σένα».
        Ο Γιώργος ξαναχαμήλωσε τα μάτια. Ανακάτεψε μια δυο φορές τον καφέ του με το καλαμάκι από την αμηχανία. «Πάνε δυο χρόνια. Καλοκαίρι. Γυρνούσαμε ξημερώματα από τον γάμο της θείας μου. Είχαμε περάσει αξέχαστα. Είχα χορέψει ακόμα και εγώ στο γλέντι. Θυμάμαι τους γονείς μου που μου χτυπούσαν παλαμάκια χαμογελαστοί. «Γρήγορα μεγαλώνει το καμάρι μου» είχε πει η γιαγιά στον πατέρα μου. Κανείς δε φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε. Στον δρόμο της επιστροφής, ένα αυτοκίνητο, που είχε αναπτύξει ιλιγγιώδη ταχύτητα, ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε επάνω μας. Ο οδηγός ήταν μεθυσμένος, όπως αποδεδείχθηκε. Ο  πατέρας μου έκανε να τον αποφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Έπεσε πάνω μας από την πλευρά του οδηγού και τη δική μου, που καθόμουν πίσω απ’ τον πατέρα μου. Άκουσα έναν δυνατό κρότο. Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι. Όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο, γιατροί και ψυχολόγοι μου ανακοίνωσαν τα άσχημα νέα. Ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί  κι εγώ δεν θα περπατούσα ποτέ ξανά. Έψαξα να βρω τα μάτια της μητέρας μου να δω, αν μου έλεγαν  την αλήθεια. Η  μητέρα μου έκλαιγε με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Η ίδια και ο αδελφός μου, που κάθονταν από την άλλη πλευρά του αυτοκίνητου δεν είχαν πάθει τίποτα».
        Ο Γιώργος ήπιε μια γουλιά καφέ, γιατί το στόμα του είχε στεγνώσει και συνέχισε. «Από εκείνη τη μέρα  βυθίστηκα στη θλίψη. Το όνειρο μου να γίνω ποδοσφαιριστής είχε γίνει πια στάχτη. Έβλεπα τη μητέρα μου που πάλευε να βρει τη δύναμη να συνεχίσει και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Είχε να φροντίσει και τον μικρό μου αδελφό, που δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα πως ο πατέρας δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά στο σπίτι μας. Την άκουγα συχνά που έκλαιγε κρυφά. Δεν μπορούσα να την βοηθήσω. Ακόμα και τώρα που έχει περάσει καιρός, δεν μπορώ να βοηθήσω ούτε τον εαυτό μου. Σταμάτησα να πηγαίνω στο σχολείο, γιατί τα πάντα εκεί  ήταν πολύ δύσκολα για μένα. Δεν ήθελα οι συμμαθητές μου να με λυπούνται και να μου συμπεριφέρονται σαν μωρό. Ούτε όμως και το σχολείο είχε τις κατάλληλες υποδομές, για να μπορώ να κινούμαι ελεύθερα με το αμαξίδιο. Έτσι, ορίστηκε δάσκαλος στο σπίτι. Κάποτε δοκίμασα να κάνω μια βόλτα στην πόλη. Τα στενά πεζοδρόμια  με δυσκόλεψαν να περάσω. Κάτι τα τραπεζοκαθίσματα των μαγαζιών, κάτι τα παρκαρισμένα μηχανάκια.... Άσε τις ράμπες των αναπήρων με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Δεν ξαναβγήκα. Και που να πάω; Ούτε φίλους έχω ούτε κάποιον θέλω να δω». Στις τελευταίες αυτές κουβέντες ο Γιώργος, μην αντέχοντας άλλο, ξέσπασε σε κλάματα. Οι θαμώνες της καφετέριας, που τόση ώρα τον περιεργάζονταν καλά καλά, τώρα έκαναν πως δε βλέπουν.
        Η Αριάδνη αναπήδησε στη θέση της. «Γιώργο, έχω μια ιδέα! Πες μου, σου αρέσει το μπάσκετ; Θα ήθελες να ενταχθείς σε  μια ομάδα αθλητών σε αναπηρικά αμαξίδια;» ρώτησε. Ο Γιώργος την κοίταξε έτοιμος να αρνηθεί, αλλά σκέφτηκε πόσο πολύ αγαπούσε από παιδί τον αθλητισμό και κάπως επιφυλακτικά της έγνεψε «εντάξει».
        Στον δρόμο για το σπίτι ένιωθε αγχωμένος και λυπημένος, γιατί είχε δυο χρόνια να ασχοληθεί με κάποιο άθλημα. Χαιρέτησε βιαστικά την Αριάδνη και μπήκε σπίτι του. Στο μυαλό του στριφογύριζαν σκέψεις από το παρελθόν. Τότε που ήταν το αστέρι της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου. Τότε που, με όποιο άθλημα κι αν καταπιανόταν, κέρδιζε εκείνος και η ομάδα του. Τότε που κανείς δεν τον ξεπερνούσε στις κόντρες ταχύτητας και στα κόλπα με το ποδήλατο. Εκείνα τα χρόνια πέρασαν, τα πήρε μαζί της εκείνη η τρομερή νύχτα. Τώρα θα είχε την ευκαιρία να ζήσει και πάλι το όνειρό του; Θα ήταν άραγε κάπως καλός και στο μπάσκετ με αμαξίδιο; Όσο αναρωτιόταν, τόσο ο φόβος τον κυρίευε.
        Η μητέρα του, που τον περίμενε να γυρίσει με αγωνία, τον είδε φανερά καταπονημένο ψυχολογικά. Ανησύχησε. Δεν ήθελε ο γιος της να ξαναβυθιστεί στην κατάθλιψη, όπως μετά το ατύχημα. Ο Γιώργος της εξήγησε τι είχε συμβεί και τότε ένα χαμόγελο ανακούφισης, χαράς και ελπίδας εμφανίστηκε στο πρόσωπό της. «Μην είσαι αγχωμένος. Πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου και ο αθλητισμός είναι ο καλύτερος τρόπος να το κάνεις. Πού ξέρεις; Με την ομάδα μπορεί να γίνεις και πιο κοινωνικός. Άσε, που με τις προπονήσεις θα βγαίνεις επιτέλους από το σπίτι» είπε η μητέρα φανερά ενθουσιασμένη με την ιδέα της Αριάδνης.
        Μετά από λίγες ημέρες, ο Γιώργος πήγε στο κλειστό στάδιο που έκαναν προπόνηση οι ΄΄Ονειροπόλοι΄΄,  η νέα του ομάδα. Έβλεπε τους άλλους αθλητές που έσπρωχναν τα καροτσάκια τους με  άνεση στο παρκέ και έβαζαν εξαιρετικά τρίποντα. Το έκαναν να φαίνεται τόσο εύκολο. Φαίνονταν και χαρούμενοι. Έμοιαζαν να διασκεδάζουν, χωρίς να τους απασχολεί το πρόβλημά τους. Ο προπονητής τον είδε και ήρθε προς το μέρος του. Είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο. Τον έβαλε αμέσως στο παρκέ για προπόνηση. Η μπάλα περνούσε απ’ τα χέρια των συναθλητών του και ο ίδιος έμοιαζε σαν χαμένος. Δεν ήταν τελικά όσο εύκολο του είχε πρωτοφανεί. Οι συναθλητές του ήταν γρήγοροι και ευέλικτοι. Ξέσπασε σε κλάματα και παράτησε το παιχνίδι. Ο προπονητής του πήγε κοντά του και τον παρηγόρησε, λέγοντας του να πάει το Σαββατοκύριακο να τον προπονήσει. «Δεν θέλω .Δεν θα τα καταφέρω .Είμαι άχρηστος πια και δεν θα μπορέσω ποτέ να ενταχθώ στην ομάδα και ούτε και στην ίδια την κοινωνία» του φώναξε αγανακτισμένος ο Γιώργος. «Ηρέμησε, δεν θα είναι προπόνηση μπάσκετ, αλλά προπόνηση ζωής» είπε ο προπονητής.
        Ο Γιώργος πήγε. Σιγά σιγά άρχισε ν’ αγαπάει το μπάσκετ και κάθε μέρα να βελτιώνεται όλο και περισσότερο. Αλλά και με την Αριάδνη άρχισε να δημιουργεί μια σχέση βαθιάς φιλίας και αγάπης.
        Για πρώτη φορά μετά τον χαμό του πατέρα του ένιωθε και πάλι χαρούμενος. Μια μέρα που συζητούσε με την Αριάδνη, δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια του. «Ευχαριστώ, Αριάδνη! Σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έκανες να πιστέψω στον εαυτό μου και να ξεπεράσω τις δυσκολίες!» της είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί. Εκείνη κοκκίνισε και δεν έβγαλε μιλιά. Τον αγαπούσε πολύ κι εκείνο το φιλί ήταν απόδειξη πως την αγαπούσε κι εκείνος.
        Ο καιρός περνούσε, μέχρι που ήρθε η μεγάλη μέρα. Οι ΄΄Ονειροπόλοι΄΄ θα έπαιζαν ενάντια στην καλύτερη ομάδα μπάσκετ με αμαξίδια στον κόσμο. Ήταν μια αγγλική ομάδα που δεν είχε χάσει ούτε ένα παιχνίδι σ’ ολόκληρο το τουρνουά και οι ξένοι παίκτες φαίνονταν πιο δυνατοί από αυτούς της ομάδας του Γιώργου. Ο προπονητής τους συμβούλεψε να το διασκεδάσουν και να μη φοβηθούν την ήττα. Το παιχνίδι ξεκίνησε και οι ΄΄Ονειροπόλοι΄΄ από το άγχος τους δεν μπορούσαν να βάλουν ούτε ένα καλάθι. Τα χέρια τους έτρεμαν και όλες οι πάσες κατέληγαν στα χέρια των αντιπάλων. Στο ημίχρονο η αγγλική ομάδα είχε δείξει για τα καλά την υπεροχή της με σκορ 50-20.
        «Πάμε παιδιά!» φώναξε ο προπονητής. «Σήμερα θα κερδίσουμε, όχι επειδή θα είμαστε καλύτεροι, αλλά επειδή θα έχουμε θάρρος και δύναμη». «Θα τα καταφέρουμε!» φώναξε ο Γιώργος και όλη η ομάδα επανέλαβε με μια φωνή. Ο προπονητής τους εξήγησε το σύστημα που θα παίξουν. Μόλις η ομάδα κίνησε να βγει πάλι στον αγωνιστικό χώρο, ο προπονητής άρπαξε τον Γιώργο απ’ το μπράτσο. «Γιώργο, είμαι περήφανος για σένα και είμαι σίγουρος πως, αν το πιστέψεις εσύ, τότε θα κερδίσουμε. Εσύ θα είσαι στο εξής ο αρχηγός της ομάδας».
        Ο Γιώργος μπήκε στο γήπεδο γεμάτος αυτοπεποίθηση .Το παιχνίδι άρχισε και τότε άλλαξαν όλα. Οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν να περάσουν το κέντρο χάρη στη συνεργασία και στην εκπληκτική άμυνα των ΄΄Ονειροπόλων΄΄. Λίγα δευτερόλεπτα πριν από την λήξη του παιχνιδιού το σκορ ήταν 63-61 υπέρ των αντιπάλων. Ο  Γιώργος δεν φοβήθηκε. Είχαν κάνει υπερπροσπάθεια και ούτε που μπορούσε να διανοηθεί πως δεν θα κέρδιζαν. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Οι  ΄΄Ονειροπόλοι΄΄ κατάφεραν να κλέψουν την μπάλα. Πάσα στα χέρια του Γιώργου. Μπροστά του ολόκληρο τείχος τα αμαξίδια των αντιπάλων. Πιο μπροστά κανένας δικός του. Στην εκπνοή του χρόνου αποφασίζει να δοκιμάσει από τη θέση που βρισκόταν, πίσω απ’  τη γραμμή του κέντρου. Πέταξε τη μπάλα και ΝΑΙ!!! Καλάθι τριών πόντων και σφύριγμα λήξης. Νικητές οι ΄΄Ονειροπόλοι΄΄ και ο Γιώργος ένας μικρός ήρωας.
        Όταν οι δημοσιογράφοι πλησίασαν τον καλύτερο παίκτη για μια δήλωση, ο Γιώργος φανερά συγκινημένος είπε: «Αφιερώνω τούτη τη νίκη στον πατέρα μου, που με συντρόφευε από ψηλά και στην αγαπημένη μου Αριάδνη, που χωρίς αυτήν δεν θα βρισκόμουν σήμερα εδώ που βρίσκομαι».
        Τα χρόνια πέρασαν. Ο Γιώργος είναι σήμερα αθλητής στην καλύτερη ομάδα της Γερμανίας. Ζει εκεί μαζί με τη γυναίκα του, την Αριάδνη, και τα δύο υπέροχα παιδιά τους. Είναι πια ευτυχισμένος και πάντα χαμογελαστός. Κάτι φορές αγκαλιάζει τη γυναίκα του και της λέει: «Αχ, βρε Αριάδνη, εγώ κάποτε σου δάνεισα αλάτι κι εσύ μου γυρίζεις τόσα χρόνια ζάχαρη».                                                                                 

                               

                                                                        




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...