Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Νικηφόρος Γλυκοφρύδης ''Μακρύς ο δρόμος''

Homo Educandus Αγωγή  /  Έπαινος


Το πρωί ξεκίνησε ο ήλιος, στον ουρανό ανέβαινε.
Μακρύς ο δρόμος φαινόταν,
πλατύς, μεγάλος, μα άλλοι δεν περπατούν εκεί.
Μόνο που βοή μεγάλη κοντά ακούγεται.
Ο δρόμος από τη βοή μακριά τον παίρνει.
Γυρνά το κεφάλι, μα δεν αντικρίζει τίποτα.
Ο άδειος δρόμος από πέπλο αόρατο περιστοιχίζεται
και η βοή δυναμώνει, σαν ένα ποτάμι που ξεχειλίζει και παρασύρει τη γη.
Υψωμένος στον ουρανό ο ήλιος, η δίψα τον κουράζει,
ψάχνει να βρει το ηχηρό ποτάμι, 
μα ο δρόμος μακριά τον παίρνει,                                
δεν τον αφήνει να ξαποστάσει.
Μεγάλη η ανηφόρα, κόπος πολύς χρειάζεται από τις πέτρες να πιαστεί,               
τέλος δεν ξεχωρίζει ούτε κατηφόρα.
Σαν φτάνει στην κορυφή, μια σπίθα πάει να ανάψει φωτιά στην ψυχή του,                 
μα τότε ξεχωρίζει μπροστά του κορυφή μεγαλύτερη από τα σύννεφα κρυμμένη         
και τη φωτιά τη σβήνει.
Ο ήλιος αρχίζει να ξαπλώνει στη γη, μα ο δρόμος δεν τελειώνει.
Σύννεφο πυκνό σε λίγο τον περικυκλώνει.
Δεν μπορεί το φως του ήλιου να διακρίνει, όμως ξέρει, έχει φτάσει η νύχτα.
Το σκοτεινό πέπλο  το λιγοστό  φως και αυτό το έχει αιχμαλωτίσει.
Τώρα φοβάται μήπως η νύχτα τα μάτια του κλείσει                                                            
και δεν προλάβει τη θάλασσα να συναντήσει.
Τώρα είναι σίγουρο, αύριο θα είναι αργά για αυτόν, ο ήλιος δεν θα ανατείλει.
Αόρατο κτήνος της νύχτας τον πρόφτασε, από πού ήρθε ο ίδιος δεν γνωρίζει.
Τον βρυχηθμό του ακούει, την ανάσα του να πλησιάζει,                                                   
τον χρόνο του θέλει να τον στερήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...