1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)
Κι όμως…
«Αποκλείεται...» ψιθύρισε και γύρισε
πλευρό σφίγγοντας το σεντόνι γύρω του σαν σάβανο. Η καρδιά του παλλόταν τόσο
έντονα που ένιωθε τις φλέβες του να τεντώνονται, όπως οι χορδές που είναι
έτοιμες να σπάσουν. Η ανάσα του κυριαρχούσε στη νεκρική σιγή της καλοκαιρινής
νύχτας και τα σκοτεινά του μάτια γυάλιζαν από την ταραχή. Ο παφλασμός ακούστηκε
ξανά, μα εκείνος δεν σάλεψε. Αντιθέτως μάλιστα κοκκάλωσε και απότομα σταμάτησε
η αναπνοή του.
Δεν ήταν λίγος ο καιρός που ζούσε στον
βράχο, μα τα σημάδια άρχισαν να εμφανίζονται μονάχα τον τελευταίο μήνα ή ίσως
εκείνος τα αντιλήφθηκε τότε. Η αλήθεια είναι πως επρόκειτο για έναν ιδιαίτερο
νεαρό, έναν νεαρό με όψη ασθενική, ίσια μαλλιά και δυο μάτια βουλιαγμένα σε ένα
πρόσωπο χλωμό που διαρκώς αναζητούσαν κάτι. Τα λιπόσαρκα δάχτυλά του φαίνονταν
να είναι πάντοτε απασχολημένα με κάποιου είδους παιχνίδι, στοιχείο που του
προσέδιδε μια νευρικότητα.
Ο ήχος τον διαπέρασε για τρίτη φορά.
«Μάλλον θα ήταν κάποιο κύμα. Ναι, αυτό ήταν…» ψέλλισε με φωνή τρεμάμενη, αχνή και σηκώθηκε
δειλά από το άβολο στρώμα. Με γρήγορα
-μα και συνάμα αθόρυβα- βήματα κατευθύνθηκε στο παράθυρο και άνοιξε τα
ξύλινα παντζούρια τα οποία του προκαλούσαν μια απέχθεια, πιθανώς λόγω της
παλαιότητάς τους. Η αλμυρή μυρωδιά της θάλασσας κατέκλισε το δωμάτιο νοτίζοντας
την ήδη υγρή ατμόσφαιρα. Έγειρε τον κορμό του προσεκτικά προς τα βράχια και
έλεγξε το τοπίο.
«Τίποτα… Ιδέα μου θα ήταν...» μουρμούρισε αγναντεύοντας τη θέα. Η
ημικυκλική παραλία ακριβώς κάτω από τον λοφίσκο που διέμενε αποτελούσε σημείο
άγνωστο για τους περισσότερους ταξιδιώτες, ακόμη και όσους ζούσαν στους
κοντινότερους οικισμούς. Η μαγεία της θάλασσας τον σαγήνευε, υπήρχαν μέρες
μάλιστα που περνούσε ώρες ατελείωτες ξαπλωμένος κατά γης απολαμβάνοντας το τραγούδι των άγριων
κυμάτων.
«Ποιος τολμάει, λέει, να τα δαμάσει…»
αναλογιζόταν σαν ηχούσε ο κρότος τους στην ακτή και μόλις σκοτείνιαζε ανέβαινε
ξανά στο καλύβι. Εκείνη τη φορά όμως
ήταν αποφασισμένος πως δεν θα κατέβαινε. Από τότε άλλωστε που τρύπωσαν αυτές οι
σκέψεις στο μυαλό του απέφευγε να το κάνει.
«Και αν είναι αλήθεια; Τόσοι θρύλοι
υπάρχουν» επέμεναν οι σκέψεις να κραυγάζουν στο μυαλό του ακατάπαυστα και να
τον προτρέπουν σε αυτό που τόσο πολύ ο ίδιος προσπαθούσε να αποφύγει. «Πάψε!
Δεν ισχύει!» αναφωνούσε επιθετικά και κουλουριαζόταν στη σκονισμένη γωνία
ανάμεσα στο γραφείο και τη βιβλιοθήκη του κάθε φορά. Ύστερα σηκωνόταν και με
σιχασιά κοιταζόταν στον καθρέφτη, διότι πλέον τα μάτια του δεν κοίταζαν με τον
ίδιο τρόπο και δυστυχώς το αναγνώριζε. «Αν δεν πάω ούτε σήμερα, θα τρελαθώ. Μα
τι λέω; Μου έχει γίνει εμμονή αυτό το πράγμα. Αφού δεν ισχύει. Δεν ξέρω. Αύριο
έχει ο Θεός» Σιγή. «Αν όμως το αύριο αυτό έχει φτάσει; Δεν πάει άλλο!» φώναξε και με αποφασιστικό
βηματισμό άρπαξε το χερούλι της εξώπορτας.
Η αναπνοή του όμως τότε βάρυνε, τα πόδια
του δεν τον κρατούσαν και η φωνή του με δυσκολία έβγαινε από τον θώρακα.
Έστρεψε το πόμολο με ευλαβικές κινήσεις και έριξε μια κλεφτή ματιά από τη
χαραμάδα. Η πόρτα ξαναέκλεισε βιαστικά. «Ο παφλασμός!» αναφώνησε. Πράγματι,
εκείνος ο μυστήριος ήχος ακούστηκε εκ νέου. «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο!»
αναθάρρεψε, έσφιξε τη γροθιά του και άνοιξε ξανά, αυτήν τη φορά λίγο
περισσότερο από πριν. Σκοτάδι. Ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε τον ορίζοντα, τα πάντα
ολόγυρά του φαίνονταν απόκοσμα, σαν σκιές. «Ίσως πρέπει να προσέχω. Η ώρα είναι
προχωρημένη και δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε» διαμαρτυρήθηκε ψάχνοντας τα
σκαλιά.
Το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό που για να
αντιληφθεί πως είχε αποχωριστεί τον αγαπημένο του λοφίσκο χρειάστηκε να πατήσει
με τα γυμνά του πέλματα στην υγρή άμμο. Ο αέρας σφύριζε, σαν να τον καλούσε να
εξερευνήσει τη γνώριμη για αυτόν ακτή και εκείνος στεκόταν μοναχός του,
ακλόνητος φρουρός για κάτι που ούτε ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. «Δεν θα
βρεις ποτέ όμως τη γοργόνα, αν δεν κάνεις ένα βήμα παραπέρα, έστω και αν σε
ανατριχιάζει η υφή της άμμου» ψιθύρισε
χλευαστικά.
Σε κάθε βήμα που έκανε το πόδι του
βυθιζόταν ολοένα και πιο έντονα στη λάσπη, μα εκείνος συνέχιζε αγκομαχώντας τον
αγώνα του, ωσότου φτάσει στην άλλη άκρη της παραλίας, καθώς υπέθετε πως από
εκεί προερχόντουσαν τα σημάδια.
Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε
αυτές τις ενδείξεις. Η ανάμνηση από εκείνο το θεόρατο ψάρι στα χρώματα του
ουρανού έμενε ανεξίτηλη στη μνήμη του. Μόλις είχε γυρίσει από το ψάρεμα, σαν να
συνέβαινε εκείνη τη στιγμή το θυμόταν,
με το που είχε προσαράξει με το
καΐκι στο υποτυπώδες λιμανάκι, μια πελώρια ουρά ανατάραξε τα νερά. Η βάρκα
τότε άρχισε να κουνιέται σπασμωδικά και
αφροί περιτριγύρισαν τη μυστήρια φιγούρα. Ο νεαρός τρομαγμένος κάλυψε
ενστικτωδώς τα μάτια του και έμεινε να κείτεται στο πάτωμα. Όταν αποφάσισε να
διαλευκάνει την υπόθεση, η μορφή είχε ήδη εξαφανιστεί. «Γοργόνες…» αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που του
είχε περάσει από το μυαλό. Δεν βιάστηκε να την απορρίψει, παρόλο που τον
διακατείχε μια δυσπιστία.
Από μικρός ανακαλούσε στιγμές που μαζί με
τον αδελφό του χάζευαν τη θάλασσα ακούγοντας με τρομερή προσήλωση τις ιστορίες
της γιαγιάς. Υπήρχαν, λέει, κάπου βαθιά, εκεί που κανένας δεν μπορεί να φτάσει,
πλάσματα μυθικά, παράξενα που ακόμη και αν κάποιος τα συναντούσε δύσκολα θα
παραδεχόταν την ύπαρξή τους. Πάντοτε πρωταγωνιστούσε ένας θαρραλέος ήρωας που
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο τέλος έβγαινε νικητής.
«Δεν ξέρω αν όμως εγώ είμαι αυτός ήρωας»
ψέλλισε με μάτια νοτισμένα. «Ίσως να είμαι αφελής που έχω φτάσει έως εδώ.
Ορίστε να, δεν υπάρχει τίποτε παρά μόνο μαύρο, σκέτο μαύρο, δεν βλέπω τίποτα»
φώναξε και με προσοχή περίμενε να ακούσει την ηχώ του.
« Παφλασμός! Κι’ όμως το ξέρω ότι δεν
είναι. Μήπως ήρθε τάχα η γοργόνα;
Παλάβωσα μου φαίνεται. Και αυτά τα βαθουλώματα στην άμμο; Είναι εκείνη ή
πατημασιές δικιές μου; Έχω γεμίσει χώματα, τα χέρια μου είναι πληγιασμένα από
το σκαρφάλωμα στα βράχια και τα κόκκαλά μου τρίζουν από την υγρασία. Αν με
έβλεπε κάποιος τώρα, θα αναρωτιόταν τι λογής άνθρωπος είμαι, ίσως να συμπέραινε
πως είμαι και τρελός! Τι κάνεις εδώ, θα με ρώταγε και εγώ με αυτό το απαράδεκτο
ύφος, γεμάτος θράσος θα του απάνταγα πως ψάχνω γοργόνες! Μα το ναι, αυτό
κάνω... Μπορεί η ανακάλυψή μου να είναι αληθινή, μα τόσο εξωπραγματική που να
είμαι ο μόνος που να δεχτεί μονάχα να την ακούσει, διότι δεν έχω τολμήσει να
εξομολογηθώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό πως αυτή η γοργόνα που ψάχνω πιθανώς
να είναι ένα απλό ψάρι. Στην ιδέα και μόνο πως μπορεί να αποδειχτεί γοργόνα
τρέμω, σπαρταράω και εγώ σαν εκείνη, βρίσκομαι έξω από τα νερά μου και δεν
μπορώ να ανασάνω. Ο ήρωας όμως στο παραμύθι βούτηξε στη θάλασσα, παρόλο που
ήταν ολομόναχος στο ταξίδι του, όπως και εγώ και εσύ και όλοι μας. Δεν θέλω να
ζω αγκυλωμένος σε κανένα αγκίστρι!»
Ο μονόλογός του συνεχίστηκε για αρκετή
ώρα. Το ύφος του ήταν σκληρό, αυτοειρωνικό και γεμάτο παράλογες σκέψεις μέσω
τον οποίων προσπαθούσε να πειστεί πως ό,τι έχει αντικρίσει δεν είναι τίποτε
παραπάνω από μια πλάνη, ένα παιχνίδι του μυαλού. Γνώριζε πολύ καλά πως, αν
αποδεχόταν την εξωπραγματική αυτή ιδέα, αυτομάτως μεταφερόταν σε μια νέα
πραγματικότητα, αφιλόξενα άγνωστη. Από την άλλη πλευρά η απόκλιση αυτή από αυτό
που αποκαλούμε “λογικό” ή μάλλον “αισθητό” και “κατανοητό” αποτελούν
χαρακτηριστικά ενός παράφρονα, ενός ανθρώπου που διαφέρει εντελώς από τους
άλλους. Η διαφορά αυτή μερικές φορές είναι ένα όραμα, άλλες είναι μια αλήθεια
που πολλοί φοβούνται να αντικρίσουν.
«Φτάνει πια!» Οι σκιές έπαψαν να είναι
γκρίζες και ο αέρας δεν σφύριζε πλέον. Τα δέντρα έμοιαζαν πράσινα και στο
έδαφος μπορούσε να διακρίνει κοχύλια. Η θάλασσα παρέμενε μελανή, μα σιγά-σιγά
ένιωθε πως τα πάντα γύρω του λούζονταν από ένα αρχικά άψυχο φως που, όσο
κυλούσε ο χρόνος, ζωντάνευε. Κοίταξε τότε ψηλά, αυτή τη φορά με σταθερότητα,
δεν έτρεμε. Σαν είδε το λειψό φεγγάρι, τον διαπέρασε ένα ρίγος, όχι από δειλία,
είχε συνειδητοποιήσει πως η στιγμή είχε φτάσει.
«Μα πόσο χαζός πρέπει να είμαι που πίστεψα
πως θα δω τη γοργόνα ψάχνοντας με τα
μάτια, ακούγοντας με τα αυτιά…» χαμογέλασε και σφράγισε τα μάτια του.
Η γοργόνα τότε εμφανίστηκε, πράγματι την
είδε και σαν τα άνοιξε ξανά ήταν ακόμη εκεί, είχε σχεδόν βγει έξω από το νερό.
«Είναι
αληθινή» ψιθύρισε και έκανε να την πλησιάσει, για να παρατηρήσει πιο καθαρά.
Σαν κινήθηκε προς το μέρος της εκείνη
κολύμπησε προς τα πίσω, μα ο ήρωάς μας δεν πτοήθηκε και συνέχισε να
κατευθύνεται προς το μέρος της. Η κοπέλα απομακρύνθηκε κι άλλο, με αποτέλεσμα ο
δεύτερος να βουτήξει στα παγωμένα νερά της θάλασσας. Δεν τον ένοιαζε τίποτε
άλλο πλέον, μπροστά στην όψη της ούτε η καλύβα, ούτε τα ρούχα του είχαν
σημασία. Η γοργόνα προχωρούσε βαθύτερα
και αυτός ακολουθούσε πιστά κουνώντας τα χέρια του άχαρα, για να την προλάβει.
Είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Παρέμειναν να κοιτιούνται κατάματα για
απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Εκείνος προσπάθησε να την αγγίξει, επικαλείτο
την τελευταία του ευκαιρία να ερμηνεύσει λογικά αυτή την εμπειρία, μα η γοργόνα
ταράχτηκε, η λάμψη στα μάτια της έσβησε και με αγριότητα βούτηξε κάτω από την
επιφάνεια του νερού. «Όχι μην φεύγεις! Περίμενε!» σπάραξε ο νέος .«Θα βουτήξω
και εγώ αν είναι έτσι. Δεν γίνεται να την χάσω»
Παίρνοντας μια κοφτή αναπνοή, κολύμπησε
ορμητικά προς τα μέσα ωσότου να αντικρίσει τον πάτο. Η πίεση ήταν αυξημένη και
το μυαλό του δεν μπορούσε να λειτουργήσει καθαρά, χρειαζόταν αέρα, μα εκείνος
συνέχιζε να ψάχνει βαθύτερα. Μια στιγμή του φάνηκε πως φευγαλέα την εντόπισε,
αλλά η απόπειρά του ήταν μάταιη. Ολόγυρά του βρισκόταν ο απέραντος ωκεανός,
ήταν στο έλεός του. Δεν είχε καμία αντοχή πια. Παρόλο που αγωνιζόταν να φτάσει
στην επιφάνεια οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. «Αυτό ήταν…» αναλογίστηκε.
Προσπάθησε να πάρει άλλη μια ανάσα, βαθιά
αυτήν τη φορά, μα βρισκόταν ακόμη παγιδευμένος στη γαλάζια πλευρά του καθρέφτη.
«Τι θα κάνω;» έκλαψε αφήνοντας το σώμα
του να επιπλεύσει προς τα πάνω με οδηγό το κύμα, καθώς το ατόπημά του αυτό ήταν
μοιραίο. Πολλοί θα έλεγαν πως από θαύμα
επιβίωσε εκείνο το βράδυ, άλλοι θα διασκέδαζαν με τα καμώματα του και θα τον
περιγελούσαν. Αυτός όμως ήξερε πως εκείνη η νύχτα ήταν δεν ήταν το τέλος, αλλά
η αρχή. Ήξερε πως πολλές φορές είσαι τυφλός, έστω και αν υπάρχει φως άπλετο
τριγύρω, έστω και αν όλοι όσοι πιστεύουν πως βλέπουν, σε αποκαλούν γελοίο. Ίσως
να είσαι, ίσως όμως και όχι. Μερικοί θα σε ακολουθήσουν, άλλους θα τους
ακολουθήσεις εσύ. Δεν χρειάζεται να υπάρχει άγχος για τον συνωστισμό, θα είστε
λίγοι. Όσοι ανακαλύψετε τη γοργόνα σας δε, ακόμα λιγότεροι, ελάχιστοι, μπορεί
και κανένας – αν υπάρχει τελικά.
Το επόμενο πρωινό τον βρήκε σωριασμένο
στην ακτή, κάτω από έναν λόφο λίγο παραπέρα από το σπίτι του. Οι ηλιαχτίδες δεν
είχαν προλάβει να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα και πάγωνε η ανάσα σου σαν ξεφυσούσες. Εκείνος
παρόλα αυτά χαμογέλασε, περπάτησε μέχρι την καλύβα, ανέβηκε τα πέτρινα σκαλιά
και στάθηκε γελώντας φωναχτά στο κατώφλι. Το δωμάτιό του με τη σκονισμένη γωνία
έμοιαζε να είναι πλέον ξένο και πιο στενό από άλλοτε, δεν είχε ανάγκη να
βρίσκεται εκεί. Ξανάνοιξε τα παντζούρια, δεν τον ενοχλούσε που ήταν παλιά και
είδε την όψη του στο νερό. Δεν ήταν ήρεμος, μα μπορούσε να αντικρίσει τον εαυτό
του. Ύστερα έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ουρανό, όλα ήταν αλλιώτικα.
Ο καιρός πέρασε και η ιστορία του
διαδόθηκε στα γύρω χωριά. Όποτε κατέβαινε στην πόλη, ο κόσμος σιγοψιθύριζε
λόγια πικρά, ενώ σε όσες φορές είχε εκμυστηρευτεί την εμπειρία του, λάμβανε ένα υποτιμητικό νεύμα
ως απάντηση. Μέσα του ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο, μα έπιανε αρκετές φορές τον
εαυτό του να αναρωτιέται αν όντως όσα είχε βιώσει δεν ήταν ένα παραλήρημα. Οι
περαστικοί, σαν πέρναγαν να τον επισκεφτούν, ποτέ τους δεν αντίκρισαν τα
περιβόητα τεκμήρια, ούτε ήχους απροσδιόριστους το βράδυ.
Ο ηλικιωμένος πλέον νεαρός στεκόταν στο
μπαλκόνι του και κουνούσε το κεφάλι του γεμάτος ανησυχία. Οι παλάμες του
έτρεμαν, όποτε στεκόταν μπροστά στο κύμα. Συχνά βάδιζε στην παραλία και ακόμη
συχνότερα, σταματούσε σκεπτικός στο σημείο που τον ξέβρασε η θάλασσα με μάτια
σφραγισμένα. Το φεγγάρι άλλοτε γεμάτο, άλλοτε μισό, η θάλασσα μελανή και
εκείνος αντίκρυ της να περιμένει τον αγέρα να σωπάσει. Πιθανώς να βρίσκεται
εκεί μονάχος και με φωνή που τρεμοπαίζει σαν τη φωτιά του σπίρτου κάτι να
μουρμουρίζει γεμάτος παράπονο.
«Μα εγώ την είδα…»