Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

 

Κουμπιά οι λέξεις

Λες να` χει σημασία

Πού θα κουμπώσουν;

                 Γιώργος Ρούσκας  

              

     

      Με βαθιά πίστη σε ένα σχολείο που στέκεται ανοιχτό στην κοινωνία, καλλιεργεί τη δημιουργικότητα και προσεγγίζει τη γνώση με βιωματικό και ανθρωποκεντρικό τρόπο, συνεχίζουμε την προσπάθεια ανάδειξης των ιδιαίτερων κλίσεων και ταλέντων των μαθητών. Εμπνεόμενοι από αυτό το παιδαγωγικό όραμα, διοργανώσαμε για ένατη συνεχή χρονιά τον Παγκορινθιακό Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας, έναν θεσμό που εμπνέει, ενθαρρύνει και αναδεικνύει τη μαθητική έκφραση και δημιουργία.

      Ο διαγωνισμός αυτός αποτελεί καρπό μιας συλλογικής προσπάθειας των εκπαιδευτικών όλων των σχολείων που συμμετέχουν, είτε με την καθοδήγηση των μαθητών τους είτε με την ενεργή συμμετοχή τους στην  κριτική επιτροπή. Είναι μια δράση που στηρίζεται στη συνεργασία, στον κοινό μας παιδαγωγικό στόχο και στην πίστη μας στη δύναμη της δημιουργικής έκφρασης. Σκοπός μας είναι να ενθαρρύνουμε τους μαθητές να προσεγγίσουν τη λογοτεχνία με βιωματικό και ουσιαστικό τρόπο, να καλλιεργήσουν τη φαντασία και τη σκέψη τους και να αποκτήσουν φωνή σε έναν κόσμο που έχει ανάγκη από ευαίσθητους και σκεπτόμενους νέους. Η φετινή διοργάνωση σημείωσε 128 συμμετοχές, γεγονός που καταδεικνύει τη σταθερή ανταπόκριση της εκπαιδευτικής και μαθητικής κοινότητας.

     Η συμμετοχή στον διαγωνισμό αυτό δεν είναι απλώς μια διαγωνιστική διαδικασία. Είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης της δημιουργικότητας και της προσωπικής έκφρασης. Οι μαθητές που διακρίθηκαν, με τις γραπτές τους δημιουργίες, προσφέρουν στο κοινό μια μοναδική ματιά στην ευαισθησία και στην αθώα αλλά και πολυδιάστατη οπτική του κόσμου που έχουν οι νέοι. Ευχόμαστε σε όλους τους διακριθέντες μαθητές να συνεχίσουν την πορεία τους στη λογοτεχνία και τη δημιουργία. Ας μην ξεχνούν ποτέ πως οι λέξεις τους έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τον κόσμο γύρω τους και να δημιουργήσουν ένα καλύτερο και πιο φωτεινό αύριο.

      Εκφράζουμε τις θερμές μας ευχαριστίες προς τα μέλη της κριτικής επιτροπής που κάθε χρόνο αναλαμβάνουν  το απαιτητικό έργο της αξιολόγησης των κειμένων και που με ιδιαίτερη συνέπεια και αίσθημα ευθύνης συνεισφέρουν ουσιαστικά στην επιτυχία  του διαγωνισμού.

 

 

 

Την κριτική επιτροπή για το Λύκειο αποτελούν:

 

Για τα ποιήματα

·       Δρ Χασούρα Ολυμπία, Φιλόλογος, Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Κορινθίας

·       Ρούσκας Γεώργιος, Ποιητής και δοκιμιογράφος

·       Δρ Χάψα Μαρία,  Εκπαιδευτικός και ποιήτρια

·       Παϊβανά Μαρία,  Φιλόλογος και ποιήτρια

·       Καρβελά Ελένη, Φιλόλογος, Διευθύντρια 2ου Γυμνασίου Ξυλοκάστρου

·       Κορδώση Μαρία, Φιλόλογος

·       Βασιλοπούλου Ελένη, Φιλόλογος\

 

 

Για τα διηγήματα

·       Δρ Μπάρτζης Γιάννης, Πρόεδρος της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων, συγγραφέας, πρώην Σύμβουλος Δασκάλων

·       Δρ Κεκροπούλου Μαρία, Φιλόλογος, πρώην Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων                     Ν.Κορινθίας

·       Κασιντή Χριστίνα, Εκπαιδευτικός και συγγραφέας

·       Λάππα Ευθυμία, Φιλόλογος

·       Διαμαντοπούλου Ιωάννα, Φιλόλογος

·       Νίκα Πηνελόπη, Φιλόλογος

·       Τσαρούχα Βασιλική, Φιλόλογος

 

·       Την κριτική επιτροπή για το Γυμνάσιο αποτελούν:

 

Για τα ποιήματα

·       Καλογεράκη Ιωάννα, Φιλόλογος

·       Μησιάρη Αικατερίνη, Φιλόλογος

·       Σκάζα Σοφία, Φιλόλογος

·       Σκούρτη Ελένη, Φιλόλογος

·       Ρουμπέκα Μαριλένα, Φιλόλογος

·       Γαμβρούλη Παναγιώτα, Φιλόλογος

·       Χαλβατζή Δέσποινα, Φιλόλογος

 

          Για τα διηγήματα

·       Δρ Μαρίνης Ι. Μιχαήλ, Φιλόλογος, Γλωσσολόγος

·       Δρ Καλλιμάνη Μαρία, Φιλόλογος, αποσπασμένη στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών

·       Μπετζέλου Λεμονιά, Φιλόλογος

·       Καρκαλέτσου Ευμορφίλη, Εκπαιδευτικός και συγγραφέας

·       Λαμπροπούλου Άννα, Φιλόλογος

·       Σπανορρήγα Χριστίνα, Φιλόλογος

·       Κώτσια Ευαγγελία, Φιλόλογος

 

    

      Η υλοποίηση του διαγωνισμού αυτού δεν αποτελεί μόνο καρπό προσπάθειας του Γενικού Λυκείου Βέλου, αλλά και απόδειξη της δύναμης της συλλογικής προσφοράς. Στηρίζεται και στην ευαισθησία και το ενδιαφέρον φορέων και επιχειρήσεων που επιλέγουν να επενδύσουν στον πολιτισμό και την παιδεία. Χάρη στη δική τους συνδρομή, ο διαγωνισμός αποκτά υπόσταση, συνέπεια και διάρκεια. Γι’ αυτό και η ευγνωμοσύνη μας προς αυτούς είναι ουσιαστική και θερμή.

     Αξίζει να αναγνωρίσουμε ξεχωριστά τη συμβολή της MOTOR OIL HELLAS  Διυλιστήρια Κορίνθου, που για 4η συνεχή χρονιά προσφέρει τα χρηματικά έπαθλα στους μαθητές που διακρίνονται. Με τη συνεπή παρουσία τους αποδεικνύουν έμπρακτα τη στήριξή τους στην εκπαιδευτική προσπάθεια και τις δημιουργικές ανησυχίες της νέας γενιάς.

     Η Περιφέρεια Πελοποννήσου αγκαλιάζει με σταθερότητα τον διαγωνισμό, θέτοντάς τον υπό την αιγίδα της και χρηματοδοτώντας την έκδοση του τεύχους με τα βραβευμένα έργα. Η συμβολή της αποτελεί για εμάς σημείο αναφοράς και εγγύηση κύρους.

     Ο Δήμος Βέλου Βόχας ενισχύει ουσιαστικά τη διοργάνωση της τελετής απονομής, με διάθεση συνεργασίας και έμπρακτη υποστήριξη.

     Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε στον τυπογράφο Ανδρέα Σιάχο, που με επαγγελματισμό και φροντίδα επιμελείται κάθε χρόνο την έκδοση του τεύχους και των  βραβείων, συμβάλλοντας στην άρτια αισθητική και ποιοτική παρουσίαση του υλικού.

     Τέλος, ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο «Διόπτρα» και τα βιβλιοπωλεία «Το Ρόδι», «Μπιτσάκου» και «Βιβλιαγορά», για τη γενναιόδωρη χορηγία βιβλίων στους βραβευθέντες μαθητές.

 

Η επιτροπή διοργάνωσης του διαγωνισμού

Λούτα Αικατερίνη, Διευθύντρια του Γενικού Λυκείου Βέλου

Γαμβρούλη Παναγιώτα, Φιλόλογος του Γενικού Λυκείου Βέλου

Κώτσια Ευαγγελία, Φιλόλογος του Γενικού Λυκείου Βέλου

 

 

 

Ασημίνα Κουνδουράκη Homo Educandus Αγωγή

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ (ΛΥΚΕΙΟ)  

 

Μη με λησμόνει

 

Στις φλέβες μου - γαλαζοπράσινες -  αίμα και χλωροφύλλη

Χώμα στο χώμα, καρδιά που πάλλεται

Με το ελάφι, τον σκόρο, τη λέαινα είμαστε αδέρφια εξ’ αίματος

Μα κάθε τόσο με πιάνει πόνος στην καρδιά, ένα τρέμουλο στα χείλη

 

Λιωμένη στις ρόδες σάρκα κείτεται στις άκρες των δρόμων

Κι εμείς τους λαούς που λάτρεψαν τη φύση είπαμε άγριους

Φύλακες άγγελοι αποστρέφουν το αίμα κλαίγοντας

Σπάμε τα φτερά ασθενών ώμων

 

Τώρα που ανθίζω εγώ, με πάθος παιδιού πεισμωμένου,

Στη Χιροσίμα μόλις που έχουν προλάβει να θάψουν τους νεκρούς τους

Και βλέπω νέους τύμβους στους αγίους τόπους

Και κάτω απ’ τον μεταλλικό σκελετό του τέρατος- του τρένου

 

Γιατί κόψαμε τον ομφάλιο λώρο - ο παράφρων νους

Του ανθρώπου είδε στην αντανάκλαση του τον Θεό

Είδε ιχώρ στις φλέβες όπου είδα χλωροφύλλη⸱ αυτή

η ίδια αλαζονεία γκρέμισε τον Πρωινό Αστέρα απ΄ τους εννέα ουρανούς

 

Αποκηρύξαμε με λόγια και πράξεις ό,τι ιερό

μήτρα, Γη, Έρωτα, ουρανό,

Είμαι ευγνώμων που είδα ομορφιά και ομορφιά στην ασχήμια του,

όμως ο νέος κόσμος είναι βέβηλος, μαζί κι εγώ

 

Και το κρίμα που με βαραίνει ,σκέφτομαι όταν η νύχτα είναι κρύα,

Κόρη μεγάλης, φονικής γενιάς, πότε θα ξεπλυθεί;

Όταν τα νεκροταφεία αυτοκινήτων χαθούν

από προσώπου γης, όταν καλυφθούν από βρύα.

 

Όταν σε έκσταση νιώθεις πως αγγίζεις τη Θέωση

θυμήσου, ανήκεις στη γη όσο το χώμα κάτω απ’ τα νύχια σου.

 

 

 

Αγγελική Μπότση Homo Educandus Αγωγή

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)    


Το λουλούδι

      Κάποια λουλούδια ανθίζουν κάτω από άγρυπνα βλέμματα και άλλα μεγαλώνουν στις σκιές, αφήνοντας τα πέταλα να ανοίξουν διστακτικά, ποτέ βέβαιο αν η ζεστασιά θα παραμείνει ή θα χαθεί. Το λουλούδι μου, όμως, δε θα το αφήσω να μαραθεί, όπως άφησαν οι γονείς μου εμένα να μαραθώ στην αδιαφορία τους. Ένας μήνας πέρασε από τότε που συνάντησα το λουλούδι μου. Θυμάμαι, ο πατέρας με πήρε να με πάει στον γιατρό. Η πληγή στο κεφάλι μου δεν έκλεινε και, όπως είπε ο πατέρας, με την ψυχρότητα που πάντα τον χαρακτήριζε, ούτε αυτός ούτε η μάνα μου είχαν τη διάθεση να με γιατροπορεύσουν αν πάθαινα μόλυνση. Πικρή ειρωνεία...Αν η μητέρα δε με είχε χτυπήσει τόσο δυνατά, ώστε να ζαλιστώ και το κεφάλι μου να συναντήσει βίαια το κρύο σίδερο του κάγκελου, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Από την άλλη όμως, δεν θα είχα βρει ποτέ το λουλούδι μου, το οποίο έδωσε λίγο φως στην άχαρη ζωή μου, και από τότε που δεν είχα τίποτα, ξαφνικά απέκτησα τα πάντα. Εκείνη τη μέρα, καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του πατέρα, αμίλητη, ανασφαλής μήπως μου έρθει καμιά μπάτσα ξαφνικά, όπως συνηθίζει ο πατέρας, το αδύνατο σώμα μου ανίκανο να ακολουθήσει τον ρυθμό του αυτοκινήτου, καθώς σταμάταγε, εκτοξεύτηκε μπροστά. Σαν να παλεύει να ξεφύγει από τον αόρατο δεσμό που δημιουργούσε αυτό το ανασφαλές περιβάλλον κοντά του. Ο ίδιος βγήκε από το αμάξι, η κίνηση του γεμάτη απόλυτη ψυχρότητα. “Βγες,” μου είπε η φωνή του σκληρή σαν πέτρα και υπάκουσα. Προχωρούσε μπροστά, ενώ εγώ τον ακολουθούσα σιωπηλά, αβέβαιη για τον προορισμό. Το τοπίο που απλωνόταν μπροστά μας δε μου θύμιζε τίποτα, σίγουρα όχι τον γιατρό, όπως μου είχε πει. Το μέρος ήταν γεμάτο λουλούδια, ένας απρόσμενος κήπος ζωής και χρωμάτων που ανέδιδε μια απρόσμενη ζεστασιά, διαπερνώντας κάθε μου αίσθηση. Οι ευωδιές με τύλιξαν, κάνοντάς με να πλημμυρίσω με τη γλυκιά ανάμνηση μιας χαράς που ποτέ δε γνώρισα. Με πλησίαζαν απαλά, σαν κάλεσμα, τα χρώματα, μπλε, κόκκινα, κίτρινα, ροζ, μωβ και άλλες αποχρώσεις, που η γλώσσα μου αδυνατούσε να ονομάσει. Ήταν μια σαγηνευτική γιορτή που ξυπνούσε όλες μου τις αισθήσεις.   

      Κι όμως, η ματιά μου δε στάθηκε εκεί. Σ’ ένα γωνιακό σημείο, κρυμμένο από το μεγαλείο των άλλων, υπήρχε ένα μικρό γλαστράκι. Μαραμένο. Από όλα όσα είχα δει, αυτό το μικρό λουλούδι τράβηξε την καρδιά μου. Πώς γίνεται, σκεφτόμουν, σε έναν τόπο γεμάτο φως και ζωή, να υπάρχει κάτι τόσο λυπημένο, τόσο παραμελημένο; Το πλησίασα διστακτικά. Ένιωθα το σφίξιμο στην καρδιά μου να δυναμώνει όσο κοιτούσα τα μαραμένα πέταλά του. Σαν να μου μιλούσε. Σαν να ήμουν εγώ. Εγώ και αυτό το λουλούδι, δύο ψυχές εγκαταλελειμμένες, μικρές, αδύναμες, διψασμένες για την αγάπη και το νερό που άλλοι είχαν καθήκον να μας δώσουν. Κι όμως, δε μας έδωσαν τίποτα. Μέσα στη γαλήνη του κήπου, ένιωσα για πρώτη φορά μια περίεργη ηρεμία, σαν να κοιτούσα βαθιά μέσα στην αντανάκλαση της ζωής μου. Μα τότε η φωνή του πατέρα διέκοψε την ονειροπόλησή μου, τραβώντας με απότομα πίσω στη θλιβερή πραγματικότητα. “Έλα,” είπε, με μια οξύτητα που δε σήκωνε αντίρρηση. Μα εγώ, για πρώτη φορά, έκανα πως δεν άκουσα. Η ματιά μου έμεινε στο λουλούδι. Στη μικρή, ξεχασμένη μου αντανάκλαση, στη μικρή μου ύπαρξη. Δεύτερη φορά με φώναξε. Ήξερα πως δε θα υπήρχε τρίτη. Έσκυψα, το πήρα στα χέρια μου. Δεν ένιωθα τύψεις. Ήξερα βαθιά μέσα μου πως μαζί μου, αυτό το λουλούδι θα είχε καλύτερη τύχη από αυτήν που του προσέφεραν τα υπόλοιπα λουλούδια, αυτά που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν όπως το καταλάβαινα εγώ. Η μέρα πέρασε με τη συνείδηση ότι πλέον κάτι βασιζόταν σε μένα. Δεν ήμουν πια το μικρό κοριτσάκι που πάσχιζε να βρει ένα στήριγμα, μόνο για να συναντήσει ένα αδιαπέραστο τείχος αδιαφορίας και κακοποίησης. Ένα τείχος που οι γονείς της θεμελίωναν καθημερινά, χτίζοντας το μεθοδικά, ενώ εκείνη προσπαθούσε να το γκρεμίσει με τα λεπτά, εύθραυστα χέρια της. Μα όσο γκρέμιζε, τόσο το τείχος ψήλωνε, ξεπερνώντας κάθε της προσπάθεια.

      Αυτή ήταν η στιγμή που πήρα τις ευθύνες στα χέρια μου. Έσβησα το μικρό κορίτσι που είχε οδηγηθεί από τον πατέρα στον γιατρό για να αντιμετωπίσει ένα ανεξίτηλο στίγμα - το σύμβολο της εγκατάλειψης που είχε διαποτίσει την ψυχή μου. Ήταν η στιγμή που αποφάσισα να αφήσω πίσω μου το παρελθόν, να αναλάβω το μέλλον μου και να χτίσω κάτι καινούργιο. Άλλωστε, η ανατροφή ενός όντος δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση — κάτι που οι γονείς μου μου το υπενθύμιζαν καθημερινά με την αδυναμία τους να δείξουν ενδιαφέρον για το πλάσμα που οι ίδιοι έφεραν στη ζωή. Ο μήνας αυτός πέρασε για μένα και το λουλούδι μου γεμάτος συναισθήματα πρωτόγνωρα. Για πρώτη φορά είχαμε ο ένας τον άλλον. Για πρώτη φορά ένιωθα ότι υπήρχε ένας λόγος να προσπαθήσω να επιβιώσω. Μακάρι να μπορούσατε να το δείτε! Τα πέταλά του είχαν ανασηκωθεί και το μουντό χρώμα που κάποτε το χαρακτήριζε είχε δώσει τη θέση του σε ένα βαθύ κοκκινωπό. Καθόμουν ώρες και το θαύμαζα, όπως ένας ζωγράφος τον πίνακά του. Έτσι κι εγώ ένιωθα τη δική μου συμβολή σε αυτό το μικρό αριστούργημα, λέγοντας περήφανη στον εαυτό μου «Ναι, αυτό το είχα δημιουργήσει εγώ». Ίσως ακουστεί κλισέ, αλλά αυτό το λουλούδι μου άλλαξε τη ζωή. Όσο αδιάφορη ήμουν για τους γονείς μου, τόσο αδιάφοροι ήταν αυτοί για μένα. Δε με ένοιαζε πλέον που με έσπαγαν στο ξύλο για το παραμικρό, ούτε κλεινόμουν στο δωμάτιό μου κλαίγοντας, ελπίζοντας για τη μικρότερη λάμψη στη σκοτεινή ζωή μου. Αλλά πήγαινα στο λουλούδι μου και του μίλαγα για όνειρα και ονειρεμένους κήπους.

       Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη, και το λουλουδάκι μου όλο και ψήλωνε. Η καθημερινότητα είχε τη δική της ρουτίνα, οι φωνές των γονιών μου είχαν αρχίσει να σβήνουν ή ίσως εγώ είχα πάψει να δίνω σημασία. Αναρωτιόμουν αν ένιωθαν ποτέ άλλα συναισθήματα πέρα από θυμό ή απογοήτευση -αισθήματα που δεν παρέλειπαν να μου θυμίζουν. Κάπως ειρωνικό, διότι ήταν τα μόνα λόγια που μου έλεγαν, λες και δεν το είχα καταλάβει. Αυτή την ημέρα την θυμάμαι πολύ θαμπά. Ήμουν μικρή, πολύ μικρή τότε, όμως παραμένει ανεξίτηλη, εκείνη η στιγμή που οι γονείς μου με έκαναν να νιώσω πως τα συναισθήματά τους για την κόρη τους είχαν εξαφανιστεί. Ήταν η μέρα που ο πατέρας σήκωσε το χέρι του πάνω μου, και η μητέρα με την ίδια φράση, τρύπησε τα αυτιά μου. Θυμάμαι τον μικρό εαυτό μου να κλαίει ασυγκράτητα, τα μικροσκοπικά μου χέρια να χαϊδεύουν τις μελανιές και να επαναλαμβάνω τα λόγια της μητέρας. Και τώρα, στο ίδιο δωμάτιο, βρίσκομαι εγώ. Ποτίζω το λουλούδι μου με ένα χαμόγελο που, αν μπορούσα να γυρίσω πίσω, θα το χάριζα απλόχερα στο παιδί που ήμουν τότε. Δεν αναρωτιέμαι πια τι έφταιξε. Δεν ψάχνω πια τον λόγο που ο πατέρας ή η μητέρα σήκωσαν το χέρι τους πάνω μου ή γιατί κατάφερα, χωρίς να το θέλω, να τους γεμίσω απογοήτευση και θυμό. Ήξερα πως εκείνοι αναζητούσαν απλώς ένα θύμα, έναν καθρέφτη για τα δικά τους λάθη. Κι εγώ, το πιο εύκολο θήραμα, στεκόμουν πάντα εκεί.

       Έμεινα ακίνητη, κλαίγοντας, κοιτώντας το λουλούδι μου στο πάτωμα, λες και περίμενα κάποιος να με βγάλει από το σκοτάδι, να με ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, είχα επιστρέψει στη ζωή μου, και όλα αυτά έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το πλησίασα. Μάζεψα το πεταλάκι του, που είχε αποσπαστεί από τα υπόλοιπα, και το κόκκινο χρώμα του είχε αντικατασταθεί με καφετί μες στο χώμα. Για ώρα ήμουν γονατισμένη προσπαθώντας να επαναφέρω το κοκκινωπό χρώμα που είχα ξεχάσει. Δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο πόνο, ούτε όταν συνειδητοποίησα την αδιαφορία των γονιών μου. Γονιός, τι περίεργη λέξη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν γονείς μου. Το μόνο συναίσθημα που ένιωθα για αυτούς ήταν μίσος. Χάιδευα το πεταλάκι του αγαπημένου μου λουλουδιού, το μόνο που ίσως μου θύμιζε τη χαρά που κάποτε ένιωσα. Έτρεξα. Δε θυμάμαι γιατί. Το μυαλό μου ήταν κενό. Άνοιξα την εξώπορτα, αλλά δε θυμάμαι αν είδα τον πατέρα μου, αν καθόταν ή μιλούσε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι βρέθηκα καθισμένη σε ένα πεζούλι στον δρόμο, λίγο πιο κάτω από το σπίτι, εξαντλημένη από τα δάκρυα.Τότε, ένιωσα μια φιγούρα πάνω μου να εκπέμπει ζεστασιά. Έσκυψε και μου μίλησε γλυκά, αλλά για να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα αμέσως τα λόγια της. Μακάρι να μπορούσα να δώσω στον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή το κουράγιο και την ελπίδα που χρειαζόμουν. Μια ελπίδα που για πρώτη φορά δε θα τον απογοητεύει.

      Η καθημερινότητά μου άλλαξε. Την κυρία που είχα συναντήσει στον δρόμο μπορούσα πλέον να την αποκαλώ μητέρα, με όλη τη σημασία της λέξης. Όσο για τους παλιούς μου «γονείς», ο «πατέρας» μου μπήκε στη φυλακή για τη δολοφονία της «μητέρας» μου. Δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα, ούτε ότι στεναχωρήθηκα. Αυτοί οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα εκείνος, μου ήταν αδιάφοροι. Η νέα μου ζωή ήταν μαζί με τη γυναίκα που με έκανε να καταλάβω τη σημασία της λέξης «γονιός» -τη μητέρα μου. Μαζί της και τα λουλούδια μου, που φροντίζαμε καθημερινά

Μάριος Κοκιούσης Μουσικό Σχολείο Κορίνθου

 1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ) 


Πόσα παιδιά

 

Γελάω·  αναρωτιέμαι

πόσα παιδιά κλαίνε

από τη μαύρη μοίρα του πολέμου...

 

Τρώω·  αναλογίζομαι

πόσα παιδιά πεινούν

γιατί αργεί η ανθρωπιστική βοήθεια...

 

Πίνω νερό·  συλλογίζομαι

πόσα παιδιά διψούν

ενώ βομβαρδίζονται οι ζωές τους...

 

Κοιμάμαι ασφαλής·  διερωτώμαι

πόσα παιδιά χάνουν

τη θαλπωρή του σπιτιού τους...

 

Ονειρεύομαι·  στοχάζομαι

αν τα παιδιά του πολέμου

έχουν όνειρα  αντί για εφιάλτες...

 

 

 

Μελίνα Καραβά Γυμνάσιο Βέλου

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

Ως τι πέθανα;

Οχτώ μήνες μετά την εισβολή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, 16/4/2022.

             Δεν χτύπησε ούτε σήμερα το ξυπνητήρι, ποτέ δεν χτυπάει. "ΑΣΜΑΝ!" με φώναξε ο πατέρας μου. Έτρεξα στο δωμάτιό του, αρπάζοντας τα φάρμακα από το κομοδίνο. Του τα έδωσα γρήγορα, το επιληπτικό επεισόδιο σταμάτησε. Έμεινα ανέκφραστη, απλά τον κοιτούσα... Γιατί τον κοιτούσα; Έπρεπε να τρέξω στην αγορά. Τον βοήθησα να ξαπλώσει και έφυγα. Κρατούσα το κεφάλι μου σφιχτά εξασφαλίζοντας τη θέση της μπούρκας, γιατί φοβόμουν, φοβόμουν πολύ.

Η αγορά ήταν γεμάτη...καθόλου σπάνιο. Προσπάθησα να αγοράσω τα απαραίτητα, έστω ψωμί, αλλά ένα δεκατριάχρονο, πόσο μάλιστα ένα κορίτσι, πρέπει να περιμένει πίσω από τους άντρες. "Γιατί;" αναρωτήθηκα. Κανείς δεν θα μου απαντούσε όμως, κανείς δεν μπορεί, κανείς δεν ξέρει, ούτε αυτή που το εφαρμόζουν, κανείς δεν θα σου δώσει μια λογική απάντηση. Λογικά, επειδή δεν υπάρχει...δεν μπορείς να το αποδείξεις όμως όσο και να προσπαθείς, όσο και να αγωνιάς, πάντα ξέρεις πως δεν θα σε οδηγήσει πουθενά.

 Όταν επιτέλους ήρθε η σειρά μου, ο άντρας στον πάγκο γέλασε. Ξαφνιάστηκα, όμως δεν μίλησα ούτε τον κοίταξα. "Ψωμί παρακαλώ…βασικά όσο ψωμί μπορώ να πάρω με αυτά τα λεφτά". Άφησα τα λεφτά στον πάγκο χωρίς να καταλάβω τι συμβαίνει. Ο άντρας στον πάγκο τα είχε αρπάξει, πετώντας στο χώμα ένα μικρό κομμάτι ψωμί. Έσκυψα να το πιάσω, όμως ένας άντρας πίσω μου με έσπρωξε μακριά από αυτό, παίρνοντάς το και τρίβοντάς το επιδεικτικά στην παλάμη του. Δεν αντέδρασα, δεν μπορούσα να αντιδράσω, απλά έφυγα…γιατί έφυγα;

Γύρισα στο σπίτι μου. "Που είναι το ψωμί;", με ρώτησε ο πατέρας μου. Δεν του απάντησα, δεν τόλμησα να απαντήσω. "ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΧΡΗΣΤΗ ΟΣΟ Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ!" Έβγαλε γρήγορα την μπούρκα μου, με τράβηξε από τα μαλλιά μου και με έσυρε μέχρι ένα γύρω τραπέζι, αρπάζοντας ένα μαχαίρι που βρισκόταν εκεί. Τον κοίταξα και έκλεισα τα μάτια μου. Επιτέλους, σκέφτηκα... ΧΡΑΤΣ! Ζούσα ακόμα. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα τα μαλλιά μου πεσμένα στο πάτωμα. Τα μάζεψα στα χέρια μου και τα έσφιξα.

"Από δω και πέρα σε λένε Μουσάμπ και είσαι αγόρι. Αύριο στην αγορά θα φορέσεις τα δικά μου ρούχα και θα πουλήσεις τα μαλλιά σου."

"Μα…", τον κοίταξα. "Δεν δέχομαι αντιρρήσεις, είμαι ο λόγος που ακόμα είσαι ζωντανή. Θα πουλήσεις τα μαλλιά σου και θα μου αγοράσεις τα φάρμακα που χρειάζομαι. Τώρα δεν έχεις δικαιολογίες, είσαι αγόρι και θα είσαι στις μπροστά σειρές".

Μάζεψα τα μαλλιά μου και το μαχαίρι και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Έκοψα τα μαλλιά μου πιο κοντά και τα έσφιξα. Ήταν το μόνο πράγμα που μου θύμιζε τη μητέρα μου. Αγαπούσε να τα πλέκει και να τα χτενίζει, τώρα όμως είναι μάταιο να τα κρατάω. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να τα κάνει τίποτα. Δεν αγχώνομαι όμως, είναι μαζί με τον Αλλάχ και την προστατεύει. Εμένα όμως ποιος με προστατεύει; Δεν θέλω να είμαι μόνη, μισώ να είμαι μόνη.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα αγκαλιά με τα πλέον συναισθηματικά νεκρά μαλλιά μου. Δεν είδα κάποιο όνειρο. Είχα σταματήσει να βλέπω όνειρα, δεν υπάρχει λόγος να βλέπω όνειρα. Ούτε με αυτά ξεφεύγω από την πραγματικότητα.

Σήμερα ξύπνησα μόνη μου. Ένιωθα διαφορετικά, λες και κάτι θα άλλαζε. Τι όμως θα άλλαζε; Δεν το πολυσκέφτηκα, δεν με ενδιέφερε να το σκεφτώ. Φόρεσα τα κουρέλια του πατέρα μου, χωρίς να ξεχάσω το καπέλο του και πήγα στην αγορά. Κάθισα στο πάτωμα, κρατώντας τα μαλλιά μου, περιμένοντας και κάποιον να περάσει να τα αγοράσει. Ένιωθα περίεργα χωρίς την μπούρκα μου. Ελεύθερα, είναι καλό ή κακό συναίσθημα, αναρωτιόμουν.

Δεν άργησα να γυρίσω στην πραγματικότητα, καθώς ένας ηλικιωμένος κύριος με πλησίασε, ρωτώντας με πόσο κάνουν αυτά τα μαλλιά. Δεν ήξερα τι να πω. Πρώτη φορά με ρωτάνε κάτι τέτοιο. Ο κύριος μου έδωσε κάποια λεφτά και πήρε τα μαλλιά. Γιατί κάποιος να αγόραζε κάτι τέτοιο; Δεν νοιάστηκα παραπάνω, ωστόσο τα χρήματα ήταν αρκετά για τα φάρμακα που έπρεπε να αγοράσω. Έσπευσα προς τον πάγκο με τα φάρμακα και φώναξα: "Ένα ριτβοτρίλ παρακαλώ!". Κανείς όμως δεν μου έδωσε σημασία. Γιατί, αναρωτήθηκα, αφού είμαι αγόρι τώρα; Αλλά όσο και να φώναζα, αυτό συνεχιζόταν.

Νευρίασα. Ο πατέρας μου μπορεί να με χρειαζόταν. Εντόπισα γρήγορα το φάρμακο, το άρπαξα και άρχισα να τρέχω. Άκουγα φωνές από πίσω μου. "Πιάστε το αγόρι, κλέφτης, σταμάτα!". Οι φωνές πολλαπλασιάζονταν, όπως και τα βήματα. Ένας στρατιώτης των Ταλιμπάν με κυνηγούσε. Δεν έπρεπε να με πιάσει, ο πατέρας μου με χρειαζόταν. Άλλαξα την πορεία μου και συνέχισα να τρέχω προς ένα Τζαμί. Εκεί είναι το σπίτι μου, ο Αλλάχ θα με προστατέψει. Ήμουν κοντά, τα βήματά μου γίνονταν λιγότερα. Ήμουν κουρασμένη, αλλά δεν έπρεπε να σταματήσω. Πριν πατήσω το σκαλί να μπω μέσα, ακούστηκε κάτι… ΜΠΑΜ!

Ξαφνικά όλα έγιναν μαύρα. Μια γαλήνη διαπέρασε την ψυχή μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Την είδα! Είδα τη μαμά μου. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά ήταν ελεύθερα, δεν τα έκρυβε καμία μπούρκα. Τα μάτια της ήταν άψυχα, νεκρά, αλλά και ταυτόχρονα ήρεμα. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ έτσι. Έτρεξα στην αγκαλιά της. Ήταν ζεστή. Ένιωσα, μετά από καιρό, πως βρίσκομαι στο σπίτι. Εκείνη με σήκωσε, δεν σήκωσε όμως το σώμα μου, σήκωσε την ψυχή μου. Με έπιασε από το χέρι. Ξαφνικά το τρομακτικό μαύρο τοπίο μετατράπηκε σε μια λίμνη. Μου έσφιξε το χέρι που πλέον είχε χάσει τη μορφή του. Ήταν απλά μια λεύκη μάζα αέρα, βασικά μια ελεύθερη λεύκη μάζα αέρα. Δεν φοβόμουν, όχι, δεν φοβόμουν, ούτε ήμουν στενοχωρημένη. Αλλά κάτι έλειπε, κάτι με προβλημάτιζε. Τότε αναρωτήθηκα:

 "Εγώ ως τι πέθανα; Πέθανα ως το κατώτερο κορίτσι που φοβόταν να υπάρξει ή ως το αγόρι που η φωνή του δεν έφτανε τα αυτιά κανενός…;".

 

 

Ελένη Άννα Κοντοχριστοπούλου 3ο Λύκειο Κορίνθου

 

2ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ (ΛΥΚΕΙΟ)   

    

Η οθόνη

 

Πόσες πολλές ανθρώπινες φιγούρες,

έρχονται δίπλα, μα ανάμεσά τους μια οθόνη, να τους κλέβει τις στιγμές.

Είναι μαζί, μα ταυτόχρονα και μόνοι

σαν μαριονέτες με αόρατη κλωστή.

Κάθε ένα like την ύπαρξη τους δυναμώνει.

Κάνει την αξία του εαυτού μοναδική!

Μάτια, χαμόγελα, κουβέντες μεταξύ τους.

Λίγο σε σύνδεση… και ύστερα σιωπή.

Η φωτισμένη η οθόνη που μαγεύει,

έχει μια δύναμη σχεδόν τρομακτική.

Πόσο αλλιώτικα όλα θα’ ταν, αν γινόταν.

Πόσες στιγμές και μνήμες θα είχαν χαραχτεί.

Πόσο τα μάτια θα τα γέμιζε η ζωντάνια.

Πόσες ψυχές γλυκά θα είχαν ανοιχτεί…

Ένας καθρέφτης, μια οθόνη φωτισμένη,

τάχα πως σφύζει από τον ήχο της ζωής.

Κι όμως γνωρίζει την αλήθεια να την κλέβει

Και ούτε ποτέ το υποψιάστηκε κανείς…

Κι έγινε η μόνιμη παρέα ανάμεσα μας,

με τα μηνύματα να σπάνε τη σιωπή.

Κάθε συζήτηση που αρχίζει… σταματάει

μα η σιωπή της επαφής πιο δυνατή!

Γλυκά και ύπουλα η οθόνη παρεισφρύει,

με ένα άγγιγμα που είναι και αφής,

πρωταγωνίστρια με θράσος στη ζωή μας,

δίχως να φωτίζει τα σκοτάδια της ψυχής.

Είναι η στιγμή εκείνη που δε νιώθεις,

με την ψευδαίσθηση εκείνη του «μαζί»

και αυτοκτονείς για λίγη μόνο προσοχή.

Θέμης Χριστοφίδης 1ο Λύκειο Κιάτου

 

2ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)

                           

Ένα ταξίδι στο άγνωστο

 

      Οι άνθρωποι κάποτε, οι φύλακες της γνώσης και της δημιουργίας, είχαν μετατραπεί σε καταστροφείς. Κάθε κατοικήσιμος πλανήτης στον γαλαξία μας, κάποτε γεμάτος ζωή και ελπίδα, είχε γίνει ένας σκοτεινός, παρηκμασμένος κόσμος, καλυμμένος από ατελείωτη ρύπανση και καυσαέρια. Η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε τις συνέπειες μιας αδίστακτης πορείας απληστίας, εξάντλησης κάθε φυσικού πόρου και οικολογικής αδιαφορίας. Τα δάση είχαν μετατραπεί σε έρημες εκτάσεις, οι ωκεανοί σε τοξικές δεξαμενές και οι ουρανοί ήταν μόνιμα σκοτεινοί, σκεπασμένοι από πυκνά νέφη καπνού και ρύπων. Ο ήλιος, ο ζωοδότης του κόσμου, ήταν πλέον μόνο μια αχνή ανάμνηση για όσους επιβίωναν σε τεχνητά περιβάλλοντα μέσα σε πόλεις με ανακυκλωμένο αέρα και ψεύτικο φως που αποκαλούσαν "πραγματικότητα".

      Η επιστημονική κοινότητα είχε ομόφωνα αποδεχθεί το αδυσώπητο συμπέρασμα: η Γη δεν μπορούσε πια να φιλοξενήσει ζωή. Ήταν ώρα για την ανθρωπότητα να αναζητήσει έναν νέο κόσμο, μια δεύτερη ευκαιρία. Η Διαγαλαξιακή Ομοσπονδία ανέλαβε την πιο φιλόδοξη αποστολή στην ιστορία, να ανακαλύψει έναν πλανήτη που θα μπορούσε να γίνει το νέο σπίτι της ανθρωπότητας.

      Για να επιτευχθεί αυτή η τιτάνια προσπάθεια, δημιουργήθηκε το Hyperion, το πιο προηγμένο διαστημόπλοιο που είχε ποτέ κατασκευαστεί. Ήταν ένα αριστούργημα μηχανικής και επιστήμης, ένα κινητό φρούριο τεχνολογίας. Εκτός από μέσο μεταφοράς, ήταν ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο, ικανό να διαχειριστεί τις πιο απαιτητικές συνθήκες του διαστήματος και να εξερευνήσει τα μυστήρια του αγνώστου.

      Το πλήρωμα επιλέχθηκε με εξαιρετική προσοχή. Αποτελούνταν από εννέα εξειδικευμένους επιστήμονες, καθένας από τους οποίους αντιπροσώπευε την κορυφή της ειδικότητάς του. Ηγέτης τους ήταν ο Mark, ο θρυλικός κυβερνήτης της αποστολής και ο πιο έμπειρος αστροναύτης στην ιστορία. Η σοβαρότητά του ήταν εμβληματική, αλλά πίσω από αυτήν κρυβόταν η βαθιά του θλίψη για την καταστροφή της Γης, της οποίας υπήρξε ανήμπορος θεατής. Δίπλα του, η Katie, υπαρχηγός και ειδική στη βιολογία εξωγήινης ζωής, ξεχώριζε για την ενσυναίσθηση και την ηγετική της ικανότητα. Ήταν η «ψυχή» της ομάδας, διατηρώντας τη συνοχή και την ισορροπία στις πιο δύσκολες στιγμές.

Η επιστημονική βάση της αποστολής βρισκόταν στα χέρια του Sergey, ενός Ρώσου φυσικού που είχε βραβευθεί με Νόμπελ για τις επαναστατικές του έρευνες στη φύση της τέταρτης διάστασης. Μαζί του, ο ιδιοφυής Yoon, με ανυπέρβλητες γνώσεις στην κβαντική φυσική, αποτελούσε ένα δυαδικό σύστημα ιδεών και δημιουργικότητας.

      Οι υπόλοιποι ειδικοί είχαν εξίσου καίριους ρόλους: η Isla, κορυφαία χημικός, μελετούσε τρόπους αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας, ο Benjamin, ένας οραματιστής μηχανικός, διαχειριζόταν την τεχνολογική υποδομή του σκάφους, ο Felix, δεινός πιλότος, είχε την ψυχραιμία και την ικανότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πτήση σε ακραίες συνθήκες. Η ομάδα ολοκληρωνόταν με την Isabelle, Γαλλίδα βιολόγο, που επιζητούσε νέες μορφές ζωής, και τον Tofu, έναν νεαρό Ιάπωνα χάκερ με αμφιλεγόμενο παρελθόν αλλά ασύγκριτη ευφυΐα στις κυβερνοδιαστημικές τεχνολογίες.

      Η εκτόξευση του Hyperion ήταν ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας. Δισεκατομμύρια άνθρωποι παρακολουθούσαν από τις οθόνες τους με ανάμεικτα συναισθήματα ελπίδας και φόβου. Ο βρυχηθμός που ακουγόταν από τα βάθη των κινητήρων, καθώς το σκάφος αναδυόταν από τη Γη, συνόδευε τη λάμψη που έδινε φως σε έναν πλανήτη σημαδεμένο από τα λάθη της ανθρωπότητας. Όταν το σκάφος έσπασε την ατμόσφαιρα και εισήλθε στο διάστημα, το πλήρωμα ένιωσε το βάρος του στόχου του. Δεν υπήρχε πια γυρισμός.

      Η πρώτη μεγάλη πρόκληση ήταν να διασχίσουν μια μαύρη τρύπα, το μοναδικό πέρασμα προς την τέταρτη διάσταση. Ο Sergey, με τα μάτια του να λάμπουν από ενθουσιασμό και αγωνία, εξήγησε την ιδέα πίσω από αυτό: «Η μαύρη τρύπα δεν είναι απλώς ένας αιώνιος καταστροφέας. Είναι μια πύλη. Μέσα από αυτήν, θα περάσουμε πέρα από τον χρόνο και τον χώρο, σε έναν κόσμο όπου η ίδια η ύπαρξη αναδιαμορφώνεται».

      Καθώς πλησίαζαν, η εικόνα ήταν σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί. Η βαρύτητα παραμόρφωνε το φως, δημιουργώντας ένα θέαμα που θύμιζε ζωντανό πίνακα από στρόβιλους και χρώματα. Το σκάφος δονούνταν, ενώ το πλήρωμα κρατούσε την αναπνοή του. Η στιγμή του περάσματος ήταν σαν μια αιωνιότητα. Ο χρόνος, το φως και οι αισθήσεις τους φάνηκαν να καταρρέουν.

      Όταν τελικά το Hyperion πέρασε από την άλλη πλευρά, το πλήρωμα βρέθηκε μπροστά σε έναν κόσμο που ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Ο πλανήτης που ονόμασαν Chronos έμοιαζε με παράδεισο. Δέντρα ύψους χιλιομέτρων υψώνονταν στον ουρανό, με φύλλα που αντανακλούσαν το φως σαν πολύτιμοι λίθοι. Η ατμόσφαιρα ήταν κρυστάλλινη, γεμάτη από την αίσθηση της ζωής. Πλάσματα μοναδικής ομορφιάς και παράξενης μορφολογίας κινούνταν στο περιβάλλον: ελάφια με τρία μάτια, ιπτάμενα σαλάχια που φαινόταν να τηλεμεταφέρονται και νερά που κυλούσαν αντίστροφα, επιστρέφοντας στην πηγή τους. Η Isabelle, γεμάτη θαυμασμό, σχολίασε: «Είναι σαν να ζούμε σε έναν ζωντανό πίνακα, έναν κόσμο που αψηφά κάθε λογική».

      Ωστόσο, ο Chronos δεν ήταν απλώς όμορφος. Ήταν παράξενος, βαθιά μυστηριώδης. Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά για κάθε μέλος της ομάδας. Ο Felix αισθανόταν ότι ο χρόνος κυλούσε σαν ποτάμι, ενώ η Isla ένιωθε σαν να ζούσε εβδομάδες μέσα σε μια στιγμή. Το φαινόμενο αυτό, που ο Sergey ονόμασε «χρονο-αναστροφή», προκαλούσε συγκρούσεις και δυσκολίες στη συνεργασία.

       Η χλωρίδα του πλανήτη είχε ιδιαίτερες ιδιότητες. Οι γιγαντιαίες ρίζες των δέντρων απορροφούσαν τοξίνες, καθαρίζοντας το έδαφος και τον αέρα με μια διαδικασία που θύμιζε μαγεία. Η Isla κατάφερε να εξαγάγει ένα υγρό από αυτά τα δέντρα, που φαινόταν να είναι η βάση αυτής της αυτοκάθαρσης. Η ελπίδα της ανθρωπότητας για αποκατάσταση αναζωπυρώθηκε.

      Ο Sergey και ο Yoon σύντομα ανακάλυψαν κάτι ακόμη πιο συνταρακτικό. Ο Chronos δεν ήταν απλώς ένας πλανήτης, αλλά ένας ζωντανός, νοήμων οργανισμός. Τα σύννεφα σχημάτιζαν απόκοσμα μάτια, παρακολουθώντας κάθε τους κίνηση. «Μας παρατηρεί», είπε η Katie. «Είναι σαν να μας δοκιμάζει».

      Αυτή η σκέψη διχάζει το πλήρωμα. Ο Benjamin πρότεινε να πάρουν δείγματα μαζί τους στη Γη για να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία του Chronos. Ο Sergey αντιτάχθηκε σθεναρά: «Αν επιχειρήσουμε να εκμεταλλευτούμε αυτόν τον κόσμο, θα καταστραφούμε. Αυτός ο πλανήτης δεν είναι κάτι που μπορούμε να υποτάξουμε».

      Η ένταση κορυφώθηκε όταν ο Tofu, σε μια προσπάθεια να χακάρει το σύστημα του Chronos, προκάλεσε μια αλυσιδωτή αντίδραση. Το έδαφος άρχισε να τρέμει, τα δέντρα εξέπεμπαν έναν ανατριχιαστικό θρήνο, και οι ουρανοί σκοτείνιασαν. Ήταν προφανές! Ο Chronos καταλάβαινε τις προθέσεις τους. Η Katie πήρε τότε την πιο δύσκολη απόφαση. «Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τα λάθη μας. Πρέπει να σεβαστούμε αυτόν τον κόσμο και να μάθουμε από αυτόν».

      Το πλήρωμα, με βαριά καρδιά, αποφάσισε να αφήσει πίσω του μόνο μια συσκευή παρατήρησης και να επιστρέψει στη Γη χωρίς δείγματα, εκτός από ένα, έναν κρύσταλλο που έδειχνε κάποιο είδος χρονικής ανωμαλίας. Καθώς το Hyperion απομακρυνόταν, ο πλανήτης έλαμψε σαν να ευχαριστούσε για την επιλογή τους.

      Η επιστροφή του Hyperion έφερε στη Γη όχι μόνο πολύτιμα δεδομένα, αλλά και ένα βαθύτερο μήνυμα. Ο Chronos ήταν ένας καθρέφτης που έδειξε στην ανθρωπότητα τον δρόμο προς την αλλαγή: σεβασμό, ισορροπία, και κατανόηση. Ήταν μια δεύτερη ευκαιρία, όχι για να κατακτήσει, αλλά για να δημιουργήσει έναν νέο τρόπο ύπαρξης.

      Η απόφαση να εγκαταλείψουν τον Chronos χωρίς να εκμεταλλευτούν τους πόρους του, αν και ηθικά σωστή, άφησε το πλήρωμα με ανάμεικτα συναισθήματα. Καθώς το Hyperion απομακρυνόταν από τον πλανήτη, τα μέλη της αποστολής άρχισαν να επεξεργάζονται τις εμπειρίες τους. Ο κάθε ένας έφερε μέσα του μια διαφορετική οπτική για τον Chronos και τα ηθικά διδάγματα που μπορούσαν να αποκτήσουν από εκεί.

      Ο δρόμος της επιστροφής ήταν δυσκολότερος απ' όσο περίμεναν. Οι ιδιομορφίες του Chronos είχαν αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στο πλήρωμα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η ομάδα παρατήρησε ότι οι αναμνήσεις τους για τα γεγονότα στον πλανήτη διέφεραν. Ο Sergey, για παράδειγμα, θυμόταν την εμπειρία με απόλυτη χρονική συνοχή, ενώ ο Benjamin είχε κενά μνήμης, σαν να είχε χάσει μέρες. Η Katie ένιωθε σαν να είχε ζήσει χρόνια στον Chronos, ενώ για τον Felix, όλα έμοιαζαν σαν μια φευγαλέα στιγμή.

      Αυτό το φαινόμενο, που ονόμασαν «χρονοδιαφοροποίηση», προκάλεσε έντονες συζητήσεις στο πλήρωμα. Ο Yoon υποστήριξε ότι ο Chronos, ως ζωντανός οργανισμός, είχε την ικανότητα να επηρεάζει την αντίληψη του χρόνου. «Μπορεί να μας έδωσε μια δοκιμή», είπε. «Ίσως ο πλανήτης προσπαθούσε να δει αν είμαστε έτοιμοι να σεβαστούμε κάτι μεγαλύτερο από εμάς». Η Isabelle, από την πλευρά της, πρότεινε ότι αυτή η εμπειρία θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας νέας κατανόησης για το πώς λειτουργεί το σύμπαν. «Ίσως ο Chronos να μας έδειξε ότι ο χρόνος δεν είναι γραμμικός. Ότι η ζωή είναι πιο περίπλοκη απ' όσο πιστεύαμε».

      Καθώς το Hyperion προσέγγιζε τη Γη, η Katie παρατήρησε κάτι ανατριχιαστικό αλλά και ελπιδοφόρο. Από το βάθος του διαδρόμου, έβλεπε ένα φως να αντανακλά πάνω στην πόρτα. «Το κρύσταλλο!» φώναξε, καθώς αντιλήφθηκε πως εξέπεμπε πλέον ένα αχνό φως, σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, είχε αλλάξει χρώμα και μορφή, προδίδοντας μια ανεξήγητη μεταμόρφωση.

      Ο Sergey και ο Yoon εργάστηκαν ακατάπαυστα για να αποκρυπτογραφήσουν το μήνυμα. Τελικά, κατάφεραν να εξαγάγουν μια σειρά από μοτίβα – παλμούς που θύμιζαν την ακολουθία Fibonacci. Η ομάδα συνειδητοποίησε ότι ο Chronos είχε αφήσει ένα μήνυμα στον κρύσταλλο, έναν τρόπο να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα προς την αποκατάσταση της σχέσης της με τον πλανήτη της. Το μήνυμα δεν περιείχε λέξεις, αλλά εικόνες και μοτίβα. Έδειχνε πώς ο Chronos είχε εξελιχθεί με την πάροδο των αιώνων, μαθαίνοντας να διαχειρίζεται τα οικοσυστήματά του με τρόπο που προωθούσε τη ζωή και την ισορροπία. Ήταν ένας χάρτης για το πώς η ανθρωπότητα θα μπορούσε να μεταμορφώσει τη Γη, να αναστρέψει τη ζημιά που είχε προκαλέσει και να δημιουργήσει μια νέα αρμονία.

      Η επιστροφή στη Γη ήταν θριαμβευτική, αλλά και γεμάτη προκλήσεις. Οι άνθρωποι καλωσόρισαν το πλήρωμα ως ήρωες, αλλά οι προσδοκίες τους ήταν υπερβολικά υψηλές. Όλοι ήθελαν να μάθουν τι είχε ανακαλύψει το πλήρωμα και πώς μπορούσε να εφαρμοστεί για να σωθεί ο πλανήτης.

      Η ομάδα, ωστόσο, συνειδητοποίησε ότι οι πληροφορίες που έφεραν δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμεσα. Ο Sergey το περιέγραψε ως εξής: «Δεν μπορούμε απλώς να αντιγράψουμε τον Chronos. Πρέπει να κατανοήσουμε τις αρχές του και να τις εφαρμόσουμε με τον δικό μας τρόπο». Η Isabelle ανέλαβε να αναλύσει τα βιολογικά δεδομένα από τον πλανήτη, ενώ η Isla εστίασε στις χημικές ιδιότητες του κρυστάλλου. Ο Benjamin, με τη βοήθεια του Tofu, άρχισε να σχεδιάζει νέες τεχνολογίες βασισμένες στις ιδέες που είχαν πάρει από τον Chronos.

      Παρόλο που το πλήρωμα ήταν ενωμένο στον σκοπό του, οι ψυχολογικές επιπτώσεις του ταξιδιού άρχισαν να γίνονται εμφανείς. Ο Felix, που είχε ζήσει την εμπειρία σαν φευγαλέα στιγμή, βρέθηκε αντιμέτωπος με κρίσεις πανικού. Η Katie αισθανόταν βαριά την ευθύνη της απόφασης να μην εκμεταλλευτούν τον Chronos. Ο Sergey βυθίστηκε στη μελέτη των δεδομένων, σαν να προσπαθούσε να βρει κάτι που είχε χάσει. Παρά τις δυσκολίες, η ομάδα παρέμεινε δεσμευμένη στον στόχο της. Η Διαγαλαξιακή Ομοσπονδία ίδρυσε ένα νέο κέντρο έρευνας, βασισμένο στα δεδομένα από τον Chronos, και η παγκόσμια κοινότητα άρχισε να συνεργάζεται για να εφαρμόσει τα μαθήματα του ταξιδιού.

      Πέντε χρόνια μετά την επιστροφή του Hyperion, η Γη άρχισε να δείχνει σημάδια αποκατάστασης. Με τη χρήση των τεχνολογιών και των αρχών που εμπνεύστηκαν από τον Chronos, οι ωκεανοί άρχισαν να καθαρίζονται, οι δασικές εκτάσεις να αποκαθίστανται και οι ουρανοί να ξαναγίνονται γαλάζιοι. Η ανθρωπότητα έμαθε να συνεργάζεται όχι μόνο μεταξύ των εθνών της, αλλά και με τη φύση. Οι κυβερνήσεις, οι επιστήμονες και οι απλοί άνθρωποι δούλεψαν μαζί για να χτίσουν έναν κόσμο όπου η ζωή μπορούσε να ανθίσει. Η Katie, μιλώντας σε μια παγκόσμια διάσκεψη για το μέλλον του πλανήτη, είπε: «Ο Chronos μας έδωσε ένα δώρο. Μας έδειξε ότι η επιβίωση δεν εξαρτάται από το πώς κατακτάμε, αλλά από το πώς κατανοούμε και συνεργαζόμαστε».

      Μια νύχτα, καθώς η ομάδα μελετούσε τον κρύσταλλο του Chronos, αυτός άρχισε να λάμπει ξανά. Ένα νέο μήνυμα εμφανίστηκε, μια ακολουθία από μοτίβα που έμοιαζαν να λένε: «Η αλλαγή μόλις ξεκίνησε» Η Katie χαμογέλασε. «Είναι σαν να λέει ότι πιστεύει σε εμάς». Ο Sergey, με βλέμμα γεμάτο ελπίδα, πρόσθεσε: «Και ίσως, κάποια μέρα, να είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε εκεί. Όχι για να πάρουμε, αλλά για να μοιραστούμε».

      Η αποστολή του Hyperion δεν ήταν μόνο ένα ταξίδι στο άγνωστο, αλλά μια εξερεύνηση της ίδιας της ανθρωπότητας. Ήταν μια υπενθύμιση ότι, ακόμα και μπροστά στην καταστροφή, υπάρχει ελπίδα, αρκεί να έχουμε τη σοφία να μάθουμε από τα λάθη μας και το θάρρος να κάνουμε το σωστό.

      Η ιστορία του Chronos έγινε θρύλος, ένα σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές γενιές. Και παρόλο που η ανθρωπότητα είχε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει, ένα πράγμα ήταν σίγουρο: ο δρόμος αυτός οδηγούσε προς το φως.

 

 

 

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...