Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

 

 

                                                                                                 

Τέχνης το βάρος

πατημασιές αγγέλων

νύχτα στο χιόνι

Γιώργος Ρούσκας 

      Ο Παγκορινθιακός Μαθητικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας που διοργανώνει το Γενικό Λύκειο Βέλου για 8η συνεχή χρονιά αποτελεί πλέον έναν θεσμό αποδεκτό τόσο από την εκπαιδευτική και μαθητική κοινότητα του νομού Κορινθίας όσο και από την τοπική κοινωνία. Η επιτυχία αυτής της δράσης, ωστόσο, στηρίζεται κυρίως στους εκπαιδευτικούς των σχολείων του νομού που εμπλέκονται σε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο, που εμπνέουν και ενθαρρύνουν τους μαθητές να εκφραστούν μέσα από τη δημιουργική γραφή, που τους ενισχύουν να προσεγγίσουν βιωματικά τη λογοτεχνία, που συμμετέχουν ως μέλη στην κριτική επιτροπή. Αποτελεί, επομένως, μια συλλογική προσπάθεια όλων εκείνων που μοχθούν για ένα σύγχρονο δημιουργικό σχολείο, όπου η μάθηση συντελείται με βιωματικό τρόπο, ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, η οποία αγκαλιάζει με όλο και μεγαλύτερη ανταπόκριση κάθε χρόνο την προσπάθειά μας. Ενδεικτικό είναι οτι φέτος οι συμμετοχές στον Διαγωνισμό έφτασαν τις 131.

     Για όλους αυτούς τους λόγους νιώθουμε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε θερμά τα μέλη της κριτικής επιτροπής που συνέβαλαν καθοριστικά στην υλοποίηση του Διαγωνισμού. 

 

Την κριτική επιτροπή για το Λύκειο αποτελούν:

Για τα ποιήματα

·       Δρ Χασούρα Ολυμπία, Φιλόλογος, Σύμβουλος Φιλολόγων νομού Κορινθίας

·       Ρούσκας Γεώργιος, Ποιητής και δοκιμιογράφος

·       Δρ Χάψα Μαρία,  Εκπαιδευτικός και ποιήτρια

·       Παϊβανά Μαρία,  Φιλόλογος και ποιήτρια

·       Καρβελά Ελένη, Φιλόλογος, Διευθύντρια 2ου Γυμνασίου Ξυλοκάστρου

·       Χαλβατζή Δέσποινα, Φιλόλογος

·       Βασιλοπούλου Ελένη, Φιλόλογος

Για τα διηγήματα

·       Δρ Μπάρτζης Γιάννης, Πρόεδρος της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων, συγγραφέας, πρώην Σύμβουλος Δασκάλων

·       Δρ Κεκροπούλου Μαρία, Φιλόλογος, πρώην Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων  νομού Κορινθίας

·       Καρκαλέτσου Ευμορφίλη, Εκπαιδευτικός και συγγραφέας

·       Κασιντή Χριστίνα, Εκπαιδευτικός και συγγραφέας

·       Λάππα Ευθυμία, Φιλόλογος

·       Διαμαντοπούλου Ιωάννα, Φιλόλογος

 

·       Την κριτική επιτροπή για το Γυμνάσιο αποτελούν:

Για τα ποιήματα

·       Δρ Καλλιμάνη Μαρία, Φιλόλογος, αποσπασμένη στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών

·       Σκάζα Σοφία, Φιλόλογος

·       Σκούρτη Ελένη, Φιλόλογος

·       Ρουμπέκα Μαριλένα, Φιλόλογος

·       Καλογεράκη Ιωάννα, Φιλόλογος

·       Γαμβρούλη Παναγιώτα, Φιλόλογος

 

Για τα διηγήματα

·       Δρ Μαρίνης Ι. Μιχαήλ, Φιλόλογος, Γλωσσολόγος

·       Μπετζέλου Λεμονιά, Φιλόλογος

·       Μησιάρη Αικατερίνη, Φιλόλογος

·       Λαμπροπούλου Άννα, Φιλόλογος

·       Σπανορήγα Χριστίνα, Φιλόλογος

·       Κώτσια Ευαγγελία, Φιλόλογος

 

     Ο Διαγωνισμός αυτός, όμως, υλοποιείται και χάρη στην έμπρακτη στήριξη  χορηγών που ευαισθητοποιούνται σε θέματα Παιδείας και Πολιτισμού. Ευχαριστούμε, λοιπόν θερμά τη MOTOR OIL HELLΑS Διυλιστήρια Κορίνθου που για 2η χρονιά εξασφαλίζει τα χρηματικά έπαθλα στους διακριθέντες μαθητές, την Περιφέρεια Πελοποννήσου που χορηγεί την έκδοση του τεύχους με τα κείμενα που βραβεύτηκαν, τον Δήμο Βέλου Βόχας που συμβάλλει στη διοργάνωση της εκδήλωσης για τη βράβευση των μαθητών, το τυπογραφείο Α Σιάχου που μεριμνά κάθε χρόνο για την έκδοση του τεύχους και των βραβείων. Για τη χορηγία βιβλίων ευχαριστούμε θερμά τους εκδοτικούς οίκους «Ψυχογιός» και «Διόπτρα» και τα βιβλιοπωλεία «Το ρόδι», «Μπιτσάκου», «Βιβλιαγορά», «Κουκίδα», «Κιβωτός», «Άννα Καλού» και «Οικονόμου».

 

Η επιτροπή διοργάνωσης του διαγωνισμού

Λούτα Καίτη, Διευθύντρια του Γενικού Λυκείου Βέλου

Γαμβρούλη Παναγιώτα, Φιλόλογος του Γενικού Λυκείου Βέλου

Κώτσια Ευαγγελία, Φιλόλογος του Γενικού Λυκείου Βέλου

Μελίνα Χουντάλα Γυμνάσιο & Λυκειακές τάξεις Λεχαίου

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ (ΛΥΚΕΙΟ)

Ελλάδα 2.0

 

Θέλω να φωνάξω

Μα πώς φωνάζει κάποιος δίχως φωνή;

Θέλω να κλάψω

Μα πώς κλαίει κάποιος δίχως  δάκρυα;

Θέλω να αγκαλιάσω

Μα πώς αγκαλιάζει κάποιος δίχως χέρια;

Θέλω να ταξιδέψω

Μα πώς ταξιδεύει κάποιος δίχως προορισμό;

Θέλω να ζήσω

Μα πώς ζει κάποιος που είναι νεκρός;

 

Νεκρός… Γιατί ζει σε μια χώρα

που η ζωή σε σκοτώνει!

«Ποιος είναι ο δολοφόνος;»

Κοίτα πάνω!

Πενήντα εφτά άγγελοι, εκατομμύρια παλαιστές των ουρανών

και δέκα εκατομμύρια νεκροί

που αναζητούν ζωή σε μια νεκρή χώρα!

                                                                                                                    ΤΕΜΠΗ 28-2-2023

Μυρτώ Αθηνά Πολίτη Γενικό Λύκειο Βραχατίου

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)

  

Κι όμως…

 

     «Αποκλείεται...» ψιθύρισε και γύρισε πλευρό σφίγγοντας το σεντόνι γύρω του σαν σάβανο. Η καρδιά του παλλόταν τόσο έντονα που ένιωθε τις φλέβες του να τεντώνονται, όπως οι χορδές που είναι έτοιμες να σπάσουν. Η ανάσα του κυριαρχούσε στη νεκρική σιγή της καλοκαιρινής νύχτας και τα σκοτεινά του μάτια γυάλιζαν από την ταραχή. Ο παφλασμός ακούστηκε ξανά, μα εκείνος δεν σάλεψε. Αντιθέτως μάλιστα κοκκάλωσε και απότομα σταμάτησε η αναπνοή του.

     Δεν ήταν λίγος ο καιρός που ζούσε στον βράχο, μα τα σημάδια άρχισαν να εμφανίζονται μονάχα τον τελευταίο μήνα ή ίσως εκείνος τα αντιλήφθηκε τότε. Η αλήθεια είναι πως επρόκειτο για έναν ιδιαίτερο νεαρό, έναν νεαρό με όψη ασθενική, ίσια μαλλιά και δυο μάτια βουλιαγμένα σε ένα πρόσωπο χλωμό που διαρκώς αναζητούσαν κάτι. Τα λιπόσαρκα δάχτυλά του φαίνονταν να είναι πάντοτε απασχολημένα με κάποιου είδους παιχνίδι, στοιχείο που του προσέδιδε μια νευρικότητα.

    Ο ήχος τον διαπέρασε για τρίτη φορά. «Μάλλον θα ήταν κάποιο κύμα. Ναι, αυτό ήταν…»  ψέλλισε με φωνή τρεμάμενη, αχνή και σηκώθηκε δειλά από το άβολο στρώμα. Με γρήγορα  -μα και συνάμα αθόρυβα- βήματα κατευθύνθηκε στο παράθυρο και άνοιξε τα ξύλινα παντζούρια τα οποία του προκαλούσαν μια απέχθεια, πιθανώς λόγω της παλαιότητάς τους. Η αλμυρή μυρωδιά της θάλασσας κατέκλισε το δωμάτιο νοτίζοντας την ήδη υγρή ατμόσφαιρα. Έγειρε τον κορμό του προσεκτικά προς τα βράχια και έλεγξε το τοπίο.

     «Τίποτα… Ιδέα μου θα ήταν...»  μουρμούρισε αγναντεύοντας τη θέα. Η ημικυκλική παραλία ακριβώς κάτω από τον λοφίσκο που διέμενε αποτελούσε σημείο άγνωστο για τους περισσότερους ταξιδιώτες, ακόμη και όσους ζούσαν στους κοντινότερους οικισμούς. Η μαγεία της θάλασσας τον σαγήνευε, υπήρχαν μέρες μάλιστα που περνούσε ώρες ατελείωτες ξαπλωμένος κατά γης  απολαμβάνοντας το τραγούδι των άγριων κυμάτων.

     «Ποιος τολμάει, λέει, να τα δαμάσει…» αναλογιζόταν σαν ηχούσε ο κρότος τους στην ακτή και μόλις σκοτείνιαζε ανέβαινε ξανά στο καλύβι.  Εκείνη τη φορά όμως ήταν αποφασισμένος πως δεν θα κατέβαινε. Από τότε άλλωστε που τρύπωσαν αυτές οι σκέψεις στο μυαλό του απέφευγε να το κάνει.

     «Και αν είναι αλήθεια; Τόσοι θρύλοι υπάρχουν» επέμεναν οι σκέψεις να κραυγάζουν στο μυαλό του ακατάπαυστα και να τον προτρέπουν σε αυτό που τόσο πολύ ο ίδιος προσπαθούσε να αποφύγει. «Πάψε! Δεν ισχύει!» αναφωνούσε επιθετικά και κουλουριαζόταν στη σκονισμένη γωνία ανάμεσα στο γραφείο και τη βιβλιοθήκη του κάθε φορά. Ύστερα σηκωνόταν και με σιχασιά κοιταζόταν στον καθρέφτη, διότι πλέον τα μάτια του δεν κοίταζαν με τον ίδιο τρόπο και δυστυχώς το αναγνώριζε. «Αν δεν πάω ούτε σήμερα, θα τρελαθώ. Μα τι λέω; Μου έχει γίνει εμμονή αυτό το πράγμα. Αφού δεν ισχύει. Δεν ξέρω. Αύριο έχει ο Θεός»  Σιγή.  «Αν όμως το αύριο αυτό έχει φτάσει;  Δεν πάει άλλο!» φώναξε και με αποφασιστικό βηματισμό άρπαξε το χερούλι της εξώπορτας.

      Η αναπνοή του όμως τότε βάρυνε, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν και η φωνή του με δυσκολία έβγαινε από τον θώρακα. Έστρεψε το πόμολο με ευλαβικές κινήσεις και έριξε μια κλεφτή ματιά από τη χαραμάδα. Η πόρτα ξαναέκλεισε βιαστικά. «Ο παφλασμός!» αναφώνησε. Πράγματι, εκείνος ο μυστήριος ήχος ακούστηκε εκ νέου. «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο!» αναθάρρεψε, έσφιξε τη γροθιά του και άνοιξε ξανά, αυτήν τη φορά λίγο περισσότερο από πριν. Σκοτάδι. Ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε τον ορίζοντα, τα πάντα ολόγυρά του φαίνονταν απόκοσμα, σαν σκιές. «Ίσως πρέπει να προσέχω. Η ώρα είναι προχωρημένη και δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε» διαμαρτυρήθηκε ψάχνοντας τα σκαλιά.

     Το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό που για να αντιληφθεί πως είχε αποχωριστεί τον αγαπημένο του λοφίσκο χρειάστηκε να πατήσει με τα γυμνά του πέλματα στην υγρή άμμο. Ο αέρας σφύριζε, σαν να τον καλούσε να εξερευνήσει τη γνώριμη για αυτόν ακτή και εκείνος στεκόταν μοναχός του, ακλόνητος φρουρός για κάτι που ούτε ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. «Δεν θα βρεις ποτέ όμως τη γοργόνα, αν δεν κάνεις ένα βήμα παραπέρα, έστω και αν σε ανατριχιάζει η υφή της άμμου»  ψιθύρισε χλευαστικά.

     Σε κάθε βήμα που έκανε το πόδι του βυθιζόταν ολοένα και πιο έντονα στη λάσπη, μα εκείνος συνέχιζε αγκομαχώντας τον αγώνα του, ωσότου φτάσει στην άλλη άκρη της παραλίας, καθώς υπέθετε πως από εκεί προερχόντουσαν τα σημάδια.

     Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε αυτές τις ενδείξεις. Η ανάμνηση από εκείνο το θεόρατο ψάρι στα χρώματα του ουρανού έμενε ανεξίτηλη στη μνήμη του. Μόλις είχε γυρίσει από το ψάρεμα, σαν να συνέβαινε εκείνη τη στιγμή το θυμόταν,  με το που είχε προσαράξει  με το καΐκι στο υποτυπώδες λιμανάκι, μια πελώρια ουρά ανατάραξε τα νερά. Η βάρκα τότε  άρχισε να κουνιέται σπασμωδικά και αφροί περιτριγύρισαν τη μυστήρια φιγούρα. Ο νεαρός τρομαγμένος κάλυψε ενστικτωδώς τα μάτια του και έμεινε να κείτεται στο πάτωμα. Όταν αποφάσισε να διαλευκάνει την υπόθεση, η μορφή είχε ήδη εξαφανιστεί.  «Γοργόνες…» αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που του είχε περάσει από το μυαλό. Δεν βιάστηκε να την απορρίψει, παρόλο που τον διακατείχε μια δυσπιστία.

    Από μικρός ανακαλούσε στιγμές που μαζί με τον αδελφό του χάζευαν τη θάλασσα ακούγοντας με τρομερή προσήλωση τις ιστορίες της γιαγιάς. Υπήρχαν, λέει, κάπου βαθιά, εκεί που κανένας δεν μπορεί να φτάσει, πλάσματα μυθικά, παράξενα που ακόμη και αν κάποιος τα συναντούσε δύσκολα θα παραδεχόταν την ύπαρξή τους. Πάντοτε πρωταγωνιστούσε ένας θαρραλέος ήρωας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο τέλος έβγαινε νικητής.

 «Δεν ξέρω αν όμως εγώ είμαι αυτός ήρωας» ψέλλισε με μάτια νοτισμένα. «Ίσως να είμαι αφελής που έχω φτάσει έως εδώ. Ορίστε να, δεν υπάρχει τίποτε παρά μόνο μαύρο, σκέτο μαύρο, δεν βλέπω τίποτα» φώναξε και με προσοχή περίμενε να ακούσει την ηχώ του.

     « Παφλασμός! Κι’ όμως το ξέρω ότι δεν είναι. Μήπως ήρθε τάχα η γοργόνα;  Παλάβωσα μου φαίνεται. Και αυτά τα βαθουλώματα στην άμμο; Είναι εκείνη ή πατημασιές δικιές μου; Έχω γεμίσει χώματα, τα χέρια μου είναι πληγιασμένα από το σκαρφάλωμα στα βράχια και τα κόκκαλά μου τρίζουν από την υγρασία. Αν με έβλεπε κάποιος τώρα, θα αναρωτιόταν τι λογής άνθρωπος είμαι, ίσως να συμπέραινε πως είμαι και τρελός! Τι κάνεις εδώ, θα με ρώταγε και εγώ με αυτό το απαράδεκτο ύφος, γεμάτος θράσος θα του απάνταγα πως ψάχνω γοργόνες! Μα το ναι, αυτό κάνω... Μπορεί η ανακάλυψή μου να είναι αληθινή, μα τόσο εξωπραγματική που να είμαι ο μόνος που να δεχτεί μονάχα να την ακούσει, διότι δεν έχω τολμήσει να εξομολογηθώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό πως αυτή η γοργόνα που ψάχνω πιθανώς να είναι ένα απλό ψάρι. Στην ιδέα και μόνο πως μπορεί να αποδειχτεί γοργόνα τρέμω, σπαρταράω και εγώ σαν εκείνη, βρίσκομαι έξω από τα νερά μου και δεν μπορώ να ανασάνω. Ο ήρωας όμως στο παραμύθι βούτηξε στη θάλασσα, παρόλο που ήταν ολομόναχος στο ταξίδι του, όπως και εγώ και εσύ και όλοι μας. Δεν θέλω να ζω αγκυλωμένος σε κανένα αγκίστρι!»

     Ο μονόλογός του συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Το ύφος του ήταν σκληρό, αυτοειρωνικό και γεμάτο παράλογες σκέψεις μέσω τον οποίων προσπαθούσε να πειστεί πως ό,τι έχει αντικρίσει δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια πλάνη, ένα παιχνίδι του μυαλού. Γνώριζε πολύ καλά πως, αν αποδεχόταν την εξωπραγματική αυτή ιδέα, αυτομάτως μεταφερόταν σε μια νέα πραγματικότητα, αφιλόξενα άγνωστη. Από την άλλη πλευρά η απόκλιση αυτή από αυτό που αποκαλούμε “λογικό” ή μάλλον “αισθητό” και “κατανοητό” αποτελούν χαρακτηριστικά ενός παράφρονα, ενός ανθρώπου που διαφέρει εντελώς από τους άλλους. Η διαφορά αυτή μερικές φορές είναι ένα όραμα, άλλες είναι μια αλήθεια που πολλοί φοβούνται να αντικρίσουν.

     «Φτάνει πια!» Οι σκιές έπαψαν να είναι γκρίζες και ο αέρας δεν σφύριζε πλέον. Τα δέντρα έμοιαζαν πράσινα και στο έδαφος μπορούσε να διακρίνει κοχύλια. Η θάλασσα παρέμενε μελανή, μα σιγά-σιγά ένιωθε πως τα πάντα γύρω του λούζονταν από ένα αρχικά άψυχο φως που, όσο κυλούσε ο χρόνος, ζωντάνευε. Κοίταξε τότε ψηλά, αυτή τη φορά με σταθερότητα, δεν έτρεμε. Σαν είδε το λειψό φεγγάρι, τον διαπέρασε ένα ρίγος, όχι από δειλία, είχε συνειδητοποιήσει πως η στιγμή είχε φτάσει. 

     «Μα πόσο χαζός πρέπει να είμαι που πίστεψα πως θα δω τη γοργόνα ψάχνοντας με τα  μάτια, ακούγοντας με τα αυτιά…» χαμογέλασε και σφράγισε τα μάτια του.

     Η γοργόνα τότε εμφανίστηκε, πράγματι την είδε και σαν τα άνοιξε ξανά ήταν ακόμη εκεί, είχε σχεδόν βγει έξω από το νερό.

«Είναι αληθινή» ψιθύρισε και έκανε να την πλησιάσει, για να παρατηρήσει πιο καθαρά.

 Σαν κινήθηκε προς το μέρος της εκείνη κολύμπησε προς τα πίσω, μα ο ήρωάς μας δεν πτοήθηκε και συνέχισε να κατευθύνεται προς το μέρος της. Η κοπέλα απομακρύνθηκε κι άλλο, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να βουτήξει στα παγωμένα νερά της θάλασσας. Δεν τον ένοιαζε τίποτε άλλο πλέον, μπροστά στην όψη της ούτε η καλύβα, ούτε τα ρούχα του είχαν σημασία.  Η γοργόνα προχωρούσε βαθύτερα και αυτός ακολουθούσε πιστά κουνώντας τα χέρια του άχαρα, για να την προλάβει. Είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Παρέμειναν να κοιτιούνται κατάματα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Εκείνος προσπάθησε να την αγγίξει, επικαλείτο την τελευταία του ευκαιρία να ερμηνεύσει λογικά αυτή την εμπειρία, μα η γοργόνα ταράχτηκε, η λάμψη στα μάτια της έσβησε και με αγριότητα βούτηξε κάτω από την επιφάνεια του νερού. «Όχι μην φεύγεις! Περίμενε!» σπάραξε ο νέος .«Θα βουτήξω και εγώ αν είναι έτσι. Δεν γίνεται να την χάσω»

      Παίρνοντας μια κοφτή αναπνοή, κολύμπησε ορμητικά προς τα μέσα ωσότου να αντικρίσει τον πάτο. Η πίεση ήταν αυξημένη και το μυαλό του δεν μπορούσε να λειτουργήσει καθαρά, χρειαζόταν αέρα, μα εκείνος συνέχιζε να ψάχνει βαθύτερα. Μια στιγμή του φάνηκε πως φευγαλέα την εντόπισε, αλλά η απόπειρά του ήταν μάταιη. Ολόγυρά του βρισκόταν ο απέραντος ωκεανός, ήταν στο έλεός του. Δεν είχε καμία αντοχή πια. Παρόλο που αγωνιζόταν να φτάσει στην επιφάνεια οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. «Αυτό ήταν…»  αναλογίστηκε.

      Προσπάθησε να πάρει άλλη μια ανάσα, βαθιά αυτήν τη φορά, μα βρισκόταν ακόμη παγιδευμένος στη γαλάζια πλευρά του καθρέφτη. «Τι θα κάνω;»  έκλαψε αφήνοντας το σώμα του να επιπλεύσει προς τα πάνω με οδηγό το κύμα, καθώς το ατόπημά του αυτό ήταν μοιραίο.  Πολλοί θα έλεγαν πως από θαύμα επιβίωσε εκείνο το βράδυ, άλλοι θα διασκέδαζαν με τα καμώματα του και θα τον περιγελούσαν. Αυτός όμως ήξερε πως εκείνη η νύχτα ήταν δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή. Ήξερε πως πολλές φορές είσαι τυφλός, έστω και αν υπάρχει φως άπλετο τριγύρω, έστω και αν όλοι όσοι πιστεύουν πως βλέπουν, σε αποκαλούν γελοίο. Ίσως να είσαι, ίσως όμως και όχι. Μερικοί θα σε ακολουθήσουν, άλλους θα τους ακολουθήσεις εσύ. Δεν χρειάζεται να υπάρχει άγχος για τον συνωστισμό, θα είστε λίγοι. Όσοι ανακαλύψετε τη γοργόνα σας δε, ακόμα λιγότεροι, ελάχιστοι, μπορεί και κανένας – αν υπάρχει τελικά.

     Το επόμενο πρωινό τον βρήκε σωριασμένο στην ακτή, κάτω από έναν λόφο λίγο παραπέρα από το σπίτι του. Οι ηλιαχτίδες δεν είχαν προλάβει να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα και πάγωνε η ανάσα σου σαν ξεφυσούσες. Εκείνος παρόλα αυτά χαμογέλασε, περπάτησε μέχρι την καλύβα, ανέβηκε τα πέτρινα σκαλιά και στάθηκε γελώντας φωναχτά στο κατώφλι. Το δωμάτιό του με τη σκονισμένη γωνία έμοιαζε να είναι πλέον ξένο και πιο στενό από άλλοτε, δεν είχε ανάγκη να βρίσκεται εκεί. Ξανάνοιξε τα παντζούρια, δεν τον ενοχλούσε που ήταν παλιά και είδε την όψη του στο νερό. Δεν ήταν ήρεμος, μα μπορούσε να αντικρίσει τον εαυτό του. Ύστερα έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ουρανό, όλα ήταν αλλιώτικα.

      Ο καιρός πέρασε και η ιστορία του διαδόθηκε στα γύρω χωριά. Όποτε κατέβαινε στην πόλη, ο κόσμος σιγοψιθύριζε λόγια πικρά, ενώ σε όσες φορές είχε εκμυστηρευτεί την  εμπειρία του, λάμβανε ένα υποτιμητικό νεύμα ως απάντηση. Μέσα του ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο, μα έπιανε αρκετές φορές τον εαυτό του να αναρωτιέται αν όντως όσα είχε βιώσει δεν ήταν ένα παραλήρημα. Οι περαστικοί, σαν πέρναγαν να τον επισκεφτούν, ποτέ τους δεν αντίκρισαν τα περιβόητα τεκμήρια, ούτε ήχους απροσδιόριστους το βράδυ.

      Ο ηλικιωμένος πλέον νεαρός στεκόταν στο μπαλκόνι του και κουνούσε το κεφάλι του γεμάτος ανησυχία. Οι παλάμες του έτρεμαν, όποτε στεκόταν μπροστά στο κύμα. Συχνά βάδιζε στην παραλία και ακόμη συχνότερα, σταματούσε σκεπτικός στο σημείο που τον ξέβρασε η θάλασσα με μάτια σφραγισμένα. Το φεγγάρι άλλοτε γεμάτο, άλλοτε μισό, η θάλασσα μελανή και εκείνος αντίκρυ της να περιμένει τον αγέρα να σωπάσει. Πιθανώς να βρίσκεται εκεί μονάχος και με φωνή που τρεμοπαίζει σαν τη φωτιά του σπίρτου κάτι να μουρμουρίζει γεμάτος παράπονο.

     «Μα εγώ την είδα…»

Γκίκας - Ευστάθιος Βενετσάνος Γυμνάσιο Ισθμίας

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ  (ΓΥΜΝΑΣΙΟ) 

Ο μύθος της Ευρυδίκης 

Δεν είναι φως η αγάπη σου, είναι σκοτάδι

Και πάντα δίπλα σου τρελαίνεται η ψυχή

Κάθε λεπτό με σέρνει πιότερο στον Άδη

Φαντάζει ο έρωτας σαν τέλος και όχι αρχή.

 

Σαν κάτι ψίθυρους στις νότες κάποιας λύρας

Πως με βαστάει της ψυχής μου δεκανίκι

Παιχνίδι, έρμαιο και πιόνι κάποιας μοίρας

Που ψιθυρίζει μες το νου μου Ευρυδίκη!!!

 

Τώρα τραβώ προσωπικές σταυροφορίες

Μες στον Αχέροντα με το κουπί χτυπώ

Κάποτε Ρώμη, Σικελία και Ινδίες

Μέρεψε ο Κέρβερος μπροστά στα σ΄ αγαπώ!!!

 

Και πριν προλάβω, αγαπημένη, να σ΄ αγγίξω

Πάντα φυγή φαίνεται ήσουν δυστυχώς

Και αφού τα μάτια μου για να σε δω ανοίξω

Όταν κοιτάξω εσύ γίνεσαι καπνός…

Ελένη Νίκα 2ο Γυμνάσιο Κορίνθου

 

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)              

Το δειλινό του θανάτου

Γράφω το παρακάτω κείμενο προς τιμή της ειρήνης, της ισότητας δικαιωμάτων και ενότητας μεταξύ του ανθρώπινου είδους. Αλλά και έχοντας ως μοναδικό μου σκοπό το να περάσω έμμεσα καθώς και άμεσα  ένα άκρως αντιπολεμικό μήνυμα στους αναγνώστες του έργου αυτού.

 

                                                                                                 Παλαιστίνη, 5 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Ομολογώ πως έχω καιρό να σου διηγηθώ τα διάφορα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη ζωή μου το τελευταίο χρονικό διάστημα. Παρόλα αυτά με όλα όσα έχουν γίνει τις περασμένες εβδομάδες, μου είναι αδύνατο να μην εκφράσω ευθέως την εμφανή μελαγχολία και ανησυχία που με διακατέχει.

     Από τότε που πέθανε η μητέρα νιώθω πιο μόνη και αβοήθητη από ποτέ. Έχασα τον εαυτό μου στην προσπάθεια  να φανώ δυνατή και δήθεν ανεπηρέαστη από φαινομενικά αναμενόμενα γεγονότα, όπως κι αναφέρεται ο πατέρας στον θάνατο. Σαν να μην έφτανε ο Γολγοθάς που ήδη περνάω, νιώθω πως το σύμπαν κάτι άσχημο σκαρώνει. Ο πατέρας και ο Αλίμ (ο μεγάλος μου αδερφός), συνεχώς μου κρύβουν πράγματα και προσπαθούν να αποφύγουν με πάσα θυσία τυχόν συζητήσεις που ξεκινάω επίτηδες. Πάντα γνώριζα ότι οι άνθρωποι είναι περίεργα όντα, αλλά ποτέ δεν θα μου περνούσε από το μυαλό πως η ίδια μου η οικογένεια θα ήταν τόσο μυστικοπαθής απέναντί μου από το πουθενά.

     Στο σχολείο τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα. Η μοναδική φίλη που είχα ποτέ με κάνει πέρα, κάθε μέρα και πιο πολύ. Ενώ οι καθηγητές και οι υπόλοιποι συμμαθητές μου, πιστεύουν πως η μοναδική θέση που μπορώ να διεκδικήσω ως κοπέλα είναι αυτή της νοικοκυράς και της μητέρας. Δεν εκπλήσσομαι βέβαια, σε αυτή τη μικροσκοπική κοινωνία που ζούμε, δεν χωράνε απόψεις που πάνε κόντρα στις μικροαστικές πεποιθήσεις των υποτιθέμενα κυρίαρχων αντρών. Εγώ παρόλα αυτά έχω όνειρα και στόχους. Μπορεί να μη γνωρίζω ακριβώς τι θέλω να κάνω στη ζωή μου ή πότε θέλω να το κάνω, αλλά ένα είναι σίγουρο. Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για να υπερασπιστώ τα δικαιώματα των γυναικών στη μόρφωση. Τη μόρφωση αυτή, που τόσο πολύτιμη είναι για μένα και είχα την ευκαιρία και πολυτέλεια να γνωρίσω.

 

                                                                                      

                                                                                                  Παλαιστίνη, 7 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Προτού καν ανατείλει ο ήλιος, σειρήνες πολέμου ακούστηκαν σε όλη την επικράτεια. Ξύπνησα μπερδεμένη, δίχως ίχνος φόβου ωστόσο, γεγονός που δεν διήρκησε για πολύ. Οι τρανταχτοί πυροβολισμοί κάλυψαν το φόντο της θλιβερής αυτής εικόνας σαν διάφανο πέπλο στη καρδιά του ζεστού καλοκαιριού. Μητέρες ήδη θρηνούσαν πάνω στα κόκκινα από το αίμα πεζοδρόμια για τα αδικοχαμένα τους παιδιά, ξαπλωμένες δίπλα τους σε εμβρυική στάση. Σαν να μην πρόλαβα να σκεφτώ περαιτέρω, ο πατέρας και ο Αλίμ έσπευσαν στην αποθηκούλα όπου και κοιμόμουν και άρχισαν προστακτικά να φωνάζουν. « Αμάλ! Αμάλ! Τρέχα γρήγορα να σωθούμε». Χωρίς δεύτερη σκέψη ακολούθησα τον πατέρα και τον αδερφό μου στον δρόμο προς τη σωτηρία.

     Μετά από περίπου δυο ώρες που περπατούσαμε, φτάσαμε επιτέλους σε μια απόκρημνη περιοχή, λίγο πιο έξω από την πόλη μας. «Μη βγάλετε άχνα», μουρμούρισε σιγοψιθυρίζοντας ο πατέρας, λέγοντας μας πως η κρυψώνα αυτή είναι προσωρινή. Μετά από λίγα λεπτά πλήρους σιγής, ο Αλίμ πήρε την απόφαση να την σπάσει. «Πατέρα, νομίζω πως ήρθε η ώρα να της πούμε την αλήθεια», αναφώνησε διστακτικά. Εγώ εμφανώς ξεσηκωμένη στην ιδέα ότι όντως μου έκρυβαν κάτι, πετάχτηκα σαν σπίθα. «Πατέρα, Αλίμ, τι μου κρύβετε; Πείτε μου!». Ο πατέρας έσκυψε το κεφάλι και σώπασε. Σε αυτά τα λίγα λεπτά που ανέμενα για την απάντησή του, ένιωσα πως πέρασαν αιώνες. Μέχρι που επιτέλους πήγε να αρθρώσει τη λέξη που θα έλυνε όλες τις απορίες που με βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό. «Γλυκ-», πήγε να με αποκαλέσει ο πατέρας. Ξάφνου ακούστηκαν δυνατοί πυροβολισμοί μόλις λίγα μέτρα μακριά μας και τον διέκοψαν. Τρομοκρατηθήκαμε όλοι μας, μολονότι ο πατέρας προσπάθησε να το κρύψει, βγαίνοντας έτσι από την κρυψώνα για να δει τι γινόταν.

     Ο αδερφός μου με αγκάλιασε σφιχτά επιβεβαιώνοντάς με πως όλα θα πάνε καλά. Πέρασε πολύ ώρα από τη στιγμή που ο πατέρας έφυγε από τη κρυψώνα μας και το αίσθημα της ανησυχίας που είχαμε εγώ και ο Αλίμ μεγάλωνε ώρα με την ώρα και πιο πολύ. «Τι να έχει συμβεί άραγε στον πατέρα;», σκέφτηκα βουβά από μέσα μου. Μια σκέψη που δεν εγκατέλειψε το κεφάλι μου, μέχρι που αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γινόταν. Αποχωρήσαμε από την κρυψώνα μας έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα, που τόσο ανυπόμονα μας πρόσμενε. Η πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε ήταν τα πτώματα των αδικοχαμένων ανθρώπων και παιδιών, σωριασμένα το ένα μετά το άλλο στη σειρά. Η φύση φώναζε «βοήθεια», για το χαμό αυτής και των τόσο πολύτιμων για αυτή παιδιών της. Εγώ και ο Αλίμ στη συνέχεια αποφασίσαμε να αναζητήσουμε τον πατέρα στο χάος που επικρατούσε, ελπίζοντας να μην αναγνωρίσουμε το ηρωικό πρόσωπό του, σε κανένα από τα θύματα. Σύντομα, λοιπόν, μου κόπηκε η ανάσα αντικρίζοντας τα παπούτσια που είχαμε φτιάξει εγώ και η μητέρα για τον πατέρα στα πεντηκοστά γενέθλιά του, καλυμμένα στο αίμα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κατά πάνω του και ξέσπασα σε υστερικά κλάματα, έχοντας δίπλα μου σαν βράχο τον Αλίμ, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του για χάρη μου. Μετά από λίγα λεπτά ο Αλίμ αναφώνησε, « Αμάλ, πρέπει να φύγουμε τώρα, δεν είναι ασφαλές εδώ πέρα». Εγώ σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου, του είπα πως θέλω να πω κάτι τελευταίο στον πατέρα, προτού τον αποχαιρετήσω για πάντα, έτσι και έγινε. «Αγαπημένε μου πατέρα, σε παρακαλώ γύρνα πίσω. Έχασα ήδη τη μητέρα, τι έφταιξα να χάσω και εσένα; Όλη μου τη ζωή, ήσουν δίπλα μου στα δύσκολα και στα εύκολα, εμπνέοντάς με να μην τα παρατάω ποτέ, και τώρα τι; Τι θα απογίνουμε εγώ και ο Αλίμ χωρίς τις ιστορίες σου, τα ανόητα αστεία σου που περιέργως μας έκαναν να γελάμε κάθε φορά που τα έλεγες και το θάρρος σε συνδυασμό με την ευγένειά σου, που μας παρότρυναν να γινόμαστε καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας κάθε μέρα;  Ήσουν πρότυπο πατέρα και κυρίως ανθρώπου, θα μου λείψεις πολύ. Τα λέμε σε μια άλλη ζωή πατέρα μου, σε αγαπάω πολύ!», είπα και αποχώρησα με τον Αλίμ, που εμφανώς είχε δακρύσει, πίσω για την κρυψώνα μας.  

 

                                                                                                   Παλαιστίνη, 8 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Ολόκληρο το βράδυ δεν καταφέραμε να κοιμηθούμε καθόλου, παρά μόνο όταν φυλούσαμε τσίλιες ο ένας για τον άλλον. Μόλις επιτέλους η μέρα ξημέρωσε, ήλπιζα να άνοιγα τα μάτια μου και να ήταν όλα ένα ψέμα, γεγονός που ποτέ δεν συνέβη. Εγώ και ο Αλίμ μετά από μια πολύωρη συζήτηση, αποφασίσαμε να βγούμε από την κρυψώνα και να αναζητήσουμε τροφή στην γύρω περιοχή, μιας και τα μάτια μας είχαν μαυρίσει από την πείνα. Ενώ αναζητούσαμε τροφή, ακούσαμε ένα έντονο παιδικό κλάμα να έρχεται από κάπου σιμά μας. Εγώ πρότεινα να το ακολουθήσουμε, ωστόσο ο Αλίμ διστακτικός όπως πάντα είπε, «Αμάλ, είσαι σίγουρη; Μπορεί να είναι παγίδα». Εγώ πιο σίγουρη από ποτέ απάντησα, «Ίσως κάποιος μας χρειάζεται, Αλίμ, πρέπει να βοηθήσουμε!», και έτσι σπεύσαμε να ανακαλύψουμε περί τίνος πρόκειται, ξεχνώντας την αρχική ανάγκη μας για τροφή.

     Μετά από λίγα λεπτά περπατήματος ανάμεσα στα πτώματα ανθρώπων και στα μπάζα καταστρεμμένων κτιρίων και σπιτιών, αντικρίσαμε ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στην ηλικία των έξι ετών που έκλαιγε με λυγμούς δίπλα στη νεκρή μητέρα της. Έτρεξα γρήγορα κοντά της, προσπαθώντας να την παρηγορήσω και να την κάνω να νιώσει οικεία μαζί μου ρωτώντας την πως την λένε. Αλλά ο φόβος την διακατείχε μην αφήνοντάς την να ανοιχτεί περαιτέρω. Πέρασε αρκετή ώρα όπου ο Αλίμ και εγώ προσπαθούσαμε να αποσπάσουμε πληροφορίες για τη ζωή του κοριτσιού, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ξαφνικά, όταν σχεδόν παρατήσαμε την προσπάθεια, ακούσαμε σιγανά βήματα να μας πλησιάζουν. Γεγονός που σήμανε την άμεση φυγή μας από το μέρος. Άρπαξα το κοριτσάκι στην αγκαλιά μου και με γοργά βήματα οι τρείς μας επιστρέψαμε στην καθιερωμένη κρυψώνα, με μόνη μας ελπίδα το να μην μας ακολούθησαν μέχρι εκεί. Το μεσημέρι κύλησε ήπια και το απόγευμα έφτασε χωρίς καν να το καταλάβουμε. Εγώ και ο Αλίμ προσπαθούσαμε να ξεγελάσουμε τις αρνητικές σκέψεις μας λέγοντας ο ένας στον άλλο διάφορα ανέκδοτα που μας είχε μάθει ο πατέρας, ενώ το κοριτσάκι συνέχισε να επιλέγει τη σιωπή. Κάποια στιγμή από εκεί που δεν το περιμέναμε ακούσαμε ένα ψιθυριστό «Χανάν», που προερχόταν από το κοριτσάκι. Εγώ εμφανώς σοκαρισμένη αναφώνησα, «Τι είπες;» και αυτή επανάλαβε, «Χανάν με λένε». Το πρόσωπό μου έλαμψε από την χαρά που με διαπέρασε σαν να την άκουσα να μιλάει και συνέχισα να συζητάω μαζί της για τουλάχιστον την υπόλοιπη μια ώρα. Ήταν πλέον βράδυ και αυτό που όλοι μας φοβόμασταν έγινε πραγματικότητα. Οι πυροβολισμοί και οι αβοήθητες κραυγές των ανθρώπων άρχισαν ξανά να δεσπόζουν στο φόντο της δυσβάστακτης αυτής πραγματικότητας. Η Χανάν άρχισε να κλαίει και εγώ προσπάθησα να την καθησυχάσω, τραγουδώντας της διάφορα παιδικά τραγουδάκια, ενώ ο Αλίμ αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα μας βγαίνοντας έτσι από την κρυψώνα για να μας προστατέψει. «Αλίμ, μην βγεις έξω, τι θα απογίνουμε εμείς αν η τύχη σου είναι σαν του πατέρα;», αναφώνησα με δάκρυα στα μάτια, και αυτός απάντησε, «Αμάλ μου, υποσχέθηκα στον πατέρα πως ό,τι και να γίνει πάντα θα σε προσέχω σαν τα μάτια μου. Για μένα είσαι το πολυτιμότερο δώρο που μου χάρισε η ζωή. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν πάθαινες κάτι που θα μπορούσα να είχα αποτρέψει». Είπε και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.

     Οι υπόλοιπες ώρες μέχρι το ξημέρωμα πέρασαν αργά και βασανιστικά. Εγώ και η Χανάν πλέον υποφέραμε από την πείνα, οπότε πήρα την τολμηρή απόφαση να ψάξω για κάποιο καρπό λίγα μέτρα μακριά από την κρυψώνα. Καθώς περπατούσαμε, αντίκρισα μια γνωστή φυσιογνωμία, τη θεία μου την Ιμάν, η οποία με λύπη στο πρόσωπό της με χαιρέτησε.

-Γεια σου Αμάλ μου, φαντάζομαι έλαβες τα νέα.

-Όχι θεία, ποια νέα;

-Κορίτσι μου, ο Αλίμ, σκοτώθηκε. Συγγνώμη που έπρεπε να το μάθεις έτσι.  

     Αμέσως ξέσπασα σε κλάματα, αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου για χάρη της Χανάν. Ύστερα από πολλές ώρες που ψάχναμε για τροφή, εν τέλει καταφέραμε και βρήκαμε κάτι φρούτα που δεν είχαν καταστραφεί εντελώς από τις κακουχίες και κάτσαμε σε ένα πεζούλι για να τα φάμε. Όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής, με τρόμο συνειδητοποίησα πως χάσαμε τον δρόμο, μένοντας αναγκασμένες έτσι να περιπλανιόμαστε μέχρι να βρεθεί σωτηρία.

 

                                                                                                    Παλαιστίνη, 9 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Από την τελευταία φορά που σου έγραψα δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Η Χανάν και εγώ εξακολουθούμε να περιπλανιόμαστε στους άψυχους δρόμους της πόλης, μη γνωρίζοντας τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. Ώρα με την ώρα ο πόλεμος ξεσπάει όλο και πιο πολύ και τα θύματά του πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Παρόλα αυτά έχουμε υπάρξει αρκετά «τυχερές» ώστε οι Ισραηλινοί να μην μας έχουν ανακαλύψει σε κανένα από τα μέρη που έχουμε κρυφτεί μέχρι τώρα. Έφτασε ήδη μεσημέρι, και ένα άσχημο προαίσθημα κατακλύζει όλο μου το είναι. Οι σκέψεις μου είχαν βγει εκτός ελέγχου και συλλογιζόμουν πάσα πιθανότητα. Γεγονός που εμφανώς είχε επηρεάσει την μικρή Χανάν. Σαν να το ήξερα, το προαίσθημά μου έγινε πραγματικότητα, καθώς λίγα λεπτά μετά, βόμβες μολότοφ άρχιζαν να βομβαρδίζουν ολόκληρη την επικράτεια. Αμέσως ξεκίνησα να τρέχω με την Χανάν στην αγκαλιά μου, μη λογαριάζοντας οτιδήποτε άλλο παρά μόνο τη σωτηρία μας. Κάποια στιγμή και ενώ έτρεχα, σκόνταψα σε μια πέτρα και έπεσα στο έδαφος. Αφού σιγουρεύτηκα πως η Χανάν ήταν καλά, σηκώθηκα και συνέχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έτρεχα για σχεδόν δεκαπέντε λεπτά δίχως σταματημό, όταν άκουσα σφοδρά βήματα να μας ακολουθούν επίμονα. Κάποια στιγμή, εξουθενωμένη όπως ήμουν, μείωσα την ταχύτητά μου, με αποτέλεσμα ένας Ισραηλινός στρατιώτης να πιάσει εμένα και την Χανάν και να μας ρίξει με όλη του δύναμη στο έδαφος, χτυπώντας μας ανελέητα. Εγώ με όσο κουράγιο μου είχε απομείνει προσπαθούσα να αμυνθώ και κυρίως να προστατέψω την Χανάν, αλλά χωρίς να τα καταφέρνω. Όσο μαχόμουν, εναντίον του στρατιώτη, άκουσα την Χανάν να σιγοψιθυρίζει, «Σε ευχαριστώ για όσα έκανες για εμένα. Σε αγαπάω πολύ!», είπε και άφησε την τελευταία της πνοή δίπλα μου.

     Συνέχισα την προσπάθειά μου, ώσπου κατάφερα να σηκωθώ και να τρέξω μακριά του. Έφτασα στην άκρη ενός γκρεμού που είχε θέα σε μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, και στο ομορφότερο δειλινό που είχα αντικρίσει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου. Χάθηκα για λίγο στις σκέψεις μου, και έτσι άφησα την τελευταία μου πνοή, πιο γαλήνια από ποτέ.

                                                                                                      Τέχνης το βάρος πατημασιές αγγέλων...