Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Αγγελική Μπότση Homo Educandus Αγωγή

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)    


Το λουλούδι

      Κάποια λουλούδια ανθίζουν κάτω από άγρυπνα βλέμματα και άλλα μεγαλώνουν στις σκιές, αφήνοντας τα πέταλα να ανοίξουν διστακτικά, ποτέ βέβαιο αν η ζεστασιά θα παραμείνει ή θα χαθεί. Το λουλούδι μου, όμως, δε θα το αφήσω να μαραθεί, όπως άφησαν οι γονείς μου εμένα να μαραθώ στην αδιαφορία τους. Ένας μήνας πέρασε από τότε που συνάντησα το λουλούδι μου. Θυμάμαι, ο πατέρας με πήρε να με πάει στον γιατρό. Η πληγή στο κεφάλι μου δεν έκλεινε και, όπως είπε ο πατέρας, με την ψυχρότητα που πάντα τον χαρακτήριζε, ούτε αυτός ούτε η μάνα μου είχαν τη διάθεση να με γιατροπορεύσουν αν πάθαινα μόλυνση. Πικρή ειρωνεία...Αν η μητέρα δε με είχε χτυπήσει τόσο δυνατά, ώστε να ζαλιστώ και το κεφάλι μου να συναντήσει βίαια το κρύο σίδερο του κάγκελου, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Από την άλλη όμως, δεν θα είχα βρει ποτέ το λουλούδι μου, το οποίο έδωσε λίγο φως στην άχαρη ζωή μου, και από τότε που δεν είχα τίποτα, ξαφνικά απέκτησα τα πάντα. Εκείνη τη μέρα, καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του πατέρα, αμίλητη, ανασφαλής μήπως μου έρθει καμιά μπάτσα ξαφνικά, όπως συνηθίζει ο πατέρας, το αδύνατο σώμα μου ανίκανο να ακολουθήσει τον ρυθμό του αυτοκινήτου, καθώς σταμάταγε, εκτοξεύτηκε μπροστά. Σαν να παλεύει να ξεφύγει από τον αόρατο δεσμό που δημιουργούσε αυτό το ανασφαλές περιβάλλον κοντά του. Ο ίδιος βγήκε από το αμάξι, η κίνηση του γεμάτη απόλυτη ψυχρότητα. “Βγες,” μου είπε η φωνή του σκληρή σαν πέτρα και υπάκουσα. Προχωρούσε μπροστά, ενώ εγώ τον ακολουθούσα σιωπηλά, αβέβαιη για τον προορισμό. Το τοπίο που απλωνόταν μπροστά μας δε μου θύμιζε τίποτα, σίγουρα όχι τον γιατρό, όπως μου είχε πει. Το μέρος ήταν γεμάτο λουλούδια, ένας απρόσμενος κήπος ζωής και χρωμάτων που ανέδιδε μια απρόσμενη ζεστασιά, διαπερνώντας κάθε μου αίσθηση. Οι ευωδιές με τύλιξαν, κάνοντάς με να πλημμυρίσω με τη γλυκιά ανάμνηση μιας χαράς που ποτέ δε γνώρισα. Με πλησίαζαν απαλά, σαν κάλεσμα, τα χρώματα, μπλε, κόκκινα, κίτρινα, ροζ, μωβ και άλλες αποχρώσεις, που η γλώσσα μου αδυνατούσε να ονομάσει. Ήταν μια σαγηνευτική γιορτή που ξυπνούσε όλες μου τις αισθήσεις.   

      Κι όμως, η ματιά μου δε στάθηκε εκεί. Σ’ ένα γωνιακό σημείο, κρυμμένο από το μεγαλείο των άλλων, υπήρχε ένα μικρό γλαστράκι. Μαραμένο. Από όλα όσα είχα δει, αυτό το μικρό λουλούδι τράβηξε την καρδιά μου. Πώς γίνεται, σκεφτόμουν, σε έναν τόπο γεμάτο φως και ζωή, να υπάρχει κάτι τόσο λυπημένο, τόσο παραμελημένο; Το πλησίασα διστακτικά. Ένιωθα το σφίξιμο στην καρδιά μου να δυναμώνει όσο κοιτούσα τα μαραμένα πέταλά του. Σαν να μου μιλούσε. Σαν να ήμουν εγώ. Εγώ και αυτό το λουλούδι, δύο ψυχές εγκαταλελειμμένες, μικρές, αδύναμες, διψασμένες για την αγάπη και το νερό που άλλοι είχαν καθήκον να μας δώσουν. Κι όμως, δε μας έδωσαν τίποτα. Μέσα στη γαλήνη του κήπου, ένιωσα για πρώτη φορά μια περίεργη ηρεμία, σαν να κοιτούσα βαθιά μέσα στην αντανάκλαση της ζωής μου. Μα τότε η φωνή του πατέρα διέκοψε την ονειροπόλησή μου, τραβώντας με απότομα πίσω στη θλιβερή πραγματικότητα. “Έλα,” είπε, με μια οξύτητα που δε σήκωνε αντίρρηση. Μα εγώ, για πρώτη φορά, έκανα πως δεν άκουσα. Η ματιά μου έμεινε στο λουλούδι. Στη μικρή, ξεχασμένη μου αντανάκλαση, στη μικρή μου ύπαρξη. Δεύτερη φορά με φώναξε. Ήξερα πως δε θα υπήρχε τρίτη. Έσκυψα, το πήρα στα χέρια μου. Δεν ένιωθα τύψεις. Ήξερα βαθιά μέσα μου πως μαζί μου, αυτό το λουλούδι θα είχε καλύτερη τύχη από αυτήν που του προσέφεραν τα υπόλοιπα λουλούδια, αυτά που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν όπως το καταλάβαινα εγώ. Η μέρα πέρασε με τη συνείδηση ότι πλέον κάτι βασιζόταν σε μένα. Δεν ήμουν πια το μικρό κοριτσάκι που πάσχιζε να βρει ένα στήριγμα, μόνο για να συναντήσει ένα αδιαπέραστο τείχος αδιαφορίας και κακοποίησης. Ένα τείχος που οι γονείς της θεμελίωναν καθημερινά, χτίζοντας το μεθοδικά, ενώ εκείνη προσπαθούσε να το γκρεμίσει με τα λεπτά, εύθραυστα χέρια της. Μα όσο γκρέμιζε, τόσο το τείχος ψήλωνε, ξεπερνώντας κάθε της προσπάθεια.

      Αυτή ήταν η στιγμή που πήρα τις ευθύνες στα χέρια μου. Έσβησα το μικρό κορίτσι που είχε οδηγηθεί από τον πατέρα στον γιατρό για να αντιμετωπίσει ένα ανεξίτηλο στίγμα - το σύμβολο της εγκατάλειψης που είχε διαποτίσει την ψυχή μου. Ήταν η στιγμή που αποφάσισα να αφήσω πίσω μου το παρελθόν, να αναλάβω το μέλλον μου και να χτίσω κάτι καινούργιο. Άλλωστε, η ανατροφή ενός όντος δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση — κάτι που οι γονείς μου μου το υπενθύμιζαν καθημερινά με την αδυναμία τους να δείξουν ενδιαφέρον για το πλάσμα που οι ίδιοι έφεραν στη ζωή. Ο μήνας αυτός πέρασε για μένα και το λουλούδι μου γεμάτος συναισθήματα πρωτόγνωρα. Για πρώτη φορά είχαμε ο ένας τον άλλον. Για πρώτη φορά ένιωθα ότι υπήρχε ένας λόγος να προσπαθήσω να επιβιώσω. Μακάρι να μπορούσατε να το δείτε! Τα πέταλά του είχαν ανασηκωθεί και το μουντό χρώμα που κάποτε το χαρακτήριζε είχε δώσει τη θέση του σε ένα βαθύ κοκκινωπό. Καθόμουν ώρες και το θαύμαζα, όπως ένας ζωγράφος τον πίνακά του. Έτσι κι εγώ ένιωθα τη δική μου συμβολή σε αυτό το μικρό αριστούργημα, λέγοντας περήφανη στον εαυτό μου «Ναι, αυτό το είχα δημιουργήσει εγώ». Ίσως ακουστεί κλισέ, αλλά αυτό το λουλούδι μου άλλαξε τη ζωή. Όσο αδιάφορη ήμουν για τους γονείς μου, τόσο αδιάφοροι ήταν αυτοί για μένα. Δε με ένοιαζε πλέον που με έσπαγαν στο ξύλο για το παραμικρό, ούτε κλεινόμουν στο δωμάτιό μου κλαίγοντας, ελπίζοντας για τη μικρότερη λάμψη στη σκοτεινή ζωή μου. Αλλά πήγαινα στο λουλούδι μου και του μίλαγα για όνειρα και ονειρεμένους κήπους.

       Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη, και το λουλουδάκι μου όλο και ψήλωνε. Η καθημερινότητα είχε τη δική της ρουτίνα, οι φωνές των γονιών μου είχαν αρχίσει να σβήνουν ή ίσως εγώ είχα πάψει να δίνω σημασία. Αναρωτιόμουν αν ένιωθαν ποτέ άλλα συναισθήματα πέρα από θυμό ή απογοήτευση -αισθήματα που δεν παρέλειπαν να μου θυμίζουν. Κάπως ειρωνικό, διότι ήταν τα μόνα λόγια που μου έλεγαν, λες και δεν το είχα καταλάβει. Αυτή την ημέρα την θυμάμαι πολύ θαμπά. Ήμουν μικρή, πολύ μικρή τότε, όμως παραμένει ανεξίτηλη, εκείνη η στιγμή που οι γονείς μου με έκαναν να νιώσω πως τα συναισθήματά τους για την κόρη τους είχαν εξαφανιστεί. Ήταν η μέρα που ο πατέρας σήκωσε το χέρι του πάνω μου, και η μητέρα με την ίδια φράση, τρύπησε τα αυτιά μου. Θυμάμαι τον μικρό εαυτό μου να κλαίει ασυγκράτητα, τα μικροσκοπικά μου χέρια να χαϊδεύουν τις μελανιές και να επαναλαμβάνω τα λόγια της μητέρας. Και τώρα, στο ίδιο δωμάτιο, βρίσκομαι εγώ. Ποτίζω το λουλούδι μου με ένα χαμόγελο που, αν μπορούσα να γυρίσω πίσω, θα το χάριζα απλόχερα στο παιδί που ήμουν τότε. Δεν αναρωτιέμαι πια τι έφταιξε. Δεν ψάχνω πια τον λόγο που ο πατέρας ή η μητέρα σήκωσαν το χέρι τους πάνω μου ή γιατί κατάφερα, χωρίς να το θέλω, να τους γεμίσω απογοήτευση και θυμό. Ήξερα πως εκείνοι αναζητούσαν απλώς ένα θύμα, έναν καθρέφτη για τα δικά τους λάθη. Κι εγώ, το πιο εύκολο θήραμα, στεκόμουν πάντα εκεί.

       Έμεινα ακίνητη, κλαίγοντας, κοιτώντας το λουλούδι μου στο πάτωμα, λες και περίμενα κάποιος να με βγάλει από το σκοτάδι, να με ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, είχα επιστρέψει στη ζωή μου, και όλα αυτά έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το πλησίασα. Μάζεψα το πεταλάκι του, που είχε αποσπαστεί από τα υπόλοιπα, και το κόκκινο χρώμα του είχε αντικατασταθεί με καφετί μες στο χώμα. Για ώρα ήμουν γονατισμένη προσπαθώντας να επαναφέρω το κοκκινωπό χρώμα που είχα ξεχάσει. Δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο πόνο, ούτε όταν συνειδητοποίησα την αδιαφορία των γονιών μου. Γονιός, τι περίεργη λέξη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν γονείς μου. Το μόνο συναίσθημα που ένιωθα για αυτούς ήταν μίσος. Χάιδευα το πεταλάκι του αγαπημένου μου λουλουδιού, το μόνο που ίσως μου θύμιζε τη χαρά που κάποτε ένιωσα. Έτρεξα. Δε θυμάμαι γιατί. Το μυαλό μου ήταν κενό. Άνοιξα την εξώπορτα, αλλά δε θυμάμαι αν είδα τον πατέρα μου, αν καθόταν ή μιλούσε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι βρέθηκα καθισμένη σε ένα πεζούλι στον δρόμο, λίγο πιο κάτω από το σπίτι, εξαντλημένη από τα δάκρυα.Τότε, ένιωσα μια φιγούρα πάνω μου να εκπέμπει ζεστασιά. Έσκυψε και μου μίλησε γλυκά, αλλά για να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα αμέσως τα λόγια της. Μακάρι να μπορούσα να δώσω στον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή το κουράγιο και την ελπίδα που χρειαζόμουν. Μια ελπίδα που για πρώτη φορά δε θα τον απογοητεύει.

      Η καθημερινότητά μου άλλαξε. Την κυρία που είχα συναντήσει στον δρόμο μπορούσα πλέον να την αποκαλώ μητέρα, με όλη τη σημασία της λέξης. Όσο για τους παλιούς μου «γονείς», ο «πατέρας» μου μπήκε στη φυλακή για τη δολοφονία της «μητέρας» μου. Δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα, ούτε ότι στεναχωρήθηκα. Αυτοί οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα εκείνος, μου ήταν αδιάφοροι. Η νέα μου ζωή ήταν μαζί με τη γυναίκα που με έκανε να καταλάβω τη σημασία της λέξης «γονιός» -τη μητέρα μου. Μαζί της και τα λουλούδια μου, που φροντίζαμε καθημερινά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...