Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Μελίνα Καραβά Γυμνάσιο Βέλου

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

Ως τι πέθανα;

Οχτώ μήνες μετά την εισβολή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, 16/4/2022.

             Δεν χτύπησε ούτε σήμερα το ξυπνητήρι, ποτέ δεν χτυπάει. "ΑΣΜΑΝ!" με φώναξε ο πατέρας μου. Έτρεξα στο δωμάτιό του, αρπάζοντας τα φάρμακα από το κομοδίνο. Του τα έδωσα γρήγορα, το επιληπτικό επεισόδιο σταμάτησε. Έμεινα ανέκφραστη, απλά τον κοιτούσα... Γιατί τον κοιτούσα; Έπρεπε να τρέξω στην αγορά. Τον βοήθησα να ξαπλώσει και έφυγα. Κρατούσα το κεφάλι μου σφιχτά εξασφαλίζοντας τη θέση της μπούρκας, γιατί φοβόμουν, φοβόμουν πολύ.

Η αγορά ήταν γεμάτη...καθόλου σπάνιο. Προσπάθησα να αγοράσω τα απαραίτητα, έστω ψωμί, αλλά ένα δεκατριάχρονο, πόσο μάλιστα ένα κορίτσι, πρέπει να περιμένει πίσω από τους άντρες. "Γιατί;" αναρωτήθηκα. Κανείς δεν θα μου απαντούσε όμως, κανείς δεν μπορεί, κανείς δεν ξέρει, ούτε αυτή που το εφαρμόζουν, κανείς δεν θα σου δώσει μια λογική απάντηση. Λογικά, επειδή δεν υπάρχει...δεν μπορείς να το αποδείξεις όμως όσο και να προσπαθείς, όσο και να αγωνιάς, πάντα ξέρεις πως δεν θα σε οδηγήσει πουθενά.

 Όταν επιτέλους ήρθε η σειρά μου, ο άντρας στον πάγκο γέλασε. Ξαφνιάστηκα, όμως δεν μίλησα ούτε τον κοίταξα. "Ψωμί παρακαλώ…βασικά όσο ψωμί μπορώ να πάρω με αυτά τα λεφτά". Άφησα τα λεφτά στον πάγκο χωρίς να καταλάβω τι συμβαίνει. Ο άντρας στον πάγκο τα είχε αρπάξει, πετώντας στο χώμα ένα μικρό κομμάτι ψωμί. Έσκυψα να το πιάσω, όμως ένας άντρας πίσω μου με έσπρωξε μακριά από αυτό, παίρνοντάς το και τρίβοντάς το επιδεικτικά στην παλάμη του. Δεν αντέδρασα, δεν μπορούσα να αντιδράσω, απλά έφυγα…γιατί έφυγα;

Γύρισα στο σπίτι μου. "Που είναι το ψωμί;", με ρώτησε ο πατέρας μου. Δεν του απάντησα, δεν τόλμησα να απαντήσω. "ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΧΡΗΣΤΗ ΟΣΟ Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ!" Έβγαλε γρήγορα την μπούρκα μου, με τράβηξε από τα μαλλιά μου και με έσυρε μέχρι ένα γύρω τραπέζι, αρπάζοντας ένα μαχαίρι που βρισκόταν εκεί. Τον κοίταξα και έκλεισα τα μάτια μου. Επιτέλους, σκέφτηκα... ΧΡΑΤΣ! Ζούσα ακόμα. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα τα μαλλιά μου πεσμένα στο πάτωμα. Τα μάζεψα στα χέρια μου και τα έσφιξα.

"Από δω και πέρα σε λένε Μουσάμπ και είσαι αγόρι. Αύριο στην αγορά θα φορέσεις τα δικά μου ρούχα και θα πουλήσεις τα μαλλιά σου."

"Μα…", τον κοίταξα. "Δεν δέχομαι αντιρρήσεις, είμαι ο λόγος που ακόμα είσαι ζωντανή. Θα πουλήσεις τα μαλλιά σου και θα μου αγοράσεις τα φάρμακα που χρειάζομαι. Τώρα δεν έχεις δικαιολογίες, είσαι αγόρι και θα είσαι στις μπροστά σειρές".

Μάζεψα τα μαλλιά μου και το μαχαίρι και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Έκοψα τα μαλλιά μου πιο κοντά και τα έσφιξα. Ήταν το μόνο πράγμα που μου θύμιζε τη μητέρα μου. Αγαπούσε να τα πλέκει και να τα χτενίζει, τώρα όμως είναι μάταιο να τα κρατάω. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να τα κάνει τίποτα. Δεν αγχώνομαι όμως, είναι μαζί με τον Αλλάχ και την προστατεύει. Εμένα όμως ποιος με προστατεύει; Δεν θέλω να είμαι μόνη, μισώ να είμαι μόνη.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα αγκαλιά με τα πλέον συναισθηματικά νεκρά μαλλιά μου. Δεν είδα κάποιο όνειρο. Είχα σταματήσει να βλέπω όνειρα, δεν υπάρχει λόγος να βλέπω όνειρα. Ούτε με αυτά ξεφεύγω από την πραγματικότητα.

Σήμερα ξύπνησα μόνη μου. Ένιωθα διαφορετικά, λες και κάτι θα άλλαζε. Τι όμως θα άλλαζε; Δεν το πολυσκέφτηκα, δεν με ενδιέφερε να το σκεφτώ. Φόρεσα τα κουρέλια του πατέρα μου, χωρίς να ξεχάσω το καπέλο του και πήγα στην αγορά. Κάθισα στο πάτωμα, κρατώντας τα μαλλιά μου, περιμένοντας και κάποιον να περάσει να τα αγοράσει. Ένιωθα περίεργα χωρίς την μπούρκα μου. Ελεύθερα, είναι καλό ή κακό συναίσθημα, αναρωτιόμουν.

Δεν άργησα να γυρίσω στην πραγματικότητα, καθώς ένας ηλικιωμένος κύριος με πλησίασε, ρωτώντας με πόσο κάνουν αυτά τα μαλλιά. Δεν ήξερα τι να πω. Πρώτη φορά με ρωτάνε κάτι τέτοιο. Ο κύριος μου έδωσε κάποια λεφτά και πήρε τα μαλλιά. Γιατί κάποιος να αγόραζε κάτι τέτοιο; Δεν νοιάστηκα παραπάνω, ωστόσο τα χρήματα ήταν αρκετά για τα φάρμακα που έπρεπε να αγοράσω. Έσπευσα προς τον πάγκο με τα φάρμακα και φώναξα: "Ένα ριτβοτρίλ παρακαλώ!". Κανείς όμως δεν μου έδωσε σημασία. Γιατί, αναρωτήθηκα, αφού είμαι αγόρι τώρα; Αλλά όσο και να φώναζα, αυτό συνεχιζόταν.

Νευρίασα. Ο πατέρας μου μπορεί να με χρειαζόταν. Εντόπισα γρήγορα το φάρμακο, το άρπαξα και άρχισα να τρέχω. Άκουγα φωνές από πίσω μου. "Πιάστε το αγόρι, κλέφτης, σταμάτα!". Οι φωνές πολλαπλασιάζονταν, όπως και τα βήματα. Ένας στρατιώτης των Ταλιμπάν με κυνηγούσε. Δεν έπρεπε να με πιάσει, ο πατέρας μου με χρειαζόταν. Άλλαξα την πορεία μου και συνέχισα να τρέχω προς ένα Τζαμί. Εκεί είναι το σπίτι μου, ο Αλλάχ θα με προστατέψει. Ήμουν κοντά, τα βήματά μου γίνονταν λιγότερα. Ήμουν κουρασμένη, αλλά δεν έπρεπε να σταματήσω. Πριν πατήσω το σκαλί να μπω μέσα, ακούστηκε κάτι… ΜΠΑΜ!

Ξαφνικά όλα έγιναν μαύρα. Μια γαλήνη διαπέρασε την ψυχή μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Την είδα! Είδα τη μαμά μου. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά ήταν ελεύθερα, δεν τα έκρυβε καμία μπούρκα. Τα μάτια της ήταν άψυχα, νεκρά, αλλά και ταυτόχρονα ήρεμα. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ έτσι. Έτρεξα στην αγκαλιά της. Ήταν ζεστή. Ένιωσα, μετά από καιρό, πως βρίσκομαι στο σπίτι. Εκείνη με σήκωσε, δεν σήκωσε όμως το σώμα μου, σήκωσε την ψυχή μου. Με έπιασε από το χέρι. Ξαφνικά το τρομακτικό μαύρο τοπίο μετατράπηκε σε μια λίμνη. Μου έσφιξε το χέρι που πλέον είχε χάσει τη μορφή του. Ήταν απλά μια λεύκη μάζα αέρα, βασικά μια ελεύθερη λεύκη μάζα αέρα. Δεν φοβόμουν, όχι, δεν φοβόμουν, ούτε ήμουν στενοχωρημένη. Αλλά κάτι έλειπε, κάτι με προβλημάτιζε. Τότε αναρωτήθηκα:

 "Εγώ ως τι πέθανα; Πέθανα ως το κατώτερο κορίτσι που φοβόταν να υπάρξει ή ως το αγόρι που η φωνή του δεν έφτανε τα αυτιά κανενός…;".

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...