3ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)
Ο ήλιος μόλις που είχε εμφανιστεί. Οι ακτίνες του μπορούσαν να φανούν
από μακριά, αλλά δεν ήταν τόσο ισχυρές ώστε να ζεστάνουν τη μικρή πόλη. Η Ραζία
ξύπνησε από τα κλάματα ενός μωρού. Ο αδερφός της. Μάλλον θέλει φαγητό. Ποτέ δεν
καταλάβαινα τι ήθελε αυτό το παιδί. Η μητέρα πάντα έδινε μια διαφορετική
δικαιολογία για τις ανεξήγητες κραυγές του μόλις τεσσάρων μηνών αγοριού.
Μερικές φορές απαντούσε στην ερώτηση με τη λέξη «πεινάει», άλλες φορές απλά
έλεγε σιγανά «Βγάζει δόντια…» και μερικές φορές μέσα στην κούρασή της δεν έλεγε
τίποτα.
Η Ραζία ήταν πλέον στην ώριμη ηλικία των 14 ετών. Είχε σταματήσει το
σχολείο εδώ και έναν χρόνο περίπου. Ο πατέρας το δικαιολόγησε λέγοντας, «Αυτό
θέλουν πλέον. Να μάθεις να μαγειρεύεις. Να φροντίζεις το σπίτι. Να ξέρεις να
μεγαλώνεις παιδιά». Ήθελε να φανεί συγκρατημένος, όπως πάντα, αλλά το βράδυ τον
άκουγε να παρηγορεί τη μητέρα. «Μην κλαίς...», της έλεγε σιγανά όταν τα παιδιά
υποτίθεται πως κοιμούνταν.
Το νεαρό κορίτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατευθύνθηκε προς τη
μικρή ντουλάπα, την οποία μοιραζόταν όλη η οικογένεια. Ανοίγοντάς την κοίταξε
προσεκτικά, ψάχνοντας, στο λιγοστό φως που υπήρχε, για ένα καφέ μαντίλι.
Ξέρετε; Αυτό που έπρεπε να φοράει, όταν έβγαινε έξω με τον πατέρα. Ή μάλλον,
κάποτε που έβγαινε έξω με τον πατέρα, γιατί από τότε που έκλεισε τα 13 συνήθιζε
να μένει σπίτι. Ψάχνοντας, αντίκρισε
κάποια ρούχα. Ήταν κρυμμένα στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Ήταν του Σουλεϊμάν,
του μεγάλου της αδελφού. Κάποια στιγμή σταμάτησε να έρχεται σπίτι. Η μητέρα και
ο πατέρας δε μιλούσαν για αυτό. Δεν της πήρε και πολύ να καταλάβει. Αλλά ήθελε
να το ξεχάσει. Ήθελε να ξεχάσει την ύπαρξή του. Μπορούσε; Μπορούσε όντως να
ξεχάσει αυτά τα γαλανά μάτια και το πλατύ χαμόγελο που την περίμεναν κάθε μέρα
έξω από το σχολείο και την συνόδευαν σπίτι λέγοντάς της αστεία;
Πήρε το μαντήλι και προσεκτικά το
τύλιξε γύρω της. Καλύπτοντας κάθε σημείο το οποίο μπορεί να φανέρωνε τα μαλλιά
της. Η μητέρα ακολούθησε με τη σειρά της, αφού κατάφερε να ησυχάσει το μωρό.
Αυτή ήταν η καθημερινότητα στο σπίτι της Ραζία εδώ και αρκετό καιρό. Από
τις 15 Αυγούστου του 2021, αλλά ποιος το μετράει; Είχε πιο σημαντικά πράγματα
να ασχοληθεί από την πολιτική. Αυτά δεν ήταν για εκείνη, εξάλλου δεν ήξερε καλά
καλά να γράφει, θα μάθαινε για την πολιτική;
Σήμερα, όμως, η μέρα ήταν διαφορετική. Το ένιωθε. Ο πατέρας φαινόταν
χλωμός, το ίδιο και η μητέρα. Δεν τολμούσε να ρωτήσει. Δεν ήταν χαζή, τα έβλεπε
στο βλέμμα τους. Τα δάκρυα που κρατούσαν πίσω. Τα ψεύτικα χαμόγελα που
σχηματίζονταν στα πρόσωπά τους κάθε φορά που την κοίταζαν. Οι ψίθυροι μεταξύ
τους. Το παραπάνω φαγητό στο πιάτο της. Δεν ήταν τυχαίο. Ήταν σημάδια. Και πάλι
αυτό δεν την σταμάτησε από το να εκπλαγεί, όταν της ανακοίνωσαν τα μεγάλα νέα.
Γάμος… Μα ήταν μόνο 14… θα γινόταν 15 σε λίγους μήνες. Και με ποιον; Δεν
τον ήξερε. Δεν ήθελε να τον ξέρει. Ο πατέρας είπε πως ήταν καλός άνθρωπος. Πως
θα την φρόντιζε. Πόσο θα ήθελε να κρατηθεί από αυτό το γλυκό ψέμα και να μην το
αφήσει ποτέ. Πόσες νύχτες προσευχόταν να μην ήταν ψέμα και να ήταν αλήθεια.
Αλλά το ήξερε. Δεν ήταν αυτή η μοίρα της. Δεν την είχε σχεδιάσει για αυτό ο
Θεός.
Η μοιραία μέρα έφτασε. Ένιωθα τα πόδια της να τρέμουν. Ετοιμαζόταν.
Καινούρια ρούχα. Είχε καιρό να τα δει αυτά, αλλά τα πλούτη δεν την
παρηγορούσαν. Γύρω στις τρεις τον είδε. Δεν της άρεσε αλλά δεν μπορούσε να πει
και κάτι. Ήταν μεγάλος, περίπου όσο ο πατέρας της. Δεν της μίλησε. Ούτε που την
κοίταξε. Όχι ότι θα μπορούσε φυσικά. Ήταν καλυμμένη από πάνω μέχρι κάτω. Και
κάπως έτσι έφυγε. Δεν τους ξαναείδε. Δεν είδε ξανά τη μητέρα και τον πατέρα.
Ούτε τα ρούχα του Σουλεϊμάν στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Ούτε αυτό το μωρό που
τις έσπαγε τα νεύρα κάθε πρωί, αλλά κατά βάθος το αγαπούσε. Ούτε τον ήλιο είδε.
Τα δέντρα, τα πουλιά. Και όταν τα έβλεπε ήταν πίσω από ένα κλειστό παράθυρο
καλυμμένο με μια κουρτίνα.
Ο κόσμος της γέμισε με εκείνον. Εκείνος έγινε ένα με τον κόσμο της.
Εκείνος έγινε ο κόσμος της. Δεν του μίλαγε πολύ. Μόνο για το φαγητό και για τις
δουλειές του σπιτιού. Δεν ήξερε καν το όνομά του, αλλά και πάλι ήταν ο άντρας
της. Τον μισούσε από τα βάθη της καρδιάς της. Τον μισούσε γιατί την είχε πάρει
από ό,τι ήξερε. Ό,τι αγαπούσε. Αλλά μπορούσε όντως να μισήσει ένα άτομο που της
παρείχε τα αναγκαία. Πολλές φορές απόμενε μόνη να αναρωτιέται αν όντως τον έχει
κρίνει πολύ σκληρά. Ίσως έκανε λάθος. Και τότε ερχόταν εκείνος να την φέρει
στην πραγματικότητα. Μακριά από αυτές τις παιδιάστικες ανοησίες.
Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Δάκρυα κυλούσαν στο κάποτε γαλήνιο πρόσωπό
της. Πονούσε. Πονούσε πολύ. Το σώμα της κάλυπταν μελανιές. Δεν ήταν η πρώτη νύχτα, αλλά ούτε και η τελευταία. Δεν
μπορούσε άλλο. Αυτό έλεγε κάθε φορά, αλλά συνέχιζε. Σηκωνόταν. Όσο παράλογο κι
αν της φαινόταν. Τον φρόντιζε. Δε θα έπρεπε, κι όμως το έκανε. Επέτρεπε στον
εαυτό της να πέσει τόσο χαμηλά. Γιατί; Ρωτούσε συνέχεια, για να λάβει την ίδια
απάντηση. Διότι ήταν ο άντρας της.
Όμως οι άνθρωποι λυγίζουν. Είναι στη φύση τους. Είναι αδύναμοι. Έτσι κι
εκείνη. Ήξερε πως δεν μπορούσε άλλο. Ήθελε απλά να ηρεμήσει. Όταν ήταν μικρή, η
μητέρα συνήθιζε να της λέει πως ο Θεός την προετοίμαζε για σπουδαία πράγματα.
Αυτό ήταν; Αυτός ήταν ο λόγος της ύπαρξής της; Η ταλαιπωρία και η θλίψη ήταν
μέρος του σχεδίου; Αυτό δεν ήταν ζωή. Ήταν τιμωρία. Ήθελε να κλάψει. Αλλά δεν
μπορούσε. Τα μάτια της ήταν ήδη κόκκινα. Δεν μπορούσαν να παράγουν άλλα δάκρυα.
Έτσι κι αλλιώς θα πήγαιναν χαμένα. Αφού δε θα εισακούονταν οι προσευχές της.
Κανένας δε θα την έσωζε από τη δυστυχία της. Κανείς δε θα ερχόταν να της
συμπαρασταθεί. Ήταν μόνη. Ολομόναχη. Σε έναν κόσμο στον οποίο δεν άξιζες να
ζεις.
Η ώρα ήταν περίπου τρείς. Εκείνος μόλις
που πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα του δωματίου. Τα μάτια τους συναντήθηκαν, αλλά
κάνεις δεν κουνιόταν. Μια καρέκλα έπεσε. Η Ραζία έκλεισε τα μάτια της. Δεν
πόνεσε πολύ. Και ήταν πλέον ελεύθερη. Μακριά του. Μακριά από αυτόν τον σκληρό
κόσμο. Κάπου που θα μπορούσε να είναι ελεύθερη. Κάπου που δε θα υπήρχε πόνος,
πείνα, δυσαρέσκεια, θλίψη. Μόνο γαλήνη. Ήταν ελεύθερη. Και για πρώτη φορά στη
ζωή της αποφάσισε την κατάληξή της. Χωρίς δισταγμό. Χωρίς μετάνοια.
Όσο για τον κόσμο που άφησε πίσω, κάπου,
σε κάποιο γραφείο ένας υπάλληλος θα κατάγραφε σε μια γραφομηχανή για αυτήν την
υπόθεση. Για ένα νεαρό κορίτσι και το «τραγικό» συμβάν και τον άτυχο χαμό της.
Αυτός με τον οποίο είχε μάθει να ζει τον τελευταίο καιρό δε θα ήταν πια
ελεύθερος, γιατί θα βρισκόταν ενάντια στη δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του. Και
η οικογένειά της θα μπορούσε να την θρηνήσει χωρίς περισπασμούς. Να δουν το
πλέον γαλήνιο πρόσωπό της για μια και τελευταία φορά.
Αλλά αυτό ποτέ δεν έγινε. Κανένας
υπάλληλος δεν έγραψε για αυτήν. Αυτός ποτέ δεν ήρθε αντιμέτωπος με κανέναν για
τις πράξεις του. Αντίθετως, συνέχισε να ζει, χωρίς έγνοια, χωρίς τύψεις. Και η
οικογένεια της δεν έκλαψε. Δεν το έμαθε ποτέ. Ποτέ δε θρήνησε. Πότε δεν την
είδε ήρεμη, παρά μόνο βουρκωμένη, την ημέρα που έφυγε. Και όλα αυτά γιατί;
Διότι ήταν ο θάνατος απλά μιας γυναίκας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου