Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Σωτήριος Τζαβούλης Homo Educandus Αγωγή

 

3ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ) 

          

 Η στιγμή της τύφλωσης

 

Η πόρτα του γραφείου χτυπά. Μια σοβαρή κυρία μπαίνει μέσα και κάθεται. Είναι μια γνωστή Γαλλίδα επιχειρηματίας. Σαν αντικρίζει τον κύριο Harman χαμογελά σκεπάζοντας την ανησυχία της και απευθύνεται σ’ αυτόν. «Καλησπέρα κύριε Harman! Χαίρομαι ιδιαιτέρως που σας συναντώ δια ζώσης. Θα ήθελα να ρωτήσω αν διευθετήθηκε το πρόβλημα στο πρόγραμμα. Το έργο πρέπει να προχωρήσει σύμφωνα με τα σχέδια!» είπε η κυρία στον επικεφαλής του τμήματος, William Harman. «Εννοείται κυρία Magloir!» απάντησε εκείνος. «Κάθε ζήτημα τακτοποιείται άμεσα και το έργο θα ολοκληρωθεί εντός προθεσμίας», συνέχισε καθησυχάζοντας την κυρία Magloir. Έπειτα στράφηκε στον υπολογιστή του μελετώντας αφοσιωμένος τα αρχεία.

Ο κύριος Harman φαίνεται εξαιρετικός επαγγελματίας. Πράγματι διακρίνεται για τη λαμπρή ευφυία του. Είναι υψηλόβαθμο στέλεχος της επιχείρησης, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Από γεννησιμιού κοπιάζει για επιτυχία και όντως αμείφθηκε όπως του άρμοζε. Αναμφισβήτητα κατέχει όλα τα προσόντα για την επιτυχημένη καριέρα που άξιζε να απολαύσει. Ζει και εργάζεται στο Hull, μια πόλη στην Αγγλία, η οποία δεν φημίζεται για την ομορφιά της, αλλά τον Harman δεν τον απασχολεί αυτό το πρόβλημα.

Η προσωπικότητά του είναι εξίσου εντυπωσιακή. Στον κύριο Harman το κλασικό ισοδυναμεί με το γοητευτικό. Συχνά ταξιδεύει ως το Λονδίνο για λόγους ψυχαγωγίας. Έχει μια κατοικία εκεί να τον στεγάζει, όσο χαίρεται την ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Παρακολουθεί όπερες στην εθνική λυρική σκηνή της Αγγλίας, όπου μαγεύεται τόσο από τα έργα όσο και από την αριστοκρατική αρχιτεκτονική του κτηρίου. Είναι συναισθηματικά δεμένος με αυτήν τη συνήθεια, καθώς μαζί με τους γονείς του, ως παιδί, παρακολουθούσαν συχνά παραστάσεις. Η πρόωρη και ξαφνική απώλειά τους, όταν αυτός ήταν ακόμα φοιτητής, αποτέλεσε ένα σοβαρά επώδυνο γεγονός στη ζωή του κύριου Harman. Από τότε, όταν κάθεται στην όπερα, αναπολεί ευχάριστες στιγμές από εκείνα τα χρόνια. Είναι μια ευκαιρία για αυτόν να αισθανθεί πως τους έχει ακόμα κοντά του, να κάθονται δίπλα του να τον φροντίζουν.

Μια φορά πρόσφατα, που βρισκόταν στο Λονδίνο για τα Χριστούγεννα, παρακολούθησε πολύ συγκινημένος την όπερα La Boheme, την αγαπημένη της μητέρας του… Με ένα δάκρυ στα μάτια την θυμάται, αλλά θυμάται και πόσο μεριμνούσε για τα φτωχά και ορφανά παιδιά. Ήταν πρότυπο μιας αγαθής ψυχής. Ο κύριος Harman, αναπολώντας στιγμές με τη μητέρα του, σκόπευε να την κάνει περήφανη. Προχώρησε σε μια μεγάλη δωρεά προς οργανισμούς που υποστηρίζουν τα παιδιά σε ανάγκη. Έχει κάνει κι άλλες δωρεές σε διάφορες οργανώσεις, τώρα όμως αποδείχθηκε πιο γενναιόδωρος. Την οικονομική ευχέρεια του την παρέχει το επάγγελμά του. Το εισόδημα και η περιουσία του κύριου Harman είναι αξιοζήλευτα. Παρά το αυστηρό βλέμμα, το ανάστημα και το κύρος, που σχηματίζουν έναν εμφανισιακά σκληρό άνθρωπο, η ψυχή του είναι αγαθή σαν της μητέρας του, κάτι που ο ίδιος δεν παραδέχεται. Τον αποτρέπει ο εγωισμός του. Στον χαρακτήρα του υπάρχει και αυτό το άσχημο χρώμα, δυστυχώς. Είναι κανείς αψεγάδιαστος;

Παρατηρώντας την καθημερινότητα του κύριου Harman, ίσως αντιληφθεί κανείς την παρουσία ενός διαρκούς άγχους που τον ωθεί να βιάζεται. Μεταφέρεται στη δουλειά του με το αμάξι του και καθώς φτάνει κινείται γοργά στους διαδρόμους της εταιρίας. Απεχθάνεται τη στασιμότητα. Όταν γράφει, πληκτρολογεί ή μιλά είναι πάντα βιαστικός, ολοκληρώνει τα καθήκοντά του σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα και εκμεταλλεύεται τον χρόνο που του περισσεύει, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο για παράδειγμα. Άλλοτε προγραμματίζει να παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο, για να διευρύνει τις ικανότητές του.

Στην κατοικία του, όπου ζει μόνος, απασχολείται με διάφορες δραστηριότητες. Η τέχνη του τραβά το ενδιαφέρον, ιδίως η μουσική. Ως παιδί, παρακολουθούσε μαθήματα βιολιού και έχει διδαχθεί πολλούς χορούς. Αν και του λείπει η συνοδεία πιάνου, απολαμβάνει να εκτελεί σονάτες για βιολί μέσα στο πολυτελές σαλόνι του. Επιπλέον αγαπά τη φιλοσοφία. Ο Frege και ο Goethe, κατά κύριο λόγο, είναι η συντροφιά του, όταν κάθεται τα απογεύματα στον αναπαυτικό του καναπέ. Πίνει το τσάι του, χαλαρώνει  μέσα στην εκπληκτική αρμονία του σπιτιού του και ανοίγει το βιβλίο. Μεταφέρεται σε άλλη διάσταση διαβάζοντας. «Σε ευχαριστώ, θεέ μου, για αυτήν την ησυχία. Ευχαριστώ που μου επιτρέπεις να ζω τόσο ιδανικά!» ψιθύρισε καθώς αναλογιζόταν την ευημερία του. Ωστόσο έσφαλε στο επίρρημα! Η ζωή του δεν είναι τόσο ιδανική όσο πιστεύει. Λείπει ένα θεμελιώδες συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίο αμελούσε για χρόνια. Σύντομα θα το συνειδητοποιούσε.

Ξημερώνει μέρα του φθινοπώρου, η θερμοκρασία χαμηλή και το σπίτι στα σκοτάδια. Ο κύριος Harman ετοιμάζεται με την ανατολή του ήλιου για την καθημερινή του ρουτίνα. Ντύνεται, τρώει, χαζεύει δυο λεπτά πολιτικές ειδήσεις - τότε αναφωνεί «Ανοησίες…» χαμογελώντας ειρωνικά - και τέλος αναζητά στους φακέλους του ορισμένα έγγραφα. Έπρεπε να τα παραδώσει σήμερα εκτός εταιρείας. Νωρίς ακόμα, παίρνει τον χαρτοφύλακα και το αμάξι του και ξεκινά για την έκτακτη υποχρέωση. Δεν ήταν κόπος για αυτόν. Η μετακίνησή του ήταν άνετη και γρήγορη. Οι δρόμοι δεν είχαν ακόμα προλάβει να πνιγούν από τους αμέτρητους εργαζόμενους που όδευαν προς την δουλειά τους. «Δεν είναι μακριά από εδώ η εταιρεία» σκέφτεται, οπότε σταθμεύει εκεί το αμάξι του και συνεχίζει τη διαδρομή του περπατώντας.

Στον πεζόδρομο επικρατούσε μια άψογη ομοιομορφία. Τόσο ο κύριος Harman όσο και οι υπόλοιποι πολίτες εκεί ήταν πλήρως εναρμονισμένοι με το περιβάλλον γύρω τους. Αυτό το χλωμό και ελαφρώς σκοτεινό περιβάλλον με τους μουντούς και ψυχρούς ανθρώπους, τα απρόσωπα βλέμματα που κινούνται βιαστικά και ακαθόριστα. Τα σύννεφα που συσσωρεύτηκαν εκείνη τη μέρα εμπόδιζαν τις ακτίνες του ήλιου να τα διαπεράσουν. Ψιχάλιζε χωρίς να το αντιληφθεί ο κύριος Harman. Αυτός είχε την προσοχή του να βγάλει το κινητό τηλέφωνό του από την τσέπη, να κάνει μια κλήση χωρίς να συγκρουστεί με τους άλλους πεζούς. Στρίβει σε ένα στενό για να βρει ησυχία, να μιλήσει. Κάτι, όμως, έμελλε να του διασπάσει την προσοχή. Ακούγεται μια ανήσυχη παιδική φωνή, μια μόνο λέξη… «Μαμά!». Προτού το βλέμμα του ξεκολλήσει από την οθόνη, χτυπά στο γόνατό του ένα μικρό αγόρι. Αναστατωμένο κοιτάζει τον άντρα με τα βουρκωμένα του μάτια. Ο τρόμος πάνω στο βλέμμα του ήταν εμφανής. «Γιατί είναι μόνο του;» απορεί ο κύριος Harman. Το αγόρι δίστασε να κάνει κάποια κίνηση. Δίχως να μιλήσει τον προσπερνά και συνεχίζει να τρέχει, βγαίνοντας στον πεζόδρομο.

Ο κύριος Harman μόλις είχε στο πρόσωπό του αποτυπωμένο ένα αίσθημα ανησυχίας βεβαίως. Ούτε ο ίδιος δε θυμάται πότε είχε εκδηλώσει ξανά στο πρόσωπό του την εσωτερική του κατάσταση. Η απελπισμένη κατάσταση του μικρού αγοριού τον προβλημάτισε, είχε μπει για μια στιγμή στη θέση του. Μόνο, ανυπεράσπιστο, χωρίς το άτομο που του προσφέρει απεριόριστα αγάπη, τη μητέρα του. Απορεί έπειτα και ο ίδιος «Ποιος μου προσφέρει αγάπη;». Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως του λείπει το ύψιστο αγαθό της ζωής. Επίσης τον κατέκλυζε ένα ασυνήθιστο αίσθημα, ένιωθε τύψεις που ήταν τόσο παθητικός στο μικρό αγόρι. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να το βοηθήσει, να το προστατέψει. Εξάλλου δε θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την πλημμύρα βιαστικών και σκυθρωπών ανθρώπων στον πεζόδρομο. Η πόλη δεν είναι κατάλληλο μέρος για μια αγνή ψυχή. Έτρεξε πίσω! Κοίταξε στον πολυσύχναστο δρόμο για το αγόρι. Ήταν άφαντο! Ξαφνικά αναπνέει πιο δύσκολα, ζαλίζεται. Σαν λόγχη τον διαπερνά ολόκληρο ένα ανεξήγητο άγχος. Εγκλωβίζεται μέσα σε ένα οδυνηρό αίσθημα, που παγώνει το σώμα του και σκοτώνει τον εγωισμό του.

Λυγίζει και πέφτει κάτω! Παραδέχεται πως είναι μόνος του, ανυπεράσπιστος και αδύναμος σαν το αγόρι που συνάντησε. Αυτό που αντικρίζει έπειτα μπροστά του τον αγχώνει παραπάνω. Μια ομίχλη, ένα γκρι νέφος τον εμποδίζει να αντικρίσει καθαρά τον κόσμο, ενώ οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε σκιές που χαοτικά κινούνται γύρω του, χωρίς πρόσωπο, χωρίς αισθήματα.

«Θεέ μου!» αναστενάζει. «Με εξαπατούν τα μάτια μου! Σαν τον Απόστολο Παύλο, σαν τον Nietzsche, είμαι αντιμέτωπος με την τύφλωση!» σκέφτεται στην όψη της ανατριχιαστικής εικόνας του σκοταδιού και της φρικώδους ομίχλης. Ωστόσο δεν τυφλώθηκε, αντιθέτως, άρχισε να βλέπει. Ουσιαστικά συνειδητοποίησε πως ουδέποτε τα τελευταία χρόνια άνθρωπο σε άνθρωπο αντίκρισε, μαρτυρώντας το ανυπόφορο τίμημα της στριμμένης ιδεολογίας του. Πνίγεται από δύσπνοια, παγώνει ο θώρακας και χάνει τις αισθήσεις του, ενώ οι σκιές δίπλα του είναι τόσο παθητικές όσο ήταν αυτός απέναντί τους. «Συγγνώμη!» η μόνη λέξη που μπορεί πια να τους λέει, αλλά οι αόρατοι δεν ακούν.

Σχεδόν λιπόθυμος η φράση αυτή κατακλύζει το μυαλό του «Το αξίζω!». Είχε μετανιώσει πραγματικά, αλλά η διαλυμένη ψυχή του δεν τον υποστήριξε. Αντιθέτως, σαν ταινία του παρουσίασε τη ζωή του μέσα σε μια στιγμή, επιδεινώνοντας την ψυχολογία του. Ταπεινώθηκε από τον εαυτό του. Μια ατελείωτη σειρά από νεκρές εικόνες, απεικονίζοντάς τον σε διάφορες στιγμές, πάντα μόνο του, πάντα ψυχρό, απάνθρωπο όπως ήταν. Η αποφοίτησή του, η πρόσληψή του, όλες του οι προαγωγές, αλλά και οι δυσκολίες του δεν συνοδεύονται από άλλα πρόσωπα. Κανείς δεν υπήρχε να νιώσει περήφανος ή χαρούμενος μαζί του. Κανείς δε μοιράστηκε τον πόνο του μαζί του και σε κανέναν δεν εξομολογήθηκε τα προβλήματά του. Χαρές και λύπες βίωνε μόνος του και επιβαρυνόταν ασταμάτητα με αυτό το φορτίο, το οποίο πεισματικά επιθυμούσε να αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου χωρίς βοήθεια. Αγνοούσε, όμως, πως παρά την αποτελεσματική ανταπόκριση στις δύσκολες φάσεις του, όλες αυτές οι στιγμές μοναξιάς συσσωρεύονταν στον εγκέφαλό του και αποτυπώνονταν ανεξίτηλα. Ήταν μοιραίο να του επιτεθούν μια μέρα μαζικά και να εξευτελίσουν τον εγωισμό και την απανθρωπιά του.

Απάνθρωπος είναι, όντως, όποιος αρνείται κάθε στήριγμα· ο υπερόπτης που εκθειάζει τον εαυτό του πιστεύοντας πως είναι ανεξάρτητος. Απάνθρωπος είναι όποιος ζει χωρίς αγάπη. Ο κύριος Harman, από τότε που έχασε τους γονείς του, δεν προσέφερε ούτε δέχτηκε αγάπη από κάποιον, όχι γιατί ήταν προβληματικός ο χαρακτήρας του -που αντιθέτως δεν ήταν- αλλά επειδή ποτέ δεν αποκάλυψε τον εσωτερικό του κόσμο. Ούτε ο εαυτός του δεν κατάφερε να τον γνωρίσει και σε μια στιγμή τον έμαθε. Αλλά ήταν πολύ αδύναμος να δράσει… Βρισκόταν αναίσθητος πια στον πεζόδρομο. Λιποθύμησε συγκλονισμένος. Δύο λεπτά μετά, που συνήλθε, δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος!

Σύντομα σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει αργά. Προχώρησε ως την εταιρεία και μόλις κάθισε στο γραφείο του έσφιξε στα χέρια του μερικές λευκές κόλλες. «Είστε καλά, κύριε Harman; Μπορώ να σας απασχολήσω λίγο;» ρώτησε ένας υπάλληλος που τον είδε αναστατωμένο. Όμως αρνήθηκε, αφού, εννοείται, δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά. Έπειτα πήρε μια κόλλα που δεν είχε τσαλακώσει και ένα μαύρο στυλό. Γράφει για να απεγκλωβιστεί από την πίεση και το άγχος που τον βάραιναν. Οι σκέψεις τον είχαν ισοπεδώσει ψυχικά και είχε την ανάγκη να εκφράσει με κάποιον τρόπο τα αισθήματά του. Έγραψε ένα ποίημα στο οποίο αποτύπωνε τη μοναξιά και την τρέχουσα οδύνη του. Ειδικότερα, αναφερόταν στον εαυτό του. «Ανυπόφορη η μοναξιά! Να εκφωνώ ατελείωτες ομιλίες χωρίς κοινό… έναν βασανιστικό διάλογο με τον εαυτό μου!» έτσι μονολογούσε ασταμάτητα μαστιγωμένος από σκέψεις.

Κράτησε το ποίημα. Μόλις το τελείωσε, αισθανόταν πιο ήρεμος και ασχολήθηκε με τη δουλειά του. Ο πόνος, ωστόσο, δεν επουλώθηκε ούτε τις επόμενες μέρες. Προέβη σε πιο δραστικές κινήσεις. Αναζήτησε σπίτι σε άλλη πόλη. Έπρεπε να αλλάξει παραστάσεις, να έρθει περισσότερο σε επαφή με τη φύση. Μια κρυμμένη σταγονίτσα του Βρετανικού χάρτη κέρδισε την προσοχή του. Το όμορφο και γαλήνιο Bath, μια πόλη που ευνοεί μεταξύ άλλων τη διαδρομή ως την πρωτεύουσα, όπου ήταν τα κεντρικά της εταιρείας του κύριου Harman. «Ιδανικό!» αναφώνησε. «Εμφανώς μια πιο ήρεμη πόλη. Και κοντά στο Λονδίνο! Πολύ σημαντικό! Με μια μετάθεση θα συνεχίσω εκεί το επάγγελμά μου» συλλογιζόταν, όσο ζύγιζε τις συνέπιες αυτής της απόφασης. Εν τέλει αγόρασε ένα οικόπεδο στο Bath να χτίσει τόσο το νέο του σπίτι όσο και τη νέα του ζωή στην οποία εισέρχεται αισιόδοξος και πληγωμένος.

Στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της ψυχολογίας του στάθηκε απροσδόκητα τυχερός. Στην Οξφόρδη, την οποία επισκεπτόταν συχνά μετά την μετακόμισή του, γνώρισε έναν μαθηματικό στην ηλικία του περίπου. Η γνωριμία τους σύντομα μετουσιώθηκε σε μια στενή φιλία και άψογη συνεργασία. Το δεύτερο πραγματοποιήθηκε μέσω της τέχνης. Ο κύριος Green, ο μαθηματικός, έπαιζε άριστα πιάνο και αγαπούσε τη λογοτεχνία περισσότερο και από τον Harman, ο οποίος πια εκτελούσε σονάτες με τη συνοδεία πιάνου.

Αναμφίβολα, η ζωή του στο εξής δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, αναμφίβολα, όμως ,γλίτωσε την κόλαση. «Αρκούσε μόνο να δω την πραγματική ευτυχία για να ζήσω στον παράδεισο» εξομολογήθηκε στον νέο του φίλο. «Τώρα αναγεννήθηκα και αντιλαμβάνομαι τη δόξα του Θεού τριγύρω μου!» συνέχισε να λέει αναλύοντάς του εκείνο το ποίημα που έγραψε βιώνοντας τη «στιγμή της τύφλωσης».

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...