Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Αλέξανδρος Τζαναβάρας Homo Educandus Αγωγή

 

2ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ)

Όλα θα πάνε καλά

 

    Η μάχη μαινόταν ως το πρωί. Ακούγονταν ακατάπαυστα εκρήξεις, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου και θλίψης. Οι νεκροί κείτονταν σκόρπιοι στον δρόμο ή κάτω από τα συντρίμμια. Οι κάτοικοι του χωριού έτρεχαν πανικόβλητοι για τη ζωή τους ή για να σώσουν τους τραυματίες. Μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό, έτρεχε η μάνα με τα δυο παιδιά της.

    Στο ένα χέρι είχε τη νεογέννητη κορούλα της αγκαλιά, η οποία έκλαιγε και ούρλιαζε στο άκουσμα κάθε απόκοσμης κραυγής. Την είχε τυλίξει η μητέρα της σε μια μικρή κουβερτούλα προσεκτικά. Από το άλλο κρατούσε τον γιο της. Όχι και τόσο μεγάλος, περίπου δώδεκα χρονών. Δεν έκλαιγε, δεν φώναζε, μόνο οι ανάσες του καθώς έτρεχε ακούγονταν. Ήθελε να φανεί δυνατός για τη μητέρα του καθώς την κρατούσε σφιχτά από το χέρι.

    Η μάνα προσπαθούσε απεγνωσμένα να απομακρυνθεί από το χωριό και να κρυφτεί από τους εισβολείς μέχρι να δει τι θα κάνει ανάλογα με την έκβαση της μάχης. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει λίγο πριν γεννηθεί η μικρή και το σπίτι της είχε μετατραπεί και αυτό σε έναν σωρό από συντρίμμια από τις εκρήξεις. Είχε ήδη προλάβει να πάρει τα παιδιά από μέσα μόλις σήμανε ο συναγερμός εκκένωσης. Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τρέξει. Μόνο οι λέξεις «Παιδιά», «Καταφύγιο», «Τρέχα» βρίσκονταν στο μυαλό της.

    Έτρεχε χωρίς σταματημό για αρκετή ώρα. Είχε επιλέξει να περάσει από όλα τα δύσβατα σοκάκια στα οποία ήξερε ότι δεν θα υπήρχαν εισβολείς. Αν άκουγε κάποιον να πλησιάζει, κρυβόταν μέχρι οι φωνές να σταματήσουν να ακούγονται. Όταν σιγούρευε ότι δεν θα έβρισκε εμπόδια στον δρόμο της, συνέχιζε να τρέχει μαζί με τα παιδιά.

    Βγήκε από την πίσω μεριά του χωριού, όπου υπήρχε ένας λοφίσκος. Συνέχισε να τρέχει ώσπου έφτασαν από πίσω του και το χωριό, ή ότι είχε απομείνει από αυτό, χάθηκε από τα μάτια της. Γύρω από τον λόφο βρισκόταν ένα μικρό δάσος. Έψαξε τριγύρω για να βρει ένα μέρος να κρύψει τα μικρά. Κατέβηκαν προσεκτικά τον λόφο και μπήκαν μέσα στο δάσος. Η μάνα, προς μεγάλη της ευχαρίστηση,  παρατήρησε μερικούς μεγάλους θάμνους στους οποίους θα μπορούσαν να κρυφτούν. Προχώρησε και είπε στον γιο της να καθίσει πίσω από αυτούς. Κάθισε και αυτή μαζί του και τον πήρε στην αγκαλιά της, μαζί με το βρέφος, το οποίο ησύχασε και αποκοιμήθηκε.

    Η μάνα βαριανάσαινε από το πολύ τρέξιμο. Έδωσε τη μικρή στο αγοράκι της γιατί τη είχε πιάσει το χέρι της κρατώντας την τόση ώρα. Άνοιξε το φλασκί που είχε στην μέση της και έδωσε στα παιδιά να πιουν. Ύστερα ήπιε και εκείνη. Ήθελε να σκεφτεί τι θα κάνει στη συνέχεια, αλλά για την ώρα αποφάσισε να ξεκουραστεί μαζί με τα παιδιά. Είχε ελπίδα. Όσο άσχημα κι αν είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, είχε την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά. Αρκεί να ήταν τα δυο καμάρια της ασφαλή. Το τι θα έκανε μετά, ήταν άλλη συζήτηση.

    Την τρυφερή αυτή στιγμή διέκοψε ένας ξαφνικός κρότος. Ύστερα ακούστηκε ένας ήχος που έμοιαζε με ένα σακί γεμάτο φαγητό να κατρακυλάει. Η μάνα προειδοποίησε τον γιο της να κρατήσει ασφαλές το βρέφος και να φροντίσει να μην κάνει κανέναν απολύτως θόρυβο. Σηκώθηκε από το χώμα σιγά-σιγά και έριξε μια γρήγορη ματιά πάνω από τους θάμνους. Ένας στρατιώτης ήταν σωριασμένος στο γρασίδι.

    Η μάνα κρύφτηκε αμέσως στην όψη του εισβολέα και περίμενε για λίγο, καλύπτοντας τα παιδιά στην αγκαλιά της. Συνειδητοποίησε, όμως, ότι δεν ακουγόταν τίποτα από αυτόν. Ούτε να σηκώνεται, ούτε να περπατάει. Ξανασηκώθηκε για να παρατηρήσει καλύτερα. Παρατήρησε ότι η στολή του είχε βαφτεί κόκκινη. Πιθανόν ο κρότος που είχε ακουστεί πιο πριν να ήταν η στιγμή που ο άμοιρος στρατιώτης πληγώθηκε τόσο άσχημα. Η μάνα παρά λίγο να ουρλιάξει από τη φρίκη της, αλλά κρατήθηκε για να μην ταράξει τα παιδιά και προδοθεί η θέση τους. Πιο πριν, δεν είχε χρόνο να παρατηρήσει την καταστροφή γύρω της γιατί έτρεχε. Τώρα, όμως, βλέποντας αυτό το φρικτό θέαμα, σχεδόν δεν μπορούσε να αντέξει.

   Αποφάσισε ότι πρέπει να σιγουρευτεί ότι ο στρατιώτης ήταν εκτός μάχης. Χωρίς λοιπόν να σκεφτεί πολύ, πήρε αγκαλιά για άλλη μια φορά το αγόρι της και το φίλησε στο κούτελο. Αμέσως μετά πήρε τη μικρή της κορούλα, της έφτιαξε την κουβερτούλα, τη φίλησε και αυτήν προσεκτικά στο κεφαλάκι της, την έδωσε ξανά στο αγόρι. «Θα επιστρέψω σε λίγο», είπε στο μικρό. «Κράτα την αδελφούλα σου ασφαλή. Σας αγαπώ πολύ». Έχοντας πει αυτά, πετάχτηκε έξω από τους θάμνους.

    Πλησίασε τρέχοντας τον αναίσθητο στρατιώτη και κάθισε δίπλα του. Τον κοίταξε για λίγο. Αναρωτήθηκε, γιατί το έκανε αυτό; Γιατί να πλησιάσει έναν από τους εχθρούς; Αυτούς που κατέστρεψαν το σπίτι της; Αυτούς που έθεσαν τα παιδιά της σε κίνδυνο; Δεν ήξερε ακριβώς. Απλώς κοιτάζοντας τον καλυμμένο με αίμα στρατιώτη κάτι ξύπνησε μέσα της.

    Άρχισε να κοιτάζει αν αναπνέει. Ήταν νέος στην όψη. Δεν φάνηκε για πάνω από είκοσι χρονών στη μάνα. Το θεωρούσε φριχτό, τόσο νέος άνθρωπος να πρέπει να σταλθεί στα αιματηρά πεδία μάχης. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σιγά. Η μάνα ανακουφίστηκε, αλλά και πάλι δεν ήξερε γιατί. Το αίμα συνέχισε να κυλάει από την πληγή του, στη δεξιά μεριά της κοιλιάς του. Εκείνη τη στιγμή, κάτι ξύπνησε βαθιά μέσα της. Σαν κάτι να φώναζε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό. Η μάνα άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι από τη κουρελιασμένη φορεσιά του νεαρού και το έσκισε. Άρχισε, έπειτα, να το βάζει μέσα στην πληγή του στρατιώτη, πρώτα με τη μια άκρη και βάζοντας το υπόλοιπο κομμάτι προσεκτικά στην πληγή.

    Όσο έκλεινε την πληγή, διάφορες σκέψεις στριφογυρνούσαν στο κεφάλι της. Από τη μια φοβόταν μην την εντοπίσουν ή μην της επιτεθεί ο στρατιώτης, αν ξυπνήσει, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να τον παρατήσει. Ήταν μεν εχθρός, αλλά ήταν νέος. Είχε κάτι πάνω του που την είχε συγχύσει πολύ. «Γιατί το κάνω αυτό;»  Δεν ήξερε, αλλά κάτι την καλούσε. Την καλούσε να βοηθήσει.

    Με τα πολλά, η μάνα κατάφερε να τοποθετήσει ολόκληρο το κουρελιασμένο ύφασμα στην πληγή του στρατιώτη. Η αιμορραγία δεν σταμάτησε. Η μάνα δεν ήξερε πλέον τι να κάνει. Το σώμα του στρατιώτη ήταν γεμάτο αίμα και γέμιζε όσο περισσότερο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα. Για άλλη μια φορά, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Κοίταξε καλά τον στρατιώτη στο στήθος για να δει αν αναπνέει. Ανεβοκατέβαινε αλλά πιο αργά από πριν. Ο χρόνος του στρατιώτη αυτού τελείωνε.

    Σε μια στιγμή απελπισίας η μάνα έπιασε τον στρατιώτη από τους ώμους και άρχισε να τον ταρακουνάει ελαφρά, μήπως ξυπνήσει. Ακόμη, όμως, σκεφτόταν. «Γιατί τα κάνω όλα αυτά; Γιατί να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο;» Όσο η μάνα ταρακουνούσε τον νέο, άνοιξαν τα βλέφαρά του και φάνηκαν τα μάτια του. Η μάνα το παρατήρησε και σταμάτησε. Δεν κουνιόταν όμως. Απλά ανέπνεε αργά. Ήταν ακόμα αναίσθητος. Σαν ένα φυτό. Ανέπνεε και δεν έκανε τίποτα άλλο.

    Η μάνα, όμως, δεν έδωσε σημασία σε αυτό. Δεν το πρόσεξε καν. Δεν ήξερε αν ήταν αναίσθητος ή ξύπνιος, αλλά ένα πράγμα την σάστισε περισσότερο, τα μάτια του. Κοίταξε τον στρατιώτη στα μάτια και τότε κατάλαβε. Τότε ήταν που κατάλαβε τον λόγο που έθεσε τη ζωή της σε κίνδυνο εγκαταλείποντας την κρυψώνα της. Γιατί ο νέος αυτός, της θύμισε τον γιο της. Αυτά τα μάτια του έσφυζαν από αθωότητα. Λες και αυτό το νεαρό αγόρι είχε υποχρεωθεί να συμμετέχει στο μαρτύριο που ονομάζεται πόλεμος. Είχε σταλθεί μακριά από το σπίτι του, από την οικογένειά του, τη μητέρα του, για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα άλλων με τη ζωή του. Δεν είχε άλλον σκοπό εκεί και δεν θα του έβγαινε σε καλό. Δεν είχε, όμως, άλλη επιλογή. Της θύμισε το μικρό καμάρι της και έτρεμε την ιδέα ότι θα μπορούσε ο δικός της γιος να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση.

    Τότε της ήρθε μια τελευταία ιδέα. Ο στρατιώτης θα πονούσε πολύ, αλλά τουλάχιστον ίσως να ζούσε. Πήρε το μαχαίρι του στρατιώτη και έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το φόρεμά της, ώστε τελικά να μείνει με μια μεγάλη κορδέλα. Σήκωσε ύστερα τον στρατιώτη σε καθιστή θέση και άρχισε να τυλίγει το σώμα του με την κορδέλα, την οποία έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε καθώς την τύλιγε. Μόλις τελείωσε, την έδεσε τόσο όσο της επέτρεπε η δύναμή της και την κράτησε με το ένα χέρι. Ύστερα πήρε τον στρατιώτη αγκαλιά με το άλλο, προκειμένου να τον ζεστάνει από το κρύο. Η αιμορραγία φάνηκε να σταματάει μετά από λίγο. Η μάνα άφησε μια ανάσα ανακούφισης.

    Δεν ήξερε αν ο στρατιώτης ήταν στις τελευταίες του στιγμές ή αν θα ξυπνούσε αργά η γρήγορα. Είχε ελπίδα όμως. Μια φλόγα ελπίδας στην καρδιά της η οποία δεν θα έσβηνε ποτέ. Ήταν μάνα και ο στρατιώτης ένα παιδί μακριά από τη δική του. Αποφάσισε να μείνει στο πλάι του στρατιώτη ώσπου να ξυπνήσει. Γιατί είχε την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά.

     Συνέχιζε να βρίσκεται στο πλάι του στρατιώτη, γιατί ήξερε ότι ο κόπος της δεν θα ήταν μάταιος.  Ακόμη και αν δεν ξυπνούσε, μέσα της ήξερε ότι ο στρατιώτης ένιωθε την αγάπη που είχε η μάνα στην καρδιά της.  Ήξερε ότι θα την ένιωθε και θα σκεφτόταν τη δική του μητέρα, τη δική του οικογένεια. Ήξερε ότι θα ανακουφιζόταν μέσα στη ζεστασιά της και ίσως να ξυπνούσε. Η αίσθηση του χρόνου είχε πλέον εγκαταλείψει τη μάνα. Αλλά δεν έχανε ελπίδα.

    Η μάνα ένιωσε μια ανάσα στο πλάι του λαιμού της. Γύρισε το κεφάλι της και είδε πάλι τα μάτια του στρατιώτη. Αυτή τη φορά, όμως, κουνιούνταν. Ένιωσε το στήθος του στρατιώτη να φουσκώνει περισσότερο από πριν. Είχε επιτέλους ξυπνήσει.

   Ο πλέον ξύπνιος στρατιώτης γύρισε το κεφάλι του προς το πλάι και σάστισε στο βλέμμα της μάνας, η οποία τον είχε αφήσει αλλά κρατούσε ακόμη τον κόμπο. Αναπήδησε και άφησε μια φωνή ξαφνικού τρόμου βλέποντας τον εχθρό μπροστά του. Τότε ήταν που ένιωσε μια σουβλιά στη δεξιά μεριά της κοιλιάς. Αφού άφησε μερικά βογκητά πόνου, κοίταξε σιγά προς την πληγή του. Δεν ήξερε τι να πει. Αυτή η γυναίκα, της οποίας το χωριό είχαν καταστρέψει και αφανίσει τον πληθυσμό του, κρατούσε τον κόμπο ο οποίος έσφιγγε την πληγή του για να μην πεθάνει. Αυτή ήταν η φροντίδα που τον έκανε να ξυπνήσει. Αυτή η ζεστασιά ήταν που τον έσωσε. Ο στρατιώτης δεν άντεξε. Μετά από καιρό στο μέτωπο, μάχη μετά από μάχη, βλέποντας τη φροντίδα της μάνας, άρχισε να κλαίει. Να κλαίει δίχως αύριο. Δεν ήθελε άλλο. Δεν ήθελε να συνεχίζει να υπηρετεί στον πόλεμο, αν ήταν να χάνονται ζωές τόσο καλών και γενναίων ανθρώπων.

    Η μάνα, βλέποντας τον νεαρό στρατιώτη να κλαίει, σκέφτηκε για άλλη μια φορά τα παιδιά της. Ο στρατιώτης πλέον δεν φαινόταν καθόλου σαν εχθρός μπροστά της. Ήταν ένα χαμένο παιδί. Έκλαιγε λες και καλούσε τη δική του μητέρα. Σήκωσε, έτσι, το χέρι της και τον πήρε στην αγκαλιά της. Ο στρατιώτης δεν αντέδρασε. Του είχε λείψει αυτή η στοργή που μόνο η μητέρα μπορεί να δώσει. Την πήρε και αυτός αγκαλιά.

   Την όμορφη αυτή σκηνή διέκοψαν φωνές. Πάνω στην κορυφή του λόφου βρίσκονταν τρεις στρατιώτες. Κοίταξαν τη μάνα με τον στρατιώτη, οι οποίοι σταμάτησαν να αγκαλιάζονται, αλλά η μάνα συνέχιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή να κρατάει σφιχτά τον κόμπο να μην λυθεί. Η εικόνα ενός από αυτούς να αγκαλιάζει τον εχθρό τους έφερνε αηδία. Οι στρατιώτες πλησίασαν τρέχοντας. Ο νέος έσπρωξε τη μάνα από επάνω του για να την βοηθήσει να ξεφύγει. Η μάνα, όμως, δίστασε για μια στιγμή να αφήσει τον κόμπο. Κοιτάχτηκε στα μάτια με τον στρατιώτη. Η αποφασιστικότητα στα μάτια του της φώναζε να φύγει. Μέσα σε λίγη ώρα ο νεαρός ωρίμασε και έγινε άνδρας. Περισσότερο από ότι θα μπορούσε κάθε πόλεμος να τον ωριμάσει. Ήξερε ότι και η μάνα είχε οικογένεια που την περιμένει, όπως είχε και αυτός.

    Οι στρατιώτες πλησίαζαν φωνάζοντας προς τον στρατιώτη και τη μάνα. Η μάνα άφησε τον κόμπο και άρχισε να τρέχει προς το δάσος, εκεί που περίμεναν τα παιδιά. Τα καμάρια της. Είχε ελπίδα ότι θα γλιτώσει! Είχε ελπίδα ότι θα τα καταφέρει! Είχε ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά. Έτρεχε σαν να μην υπάρχει αύριο.

    Οι στρατιώτες πλησίασαν τον νεαρό, ο οποίος δεν μπορούσε να κουνηθεί. Αυτή τη φορά ακούστηκαν δύο κρότοι. Ο νεαρός και η μάνα σωριάστηκαν στο χώμα. Και τότε ήταν που η τελευταία σπίθα ελπίδας έσβησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...