2ο
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ (ΛΥΚΕΙΟ)
Ήταν ο Αποστόλης
Είναι η δύναμη που
έχει κρυμμένη το όνομά του.
Έτοιμος για ταξίδια,
έδειχνε πάντα ανίκητος.
Ήταν ο Βασίλης με το
τατουάζ «ευλογημένος», πρώτο έτος στα οικονομικά.
Γεμάτος όνειρα αλλά
και λυπημένος, δεν θα έχει έννοιες τώρα πια.
Είναι ο Γιώργος, που
θέλει να γίνει σκηνοθέτης
Ίσως για αυτόν να
γίνω και εγώ ηθοποιός.
Ημέρες, μήνες και
χρόνια, νύχτες που δεν περνούσαν.
Παιδιά που έφευγαν,
γυρνούσαν, πετούσαν, πονούσαν
Και κάπου εκεί και
εκείνος, με τα μάτια γεμάτα με ελπίδα.
Εμείς ξέραμε, τις
ώρες που σηκώναμε το κεφάλι ψηλά,
παρακαλώντας να
τελειώσει.
Και εσύ δεν έπεφτες
ποτέ, επέμενες πως θα γίνουν όλα καλά
Αποστόλη, που
έβρισκες τη δύναμη την τόση.
Στην ομάδα, με ίδιο
τον φόβο μας για κάθε φορά,
δεν άφηνες με το
χαμόγελό σου να σε καταλάβουν,
η δεύτερη οικογένειά
σου, αγαπημένοι όλοι στα λευκά,
να προσπαθούν τη ζωή
σου να προλάβουν.
Η ηλικία δεν έκανε
ποτέ τη διαφορά στην πτέρυγα,
μικρότερος, μάς
μάθαινες ν’ αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει,
«όλα τα δύσκολα θα
είναι περαστικά» μάς έλεγες,
ακόμα και σε αυτό που
μοιάζει μ’ ένα τέλος, κάτι θα μας φυλάει
και δεν φοβόσουν,
μέχρι την τελευταία
σου ανάσα που με δυσκολία έπαιρνες.
Συνάντησα τη μητέρα
σου, με ρώτησε για τα βουνά στην Ιρλανδία,
Λίμνες που θα σου
άρεσαν, δεν μπόρεσες να έρθεις…
ήσουν δύσκολα, η
τελευταία ίσως θεραπεία,
«Έφυγε με τη
δεύτερη ομάδα», μού ψιθύρισε. Ταξίδεψες,
θα μείνεις μόνιμα
εκεί, αυτό της ζήτησες,
γιατί εσύ δεν τα
παράτησες ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου