Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Άννα Χασικίδη Homo Educandus Αγωγή

 

2ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΛΥΚΕΙΟ) 

 

Ένας ξεχασμένος άνθρωπος

 

    Είμαι ένας ξεχασμένος άνθρωπος. Στο πίσω μέρος, στην έσχατη γωνία, στην πιο σκοτεινή και υγρή ενός δωματίου -που μόνο τετράγωνο δεν το λες. Κάπου στις άπειρες πλευρές του, πέρα από τις αμέτρητες διαστάσεις του, εκεί όπου λιγοστό φως περνά, οι μέρες μου εναλλάσσονται και τις μετρώ με την ικανότητα που απέκτησα μόλις βρέθηκα μπροστά από αυτό το φως.

    Όχι, δεν βρίσκομαι πίσω από το φριχτό κελί της φυλακής που κάνει τον νου μου να σαλεύει και να πλανάται στο άπειρο. Όχι, δεν είμαι δέσμιος της σκέψης μου και του μυαλού μου, μιας σκέψης ζοφερής, που με κρατά μακριά από τη ζωή και ούτε είμαι ασκητής, που κατά βούληση απομακρύνεται από τα εγκόσμια, παρακινούμενος από θεία αφοσίωση. Αυτά τουλάχιστον καταλαβαίνω με το περιορισμένο μυαλό μου. Το μυαλό μου είναι περιορισμένο -ή κλεισμένο καλύτερα- μέσα σε ένα άλλο. Το ιδιόρρυθμο δωμάτιό μου είναι το μυαλό του δημιουργού μου. Και εγώ ένας απλός χαρακτήρας, που προοριζόταν αρχικά για κάποια ιστορία. Ο δημιουργός μου είναι συγγραφέας. Έχει αυτήν τη θαυμάσια ικανότητα ή αλλιώς αυτήν την εκνευριστική συνήθεια να δημιουργεί χαρακτήρες, να φαντάζεται ιστορίες, σενάρια, να τοποθετεί πρόσωπα σε κάποιον χωροχρόνο και να τα κάνει τέχνη, όπως πιστεύει.

    Ένα δημιούργημά του απλό είμαι κι εγώ. Η φήμη μου δεν προηγείται του ονόματός μου, το οποίο δεν προηγείται γενικά... Δεν έχω όνομα. Αν είχα θα το είχα καταλάβει. Βρίσκομαι στο πίσω μέρος αυτού του μυαλού καιρό τώρα, ώστε να επικοινωνούμε ο ένας με τον άλλον. Στην αρχή δεν ήταν λόγια, μόνο βίαια χτυπήματα, αφού η κοφτερή φαντασία του δημιουργού σμίλευε το πνεύμα και το σώμα μου. Είχε μια κρυφή ελπίδα για μένα, είναι η αλήθεια. Με έφτιαξε σε μια δύσκολη περίοδο της δουλειάς του. Είχε στερέψει από έμπνευση, από ευτυχία, από ζωή ακόμη και αναζητούσε εναγωνίως τη λυτρωτική λύση. Η δουλειά του δεν πήγαινε καλά, τα τελευταία βιβλία έπεσαν στις πωλήσεις, το αναγνωστικό κοινό έχασε το ενδιαφέρον του. Έτσι γεννήθηκα εγώ. Η έσχατη προσπάθεια να αναγεννηθεί το μεγαλείο του δημιουργού. Είμαι καχεκτικός, αδύναμος, χωρίς ιδιαίτερα ταλέντα. Εξωτερικά δεν φτιάχτηκα για να τραβώ την προσοχή. Όλα αυτά από τύχη, συγκυρία ή αυθαιρεσία του δημιουργού. Τη ζωή την έμαθα και την κατανόησα -σε έναν βαθμό πάντα- είτε από άλλους ήρωές του είτε από δικές του συζητήσεις.

    Οι ήρωές του παρήλαυναν μπροστά από τα μάτια μου, όπως αυτή η τραγουδίστρια της όπερας που «έσωσε την καριέρα» του, κατά πως λέει και ο ίδιος. Όμορφη, γοητευτική, με τη ζωή να ρέει μέσα της! Και το βασικότερο. Ιδανική! Αψεγάδιαστο συγγραφικό προϊόν. Δεν θα ‘πρεπε να ξεγελώ τη σκέψη μου πιστεύοντας ότι εγώ θα έσωζα τον δημιουργό, θα μάγευα τους αναγνώστες, θα γοήτευα τη φαντασία τους. Και έβλεπα άλλους να περνούν από μπροστά μου. Κι άλλους… Και όταν καμιά φορά ο συγγραφέας έχανε το ενδιαφέρον του στην ιστορία που δούλευε, ο παρατημένος ήρωας στεκόταν εδώ δίπλα μου, σε μια υγρή γωνία του μυαλού του δημιουργού, μέχρι να ξαναρχίσει να δουλεύει μαζί του. Κάτι που ποτέ δεν έγινε με εμένα…

    Ο συγγραφέας είναι πράγματι αξιοπερίεργος! Τη μια στιγμή γράφει μανιωδώς, θεωρεί πως ξεπερνά πεπερασμένα όρια, πως θα αφήσει έργο σπουδαίο, τώρα και για πάντα και στους αιώνες… Την άλλη στιγμή, τίποτα, απλός θεατής…

-Ακόμα εδώ είσαι εσύ; Με ξάφνιασε ένα βράδυ. Δεν απάντησα και συνέχισε.

-Νόμιζα πως είχες φύγει.

-Όπως φαίνεται, είμαι ακόμη στο μυαλό σου! Συγχαρητήρια! Για το βιβλίο σου. Αυτό με τη σοπράνο…

    Ήταν αυτές τις μέρες που είχε εκδώσει εκείνο το σωτήριο βιβλίο. Πήρα το θάρρος και του το είπα.

-Για δες… Αυτός ο τύπος μού μιλάει…

Παραξενεύτηκε, πράγματι. Σαν να μην μπορούσε να φανταστεί ότι αποκτάμε σταδιακά αυτήν την ικανότητα. Συνέχισε.

-Και πώς μπορείς να ξέρεις για αυτό;

-Βλέπω από τα μάτια σου. Μέσα από αυτά διαβάζω τους πηχυαίους τίτλους των άρθρων. Η «αναγέννησή» σου δεν έλεγαν;

-Και αυτό πώς έγινε;

-Έμαθα να χρησιμοποιώ τα μάτια σου!

-Τι εννοείς «έμαθες»;

-Το έμαθα… Όταν με πρωτοδημιούργησες, δεν ήξερα πώς γίνεται. Τώρα μπορώ…

-Αυτό σ’ το έμαθα εγώ ασυνείδητα;

-Θες να πεις πως δεν ήσουν εσύ που μου άπλωνες γενναιόδωρα τους νευρώνες σου;

-Από όσο ξέρω, όχι…

-Άρα, ασυνείδητα;

-Εε;

-Όχι, τίποτα… Δεν ήθελα να σε προβληματίσω με κανέναν τρόπο. Απλώς, να σου δώσω συγχαρητήρια!

-Σε ευχαριστώ, λοιπόν!

    Αυτή ήταν η πρώτη μας αλληλεπίδραση που δεν ήταν παθητική από την πλευρά μου. Αργότερα, καταλάβαμε και οι δύο πως θα ήταν η πρώτη από πολλές.

    Ο καιρός περνούσε στο μεταξύ και γνώριζα άλλους, διάφορους χαρακτήρες του. Από τον καθένα αντλούσα κάτι διαφορετικό, είτε ήταν επιστημονικές γνώσεις είτε ιστορικές ή ακόμα και απλές καθημερινές εμπειρίες. Όσα μου έλεγαν για τον φανταστικό τους κόσμο σε συνδυασμό με τα ερεθίσματα του δημιουργού με βοήθησαν να καταλάβω λίγο καλύτερα τη δουλειά του, χωρίς να σημαίνει ότι είχα ποτέ πλήρη επίγνωση. Σταδιακά συνειδητοποίησα πώς περίπου είναι ο έξω κόσμος, ο κόσμος του. Αυτό, όμως, που με απασχολούσε περισσότερο ήταν άλλο και δυσερμήνευτο για εμένα τότε. Δεν μπορούσα να το περιγράψω για καιρό, μέχρι που κατάλαβα ότι ήταν μια «επιθυμία». Ένιωθα πως είχε περάσει καιρός, πως η ιστορία μου είχε μείνει στάσιμη. Στο μεταξύ, συνεχώς δεχόμουν ερεθίσματα, πληροφορίες, σκέψεις… Αυτό το τελευταίο έκανε τη μεγάλη διαφορά. Πλέον ένιωθα ότι είχα επαφή με τις ίδιες τις σκέψεις του δημιουργού και όχι μόνο αυτό. Μπορούσα κι εγώ να σκέφτομαι. Κάθε μέρα που περνούσε τον καταλάβαινα λίγο καλύτερα. Κάθε μέρα, όμως, η επιθυμία να συνεχιστεί η ιστορία μου γινόταν όλο και πιο έντονη, ώσπου αποφάσισα να του μιλήσω γι` αυτό.

-Δημιουργέ!

-Πάλι εσύ;

-Συγγνώμη… Απλώς…

-Συντόμευε, έχουμε και άλλες δουλειές για τη μέρα…

-Ναι… Ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη…

-Μόνο μην είναι αυτό που νομίζω... Περίμενα μισό λεπτό και ένιωσα τις σκέψεις του. Τις άφησα να με ηλεκτρίσουν και δυστυχώς κατάλαβα. Πετάχτηκα αμέσως.

-Γιατί το λες αυτό;

-Τι εννοείς; Τι έκανες μόλις τώρα;

-Σε ρωτάω, γιατί δεν θέλεις να συνεχίσεις την ιστορία μου; Μπορούσα να καταλάβω ότι ο αρχικός του εκνευρισμός έγινε φόβος.

-Διάβασες τη σκέψη μου;

-Ναι... Έτσι πιστεύω…

-Μα πως; Πώς μπορεί, τέλος πάντων, να προσεγγίζεις τη σκέψη μου και να έχεις λογική;

-Τα έμαθα και αυτά με τον καιρό. Με έχουν βοηθήσει πολύ να σε καταλάβω.

Ή τουλάχιστον σε έναν βαθμό…

-Και ποιος σου είπε ότι θέλω να με καταλάβεις; Και περισσότερο, ποιος σου είπε ότι μπορείς;

Σάστισα. Να μην το θέλει, το καταλαβαίνω, αλλά να αμφισβητεί την ίδια μου την πραγματικότητα; Βέβαια εκείνη η στιγμή δεν ήταν για τέτοιον προβληματισμό.

-Συγγνώμη… Σε παρακαλώ, μπορείς να γράψεις την ιστορία μου;

-Αν πράγματι περιμένεις απάντηση, όχι. Δεν μπορώ.

-Σε παρακαλώ!

-Όχι.

-Γιατί;

Σιωπή. Δεν απάντησε. Καταλάβαινα ότι δε θα το έκανε.

-Καταλαβαίνω, το ξέρω, δεν είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος, δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, δεν μοιάζω με αριστούργημα. Όμως, το πιστεύω. Έχεις την ικανότητα να με βοηθήσεις και να μου χαρίσεις την ιστορία μου, τη δική μου φήμη.

-Όχι.

-Εξάλλου, γι` αυτό δεν με δημιούργησες; Ένας ήρωας για ένα υποτιθέμενο βιβλίο σου δεν είμαι;

-Γιατί να είσαι; Συνέχισε μετά από λίγο.

-Α, το ξέχασα ότι κάνεις συλλογισμούς τώρα. Λοιπόν, αυτό πρέπει να τελειώνει. Η απάντησή μου είναι όχι.

-Μα είναι ο λόγος που με δημιούργησες. Είναι ο σκοπός της ύπαρξής μου. Αυτό κάνεις. Δημιουργείς ήρωες, τους φιλοξενείς προσωρινά στο μυαλό σου και τους αφήνεις ελεύθερους στον έξω κόσμο, στα βιβλία σου.

-Κάποια πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

-Δεν μπορεί να το λες αυτό. Είναι για ‘σένα! Έχεις τη δύναμη, έχεις το ταλέντο!

-Και γιατί να κάνω εσένα ήρωα; Όχι, οριστικά, όχι!

    Γιατί εμένα; Πώς μπορούσε ο δημιουργός να είναι τόσο σκληρός απέναντι στο δημιούργημά του; Εμένα, συγγραφέα, εμένα! Που έχω μείνει τόσον καιρό εδώ στις γωνίες του μυαλού σου, που βλέπω απ’ τα μάτια σου και γνωρίζω την ψυχή σου. Εμένα που έχω θαυμάσει το έργο σου και κάθε ήρωα που δημιουργείς. Τόσες σκέψεις μού περνούσαν η μία μετά την άλλη και συναισθήματα... Ναι, πλέον είχα συναισθήματα. Αντί να πω όλα όσα πραγματικά έκρυβα μέσα μου περιορίστηκα σε ένα απλό.

-Και πάλι πιστεύω ότι θα το κάνεις.

    Ο συγγραφέας δεν απάντησε και έληξε η συζήτησή μας.

Στο διάστημα που περνούσε αυτός δεν άλλαξε τις συνήθειές του. Έγραφε για άλλους χαρακτήρες και διαρκώς αδιαφορούσε για ‘μένα. Μιλούσαμε μόνο με δική μου πρωτοβουλία, όταν ζητούσα επανειλημμένα να πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου. Οι άλλοι ήρωές του είχαν ζωές καλύτερες από τη δική μου, βέβαια η ύπαρξή μου είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή σε αυτούς και όλοι περίμεναν να συναντήσουν αυτόν τον περιβόητο ξεχασμένο άνθρωπο. Μπορώ να πω πως έτσι ένιωσα για λίγο σημαντικός στον μικρόκοσμό μου. Το υπόλοιπο μέρος της καθημερινότητάς μου ήταν ό,τι συνέλεγα από τις εμπειρίες του δημιουργού, αλλά τώρα ένιωθα τη σκέψη μου σταθερή και φωτεινή, τη λογική μου ισχυρή και μπορούσα να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Αν και είχα επαφή με τη σκέψη του, δεν καταλάβαινα αν προσπαθούσε να αποκρύψει τις εμπειρίες του –μάταιο θα ήταν- ή να μου τις προσφέρει ως ελάχιστη παρηγοριά. Εικόνες, ήχοι, πρόσωπα, πληροφορίες πλημμύριζαν το μυαλό μου. Ο κόσμος του δημιουργού δεν διέφερε και πολύ από τον δικό μου -ή μάλλον τον εσωτερικό δικό του, απλώς τα πράγματα εκεί έξω ήταν έτοιμα και εδώ χρειαζόταν ακόμη να τα δημιουργήσεις.

    Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια εικόνα, που μέσα από όλα αυτά τα ερεθίσματα σαν να μίλησε στην ψυχή μου και κατάλαβα τότε τι σημαίνει τέχνη και δημιουργία. Ήταν ο Θεός, που απλώνει το χέρι Του προς τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, για να του χαρίσει τη ζωή, ενώ ο Αδάμ απλώνει το δικό του χέρι για να τη δεχτεί. Τα δάχτυλά τους οριακά δεν ακουμπούν και σε μια στιγμή ανατριχίλας, σκέφτηκα… Και αν ποτέ δεν ακούμπησαν; Αν ο Θεός δεν τήρησε την υπόσχεση της ζωής στον Αδάμ, αν μπορεί να θεωρηθεί υπόσχεση. Την έννοια του Θεού την είχα καταλάβει από διάφορες συζητήσεις δικές μου ή του συγγραφέα -ή βασικά είχα καταλάβει πόσο δύσκολο είναι να Τον προσεγγίσει κανείς. Και βλέποντας την εικόνα είδα κάπου εκεί στη θέση του Αδάμ και τον εαυτό μου. Ίσως σαν τον Αδάμ κι εγώ περιμένω τη ζωή να μου χαριστεί από τον δημιουργό.

    Όταν η σκέψη μου ωρίμασε λίγο ακόμη, του μίλησα άλλη μια φορά.

-Δημιουργέ, εμείς είμαστε σαν τον Αδάμ και τον Θεό;

-Τι λες, άνθρωπε;

-Είμαστε. Δεν είμαστε;

-Είδες Τη Δημιουργία του Αδάμ του Michelangelo;

-Μέσα από τα μάτια σου πάντα.

-Και πού θες να καταλήξεις;

-Ο Αδάμ κοιτάζει τον Θεό κατάματα και έχουν παρόμοια μορφή… Και εμείς οι δύο μοιάζουμε μεταξύ μας, έχουμε λογική, συναισθήματα και μπορούμε να επικοινωνούμε. Μοιάζουμε και με αυτούς, όμως. Ίσως, σαν να ήμουν ο Αδάμ κι εσύ ο Θεός, ετοιμαζόσουν να μου χαρίσεις τη ζωή, δηλαδή την ιστορία μου, όμως όταν τα δάχτυλά μας απείχαν μόλις λίγα χιλιοστά κάτι απέτρεψε την πραγματοποίηση της επιθυμίας. Παρ’ όλα αυτά, σκέφτομαι, άρα υπάρχω, όπως και ο Αδάμ υπάρχει ως οντότητα στην εικόνα… Άρα, η δημιουργία ήταν η σύλληψη του εαυτού μου ως ιδέα, που με έφερε σε αυτόν τον κόσμο;

    Ο δημιουργός δεν απάντησε και συνέχισα.

-Δεν μιλάς. Επιδιώκεις να είσαι όσο το δυνατόν ακατανόητος.

-Σκέφτεσαι. Ναι. Πράγματι σκέφτεσαι. Και έχεις αλλάξει.

-Ναι… Μέσα στη μετριότητά μου ανακάλυψα ότι είχα αυτήν τη σπουδαία δυνατότητα.

-Αυτό, να ξέρεις, δεν σημαίνει ότι θα γράψω το βιβλίο σου.

-Δεν χρειάζεται. Μπορεί να γράψεις ή να μην γράψεις ποτέ την ιστορία μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα πάψω να υπάρχω. Αυτή κι εγώ είμαστε ένα. Μια ολότητα που ζει στο μυαλό σου. Βλέπεις, ο έξω κόσμος σου δεν διαφέρει σε πολύ από τον εσωτερικό. Ας μην γράψεις το βιβλίο της ζωής μου. Όπως εκεί έξω γεννιέσαι και επαφίεται τόσο σε εσένα όσο και στην τύχη σου ή στον Θεό τι θα απογίνεις, έτσι κι εγώ θα εξακολουθώ να ζω στο μυαλό σου, στον εσωτερικό σου κόσμο –και δικό μου. Εγώ θα προσπαθώ να σε καταλάβω, θα σκέφτομαι, θα χαράξω την πορεία μου και ας μην είμαι ιδανικός κι εσύ θα παρατηρείς το δημιούργημά σου και θα συνεχίσεις να πλάθεις τους ήρωές σου. Θα επικοινωνούμε, θα συγκρουόμαστε και θα συμφιλιωνόμαστε. Δεν μπορείς να αρνηθείς την ύπαρξή μου, γιατί αυτή επιβεβαιώνει την αιωνιότητά σου…

    Ο συγγραφέας δεν απάντησε, αλλά μπορούσα να καταλάβω τη συγκατάθεσή του. Ήξερα ότι ο κόσμος μου σύντομα θα γινόταν πιο φωτεινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...