Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Ελένη Νίκα 2ο Γυμνάσιο Κορίνθου

 

 

1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)              

Το δειλινό του θανάτου

Γράφω το παρακάτω κείμενο προς τιμή της ειρήνης, της ισότητας δικαιωμάτων και ενότητας μεταξύ του ανθρώπινου είδους. Αλλά και έχοντας ως μοναδικό μου σκοπό το να περάσω έμμεσα καθώς και άμεσα  ένα άκρως αντιπολεμικό μήνυμα στους αναγνώστες του έργου αυτού.

 

                                                                                                 Παλαιστίνη, 5 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Ομολογώ πως έχω καιρό να σου διηγηθώ τα διάφορα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη ζωή μου το τελευταίο χρονικό διάστημα. Παρόλα αυτά με όλα όσα έχουν γίνει τις περασμένες εβδομάδες, μου είναι αδύνατο να μην εκφράσω ευθέως την εμφανή μελαγχολία και ανησυχία που με διακατέχει.

     Από τότε που πέθανε η μητέρα νιώθω πιο μόνη και αβοήθητη από ποτέ. Έχασα τον εαυτό μου στην προσπάθεια  να φανώ δυνατή και δήθεν ανεπηρέαστη από φαινομενικά αναμενόμενα γεγονότα, όπως κι αναφέρεται ο πατέρας στον θάνατο. Σαν να μην έφτανε ο Γολγοθάς που ήδη περνάω, νιώθω πως το σύμπαν κάτι άσχημο σκαρώνει. Ο πατέρας και ο Αλίμ (ο μεγάλος μου αδερφός), συνεχώς μου κρύβουν πράγματα και προσπαθούν να αποφύγουν με πάσα θυσία τυχόν συζητήσεις που ξεκινάω επίτηδες. Πάντα γνώριζα ότι οι άνθρωποι είναι περίεργα όντα, αλλά ποτέ δεν θα μου περνούσε από το μυαλό πως η ίδια μου η οικογένεια θα ήταν τόσο μυστικοπαθής απέναντί μου από το πουθενά.

     Στο σχολείο τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα. Η μοναδική φίλη που είχα ποτέ με κάνει πέρα, κάθε μέρα και πιο πολύ. Ενώ οι καθηγητές και οι υπόλοιποι συμμαθητές μου, πιστεύουν πως η μοναδική θέση που μπορώ να διεκδικήσω ως κοπέλα είναι αυτή της νοικοκυράς και της μητέρας. Δεν εκπλήσσομαι βέβαια, σε αυτή τη μικροσκοπική κοινωνία που ζούμε, δεν χωράνε απόψεις που πάνε κόντρα στις μικροαστικές πεποιθήσεις των υποτιθέμενα κυρίαρχων αντρών. Εγώ παρόλα αυτά έχω όνειρα και στόχους. Μπορεί να μη γνωρίζω ακριβώς τι θέλω να κάνω στη ζωή μου ή πότε θέλω να το κάνω, αλλά ένα είναι σίγουρο. Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για να υπερασπιστώ τα δικαιώματα των γυναικών στη μόρφωση. Τη μόρφωση αυτή, που τόσο πολύτιμη είναι για μένα και είχα την ευκαιρία και πολυτέλεια να γνωρίσω.

 

                                                                                      

                                                                                                  Παλαιστίνη, 7 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Προτού καν ανατείλει ο ήλιος, σειρήνες πολέμου ακούστηκαν σε όλη την επικράτεια. Ξύπνησα μπερδεμένη, δίχως ίχνος φόβου ωστόσο, γεγονός που δεν διήρκησε για πολύ. Οι τρανταχτοί πυροβολισμοί κάλυψαν το φόντο της θλιβερής αυτής εικόνας σαν διάφανο πέπλο στη καρδιά του ζεστού καλοκαιριού. Μητέρες ήδη θρηνούσαν πάνω στα κόκκινα από το αίμα πεζοδρόμια για τα αδικοχαμένα τους παιδιά, ξαπλωμένες δίπλα τους σε εμβρυική στάση. Σαν να μην πρόλαβα να σκεφτώ περαιτέρω, ο πατέρας και ο Αλίμ έσπευσαν στην αποθηκούλα όπου και κοιμόμουν και άρχισαν προστακτικά να φωνάζουν. « Αμάλ! Αμάλ! Τρέχα γρήγορα να σωθούμε». Χωρίς δεύτερη σκέψη ακολούθησα τον πατέρα και τον αδερφό μου στον δρόμο προς τη σωτηρία.

     Μετά από περίπου δυο ώρες που περπατούσαμε, φτάσαμε επιτέλους σε μια απόκρημνη περιοχή, λίγο πιο έξω από την πόλη μας. «Μη βγάλετε άχνα», μουρμούρισε σιγοψιθυρίζοντας ο πατέρας, λέγοντας μας πως η κρυψώνα αυτή είναι προσωρινή. Μετά από λίγα λεπτά πλήρους σιγής, ο Αλίμ πήρε την απόφαση να την σπάσει. «Πατέρα, νομίζω πως ήρθε η ώρα να της πούμε την αλήθεια», αναφώνησε διστακτικά. Εγώ εμφανώς ξεσηκωμένη στην ιδέα ότι όντως μου έκρυβαν κάτι, πετάχτηκα σαν σπίθα. «Πατέρα, Αλίμ, τι μου κρύβετε; Πείτε μου!». Ο πατέρας έσκυψε το κεφάλι και σώπασε. Σε αυτά τα λίγα λεπτά που ανέμενα για την απάντησή του, ένιωσα πως πέρασαν αιώνες. Μέχρι που επιτέλους πήγε να αρθρώσει τη λέξη που θα έλυνε όλες τις απορίες που με βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό. «Γλυκ-», πήγε να με αποκαλέσει ο πατέρας. Ξάφνου ακούστηκαν δυνατοί πυροβολισμοί μόλις λίγα μέτρα μακριά μας και τον διέκοψαν. Τρομοκρατηθήκαμε όλοι μας, μολονότι ο πατέρας προσπάθησε να το κρύψει, βγαίνοντας έτσι από την κρυψώνα για να δει τι γινόταν.

     Ο αδερφός μου με αγκάλιασε σφιχτά επιβεβαιώνοντάς με πως όλα θα πάνε καλά. Πέρασε πολύ ώρα από τη στιγμή που ο πατέρας έφυγε από τη κρυψώνα μας και το αίσθημα της ανησυχίας που είχαμε εγώ και ο Αλίμ μεγάλωνε ώρα με την ώρα και πιο πολύ. «Τι να έχει συμβεί άραγε στον πατέρα;», σκέφτηκα βουβά από μέσα μου. Μια σκέψη που δεν εγκατέλειψε το κεφάλι μου, μέχρι που αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γινόταν. Αποχωρήσαμε από την κρυψώνα μας έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα, που τόσο ανυπόμονα μας πρόσμενε. Η πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε ήταν τα πτώματα των αδικοχαμένων ανθρώπων και παιδιών, σωριασμένα το ένα μετά το άλλο στη σειρά. Η φύση φώναζε «βοήθεια», για το χαμό αυτής και των τόσο πολύτιμων για αυτή παιδιών της. Εγώ και ο Αλίμ στη συνέχεια αποφασίσαμε να αναζητήσουμε τον πατέρα στο χάος που επικρατούσε, ελπίζοντας να μην αναγνωρίσουμε το ηρωικό πρόσωπό του, σε κανένα από τα θύματα. Σύντομα, λοιπόν, μου κόπηκε η ανάσα αντικρίζοντας τα παπούτσια που είχαμε φτιάξει εγώ και η μητέρα για τον πατέρα στα πεντηκοστά γενέθλιά του, καλυμμένα στο αίμα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κατά πάνω του και ξέσπασα σε υστερικά κλάματα, έχοντας δίπλα μου σαν βράχο τον Αλίμ, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του για χάρη μου. Μετά από λίγα λεπτά ο Αλίμ αναφώνησε, « Αμάλ, πρέπει να φύγουμε τώρα, δεν είναι ασφαλές εδώ πέρα». Εγώ σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου, του είπα πως θέλω να πω κάτι τελευταίο στον πατέρα, προτού τον αποχαιρετήσω για πάντα, έτσι και έγινε. «Αγαπημένε μου πατέρα, σε παρακαλώ γύρνα πίσω. Έχασα ήδη τη μητέρα, τι έφταιξα να χάσω και εσένα; Όλη μου τη ζωή, ήσουν δίπλα μου στα δύσκολα και στα εύκολα, εμπνέοντάς με να μην τα παρατάω ποτέ, και τώρα τι; Τι θα απογίνουμε εγώ και ο Αλίμ χωρίς τις ιστορίες σου, τα ανόητα αστεία σου που περιέργως μας έκαναν να γελάμε κάθε φορά που τα έλεγες και το θάρρος σε συνδυασμό με την ευγένειά σου, που μας παρότρυναν να γινόμαστε καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας κάθε μέρα;  Ήσουν πρότυπο πατέρα και κυρίως ανθρώπου, θα μου λείψεις πολύ. Τα λέμε σε μια άλλη ζωή πατέρα μου, σε αγαπάω πολύ!», είπα και αποχώρησα με τον Αλίμ, που εμφανώς είχε δακρύσει, πίσω για την κρυψώνα μας.  

 

                                                                                                   Παλαιστίνη, 8 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Ολόκληρο το βράδυ δεν καταφέραμε να κοιμηθούμε καθόλου, παρά μόνο όταν φυλούσαμε τσίλιες ο ένας για τον άλλον. Μόλις επιτέλους η μέρα ξημέρωσε, ήλπιζα να άνοιγα τα μάτια μου και να ήταν όλα ένα ψέμα, γεγονός που ποτέ δεν συνέβη. Εγώ και ο Αλίμ μετά από μια πολύωρη συζήτηση, αποφασίσαμε να βγούμε από την κρυψώνα και να αναζητήσουμε τροφή στην γύρω περιοχή, μιας και τα μάτια μας είχαν μαυρίσει από την πείνα. Ενώ αναζητούσαμε τροφή, ακούσαμε ένα έντονο παιδικό κλάμα να έρχεται από κάπου σιμά μας. Εγώ πρότεινα να το ακολουθήσουμε, ωστόσο ο Αλίμ διστακτικός όπως πάντα είπε, «Αμάλ, είσαι σίγουρη; Μπορεί να είναι παγίδα». Εγώ πιο σίγουρη από ποτέ απάντησα, «Ίσως κάποιος μας χρειάζεται, Αλίμ, πρέπει να βοηθήσουμε!», και έτσι σπεύσαμε να ανακαλύψουμε περί τίνος πρόκειται, ξεχνώντας την αρχική ανάγκη μας για τροφή.

     Μετά από λίγα λεπτά περπατήματος ανάμεσα στα πτώματα ανθρώπων και στα μπάζα καταστρεμμένων κτιρίων και σπιτιών, αντικρίσαμε ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στην ηλικία των έξι ετών που έκλαιγε με λυγμούς δίπλα στη νεκρή μητέρα της. Έτρεξα γρήγορα κοντά της, προσπαθώντας να την παρηγορήσω και να την κάνω να νιώσει οικεία μαζί μου ρωτώντας την πως την λένε. Αλλά ο φόβος την διακατείχε μην αφήνοντάς την να ανοιχτεί περαιτέρω. Πέρασε αρκετή ώρα όπου ο Αλίμ και εγώ προσπαθούσαμε να αποσπάσουμε πληροφορίες για τη ζωή του κοριτσιού, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ξαφνικά, όταν σχεδόν παρατήσαμε την προσπάθεια, ακούσαμε σιγανά βήματα να μας πλησιάζουν. Γεγονός που σήμανε την άμεση φυγή μας από το μέρος. Άρπαξα το κοριτσάκι στην αγκαλιά μου και με γοργά βήματα οι τρείς μας επιστρέψαμε στην καθιερωμένη κρυψώνα, με μόνη μας ελπίδα το να μην μας ακολούθησαν μέχρι εκεί. Το μεσημέρι κύλησε ήπια και το απόγευμα έφτασε χωρίς καν να το καταλάβουμε. Εγώ και ο Αλίμ προσπαθούσαμε να ξεγελάσουμε τις αρνητικές σκέψεις μας λέγοντας ο ένας στον άλλο διάφορα ανέκδοτα που μας είχε μάθει ο πατέρας, ενώ το κοριτσάκι συνέχισε να επιλέγει τη σιωπή. Κάποια στιγμή από εκεί που δεν το περιμέναμε ακούσαμε ένα ψιθυριστό «Χανάν», που προερχόταν από το κοριτσάκι. Εγώ εμφανώς σοκαρισμένη αναφώνησα, «Τι είπες;» και αυτή επανάλαβε, «Χανάν με λένε». Το πρόσωπό μου έλαμψε από την χαρά που με διαπέρασε σαν να την άκουσα να μιλάει και συνέχισα να συζητάω μαζί της για τουλάχιστον την υπόλοιπη μια ώρα. Ήταν πλέον βράδυ και αυτό που όλοι μας φοβόμασταν έγινε πραγματικότητα. Οι πυροβολισμοί και οι αβοήθητες κραυγές των ανθρώπων άρχισαν ξανά να δεσπόζουν στο φόντο της δυσβάστακτης αυτής πραγματικότητας. Η Χανάν άρχισε να κλαίει και εγώ προσπάθησα να την καθησυχάσω, τραγουδώντας της διάφορα παιδικά τραγουδάκια, ενώ ο Αλίμ αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα μας βγαίνοντας έτσι από την κρυψώνα για να μας προστατέψει. «Αλίμ, μην βγεις έξω, τι θα απογίνουμε εμείς αν η τύχη σου είναι σαν του πατέρα;», αναφώνησα με δάκρυα στα μάτια, και αυτός απάντησε, «Αμάλ μου, υποσχέθηκα στον πατέρα πως ό,τι και να γίνει πάντα θα σε προσέχω σαν τα μάτια μου. Για μένα είσαι το πολυτιμότερο δώρο που μου χάρισε η ζωή. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν πάθαινες κάτι που θα μπορούσα να είχα αποτρέψει». Είπε και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.

     Οι υπόλοιπες ώρες μέχρι το ξημέρωμα πέρασαν αργά και βασανιστικά. Εγώ και η Χανάν πλέον υποφέραμε από την πείνα, οπότε πήρα την τολμηρή απόφαση να ψάξω για κάποιο καρπό λίγα μέτρα μακριά από την κρυψώνα. Καθώς περπατούσαμε, αντίκρισα μια γνωστή φυσιογνωμία, τη θεία μου την Ιμάν, η οποία με λύπη στο πρόσωπό της με χαιρέτησε.

-Γεια σου Αμάλ μου, φαντάζομαι έλαβες τα νέα.

-Όχι θεία, ποια νέα;

-Κορίτσι μου, ο Αλίμ, σκοτώθηκε. Συγγνώμη που έπρεπε να το μάθεις έτσι.  

     Αμέσως ξέσπασα σε κλάματα, αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου για χάρη της Χανάν. Ύστερα από πολλές ώρες που ψάχναμε για τροφή, εν τέλει καταφέραμε και βρήκαμε κάτι φρούτα που δεν είχαν καταστραφεί εντελώς από τις κακουχίες και κάτσαμε σε ένα πεζούλι για να τα φάμε. Όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής, με τρόμο συνειδητοποίησα πως χάσαμε τον δρόμο, μένοντας αναγκασμένες έτσι να περιπλανιόμαστε μέχρι να βρεθεί σωτηρία.

 

                                                                                                    Παλαιστίνη, 9 Οκτωβρίου 2023

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

     Από την τελευταία φορά που σου έγραψα δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Η Χανάν και εγώ εξακολουθούμε να περιπλανιόμαστε στους άψυχους δρόμους της πόλης, μη γνωρίζοντας τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. Ώρα με την ώρα ο πόλεμος ξεσπάει όλο και πιο πολύ και τα θύματά του πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Παρόλα αυτά έχουμε υπάρξει αρκετά «τυχερές» ώστε οι Ισραηλινοί να μην μας έχουν ανακαλύψει σε κανένα από τα μέρη που έχουμε κρυφτεί μέχρι τώρα. Έφτασε ήδη μεσημέρι, και ένα άσχημο προαίσθημα κατακλύζει όλο μου το είναι. Οι σκέψεις μου είχαν βγει εκτός ελέγχου και συλλογιζόμουν πάσα πιθανότητα. Γεγονός που εμφανώς είχε επηρεάσει την μικρή Χανάν. Σαν να το ήξερα, το προαίσθημά μου έγινε πραγματικότητα, καθώς λίγα λεπτά μετά, βόμβες μολότοφ άρχιζαν να βομβαρδίζουν ολόκληρη την επικράτεια. Αμέσως ξεκίνησα να τρέχω με την Χανάν στην αγκαλιά μου, μη λογαριάζοντας οτιδήποτε άλλο παρά μόνο τη σωτηρία μας. Κάποια στιγμή και ενώ έτρεχα, σκόνταψα σε μια πέτρα και έπεσα στο έδαφος. Αφού σιγουρεύτηκα πως η Χανάν ήταν καλά, σηκώθηκα και συνέχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έτρεχα για σχεδόν δεκαπέντε λεπτά δίχως σταματημό, όταν άκουσα σφοδρά βήματα να μας ακολουθούν επίμονα. Κάποια στιγμή, εξουθενωμένη όπως ήμουν, μείωσα την ταχύτητά μου, με αποτέλεσμα ένας Ισραηλινός στρατιώτης να πιάσει εμένα και την Χανάν και να μας ρίξει με όλη του δύναμη στο έδαφος, χτυπώντας μας ανελέητα. Εγώ με όσο κουράγιο μου είχε απομείνει προσπαθούσα να αμυνθώ και κυρίως να προστατέψω την Χανάν, αλλά χωρίς να τα καταφέρνω. Όσο μαχόμουν, εναντίον του στρατιώτη, άκουσα την Χανάν να σιγοψιθυρίζει, «Σε ευχαριστώ για όσα έκανες για εμένα. Σε αγαπάω πολύ!», είπε και άφησε την τελευταία της πνοή δίπλα μου.

     Συνέχισα την προσπάθειά μου, ώσπου κατάφερα να σηκωθώ και να τρέξω μακριά του. Έφτασα στην άκρη ενός γκρεμού που είχε θέα σε μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, και στο ομορφότερο δειλινό που είχα αντικρίσει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου. Χάθηκα για λίγο στις σκέψεις μου, και έτσι άφησα την τελευταία μου πνοή, πιο γαλήνια από ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

                                                                                                      Τέχνης το βάρος πατημασιές αγγέλων...