Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Ελένη –Μαρία Ντόβα Φαντάσματα

 

ΕΠΑΙΝΟΣ  (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

Homo Educandus Αγωγή

 


     Άλλη μια μέρα, μια μέρα θλίψης, απελπισίας που δεν ζω αλλά υπάρχω. Άλλη μια μέρα, άλλο ένα βήμα πιο κοντά στον σβησμένο ήλιο!». Όλοι τους έτσι σκέφτονται πια, αυτή είναι πλέον η αντίληψη τους για την πορεία που διαγράφουν. Κάθε γωνιά εκείνου του θαλάμου σκεπάζει ο πόνος και η δυστυχία, γιατί κάθε παιδί εκεί το μαχαίρωσε η ίδια η ζωή. Κάθε καρδιά, χαλασμένη πυξίδα, δεν ξέρει προς τα πού βαδίζει, προς τα πού οδεύει, ούτε τον λόγο ύπαρξής της δεν αναγνωρίζει πλέον.

     Ανάμεσά τους και η Φαίδρα. Ένα δεκατριάχρονο κορίτσι με σμαραγδένια μάτια που συνήθιζαν να φωτίζουν τη χλομιασμένη και κάτισχνη όψη της. Όμως τώρα μόνο σκοτάδι αντικρίζεις μέσα τους από τη νύχτα εκείνη που κατέρρευσε ο κόσμος της, που έχασε τα πάντα.

      Ένα χρόνο πριν, σαν η νυχτιά είχε απλώσει το πέπλο της, η Φαίδρα βρισκόταν στο σπίτι της, η μητέρα της το ίδιο. Αίφνης, καπνός ξεπρόβαλε. Από κείνη τη στιγμή, όλα κύλησαν πολύ γρήγορα. Η κοπέλα προσπάθησε να φωνάξει ,μα ήταν απλά αδύνατο. Ο πυκνός καπνός είχε τυλίξει ασφυκτικά τον λαιμό της. Σύντομα φλόγες κάλυψαν μέρος του ορόφου και άρχιζαν να εξαπλώνονται και προς τα πάνω πατώματα. Η πύρινη λαίλαπα πλησίαζε πια και εκείνη απειλητικά. Ο καπνός αδιαπέραστος. Αδύνατον να δει, έφτασε ψηλαφώντας μέχρι το παράθυρο. Σφραγισμένο καθώς ήταν, έκανε ατέρμονες προσπάθειες να τ’ ανοίξει.

     Και τότε, ουρλιαχτά, φωνές, της μάνας της ήταν, το ήξερε. Σάστισε. Μολονότι καυτές φλόγες λεηλατούσαν τον χώρο, εκείνη είχε παγώσει. Μια φρικτή παγωνιά ένιωθε να διαπερνά όλο της το κορμί, μέχρι που κάποια στιγμή ο αποπνικτικός καπνός την έπεισε να συνεχίσει, ώσπου κατόρθωσε να ξεσφραγίσει το παράθυρο, νομίζοντας πως θα αποδράσει επιτέλους απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Μα μόλις βγήκε έξω διαπίστωσε πως μόλις είχε αρχίσει.

     Ολόκληρο το χωριό κατέρρεε. Η φωτιά καταβρόχθιζε τα κτήρια το ένα μετά το άλλο. Θαρρούσες πως οι φλόγες άγγιζαν τον ουρανό. Στρατιώτες παντού. Σα μηχανικά κουρδισμένα παιχνίδια, πυροβολούσαν τυφλωμένοι απ’ τη μανία του πολέμου. Σαν να μην έβλεπαν το κακό που προκαλούσαν, την απελπισία αποτυπωμένη στα πρόσωπα μανάδων και παιδιών. Ναι, ο πόλεμος που τόσο καιρό ταλάνιζε την πατρίδα της, τώρα κατάπινε το χωριό της. Μα δεν ήταν μόνο αυτό.

     Έστρεψε το βλέμμα και είδε το σώμα της μητέρας της να κείτεται ακίνητο. Επάνω του πληγές θεόρατες , αίμα παντού. Το παράθυρο του πάνω ορόφου ήταν ανοικτό. Στη θέα του πύρινου θηρίου η γυναίκα πρέπει να πήδησε μήπως γλιτώσει τη ζωή της και καταφέρει να σώσει το παιδί της. Η Φαίδρα πήγε αμέσως κοντά της. Της έπιασε το χέρι, εκλιπαρώντας για βοήθεια. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Τα δάκρυά της κυλούσαν ακατάπαυστα, όπως το αίμα που χυνόταν. 

     «Τρέξε», ψέλλισε η βασανισμένη γυναίκα κι έκλεισε τα μάτια για τελευταία φορά. Τριγύρω, η βροχή από σφαίρες δυνάμωνε, μα η Φαίδρα δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει. Δεν άντεχε να της αφήσει το χέρι. Ήξερε ,όμως, πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Αφού της φίλησε το κούτελο, μάζεψε όλες της τις δυνάμεις και έκανε αυτό που είχε ζητήσει.

     Έτρεξε προς τη θάλασσα. Όλοι προσπαθούσαν να φτάσουν στις βάρκες, μα λίγοι τα κατάφερναν. Ανάμεσά τους κι εκείνη. Οι υπόλοιποι, στην προσπάθεια να πλησιάσουν, σωριάζονταν καταγής από τις σφαίρες που τρυπούσαν τα σπλάχνα τους.

     Καθώς η βάρκα απομακρυνόταν, το κορίτσι με τα πικρά της δάκρυα να βρέχουν τα μαύρα νερά, έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει. Δεν μπόρεσε όμως. Την κόκκινη εκείνη νύχτα δεν την ξέχασε ποτέ. Φλόγες και αίμα χαραγμένα στη μνήμη της. Στο κεφάλι της ηχούν ακόμη οιμωγές αθώων. Κάπως έτσι, κατέληξε στο ορφανοτροφείο. Ένα ίδρυμα που στεγάζει ιστορίες, καθεμιά μ’ άθλιο τέλος, η αιτία ίδια σε όλες: αδικία, παραφροσύνη, τ΄ αποτέλεσμα επίσης: ένα ανίατο τραύμα και  πόνος ανείπωτος ν ’αλυσοδένει κάθε καρδιά.

     Από τότε, κάθε μέρα ίδια. Κάθε μέρα, εικόνες ανεκδιήγητες να τριβελίζουν το κεφάλι της, ώσπου κάθε βράδυ περιτριγυρισμένη από σκοτάδι, το ίδιο σκοτάδι που μαυρίζει την ψυχή της,  το βάρος της οδύνης να κλείσει τα βλέφαρά της. Και δεν αναφέρομαι σε σκηνές από καμιά κακή ταινία, αλλά από τη δική της ανελέητη πραγματικότητα. Παγιδευμένη στην ίδια της τη συνείδηση, μια φυλακή χωρίς κάγκελα, απ’ την οποία κανείς δεν μπορεί να αποδράσει, γιατί αυτή τη φορά δεν αρκεί να τρέξει. Όσο κι αν προσπαθήσει απ’ τη σκιά των αναμνήσεων. Είναι καταδικασμένη να θυμάται.

     Υπάρχει όμως και μια ακόμα ανάμνηση που την στιγμάτισε. Ο πόλεμος δεν άρχισε τη νύχτα που ξεριζώθηκε από την πατρίδα της, αλλά πολλούς μήνες πριν. Έτσι, ο πατέρας της έλειπε στο μέτωπο τον τελευταίο μισό χρόνο. Στο διάστημα αυτό, η Φαίδρα μπόρεσε να τον δει μόνο μια φορά.  Τουλάχιστον έτσι νόμιζε, γιατί ο άντρας που συνάντησε μπορεί να του έμοιαζε, μα δεν ήταν εκείνος. Όχι, όχι, σίγουρα δεν ήταν. Ο πόλεμος τον είχε αλλάξει. Ο χρόνος είχε αφήσει το σημάδι του πάνω του. Η κοπέλα ένιωθε σαν να ’χε να τον δει εδώ και δυο ζωές. Τα μάτια του έμοιαζαν άδεια, άδεια από συναίσθημα. Η κάποτε μειλίχια φωνή του ηχούσε παγωμένη, είχε κάτι σχεδόν μεταλλικό. Το χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη του.

     Η θηριωδία του πολέμου μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού και η αλλοτρίωση που προκαλεί στον άνθρωπο. Πυρπολημένες πόλεις και χωριά γεμάτα σωρούς νεκρών, αυτό κάνει ο πόλεμος. Μα οι πιο ολέθριες  συνέπειες του είναι αυτές πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί ακόμα κι αν γυρίσει κάποιος  σωματικά ακέραιος θα είναι ψυχικά ακρωτηριασμένος. Στον πόλεμο, χάνεται κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Αφυπνίζεται το ένστικτο της επιβίωσης και παράλληλα και αναπόφευκτα οι πιο κτηνώδεις διαθέσεις του ατόμου. Οι άνθρωποι γίνονται ξένοι στον ίδιο τους τον εαυτό, φαντάσματα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...