Γενικό Λύκειο Βέλου / Έπαινος
Ήταν
ξημέρωμα Κυριακής. Ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει σιγά σιγά από το κρυφό κρεβάτι
του και να παίρνει τη θέση του στον πρωινό ανοιξιάτικο ουρανό της Ελβετίας,
στην απέραντη θάλασσα των χρωμάτων που σχημάτιζε με τις χρυσές ηλιαχτίδες του,
καθώς αυτές συγκρούονταν με τα γκρίζα σύννεφα του βορρά. Τα πουλιά συνόδευαν
την ανατολή με το μελωδικό κελάηδισμά τους. Τι εντυπωσιακή αρμονία!
Ξαφνικά ένας μηχανικός ήχος έσπασε τη σιωπή του
δωματίου. Ένα κουδούνισμα τόσο ενοχλητικό και επίμονο. Ήταν κιόλας επτά. Το
ξυπνητήρι χτυπούσε με μανία πάνω στο ξύλινο κομοδίνο δίπλα από το σιδερένιο
κρεβάτι. Γύρισα το κουλουριασμένο κορμί μου για να το κλείσω. Έπειτα σηκώθηκα
αργά από το ανακατεμένο κρεβάτι και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Ένα δυσάρεστο
αίσθημα μελαγχολίας και ενοχής βασάνιζε το μυαλό μου. Μια υπενθύμιση όσων
συνέβησαν εκείνη την καταραμένη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος, όταν οι Ρώσοι
έριξαν τις πρώτες βόμβες στην Ουκρανία. Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτομαι αυτές τις
στιγμές πια. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια. Έπρεπε επιτέλους να ελευθερωθώ από τη
φυλακή εκείνης της μέρας.
Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο άνοιξα τη βρύση στον νιπτήρα
κι έριξα κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Οι παγωμένες σταγόνες έκαναν το σώμα μου να
ανατριχιάσει. Πήρα μια πετσέτα και σκουπίστηκα. Τότε είδα την ουλή. Αυτή η
ουλή… Σχεδόν αόρατη αλλά και πάλι τόσο ορατή, τόσο βαθιά και επώδυνη. Άννα! Πώς
γίνεται μετά από δώδεκα χρόνια αυτό το μικρό σημαδάκι να μου θυμίζει το πιο
σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου; Τον μόνο άνθρωπο που ήλπιζα ποτέ να μη χάσω κι
όμως έχασα, την αδερφή μου. Τι κατάρα, Θεέ μου! Τώρα, το ενδεχόμενο να
συγκρατήσω τα δάκρυά μου ήταν απίθανο.
Έτρεξα έξω απ’ το μπάνιο, άρπαξα τα πιο άνετα ρούχα
που βρήκα μπροστά μου και ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Στο μυαλό μου
έτρεχαν εικόνες. Ανατιναγμένα κτήρια, φλόγες, πανικόβλητοι άνθρωποι, νεκροί…
Αφότου ντύθηκα, φόρεσα τα δρομικά μου παπούτσια και
βγήκα γρήγορα έξω απ’ το σπίτι. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. Η μικρή πόλη δεν
είχε ξυπνήσει ακόμα. Άρχισα να τρέχω στον διάπλατο δρόμο που οδηγούσε σ’ ένα
δασάκι έξω απ’ την πόλη. Το μυαλό μου όμως δεν μπορούσε να συμβαδίσει. Έτρεχε
σε μια διαφορετική πορεία, μ’ ένα διαφορετικό ρυθμό, δώδεκα χρόνια πριν…
Η ώρα ήταν μόλις πέντε τα ξημερώματα όταν οι σειρήνες
του πολέμου ήχησαν σε όλη τη χώρα. Ο ήχος ήταν τόσο αποκρουστικός, τόσο
ανατριχιαστικός. Κοιμόμουν αγκαλιά με την Άννα όταν οι γονείς μας μπήκαν μέσα
στο δωμάτιο και μας είπαν πως έπρεπε άμεσα να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας και
να βρούμε κάπου αλλού καταφύγιο. Φοβηθήκαμε. Ήμασταν δυο κορίτσια στην εφηβεία,
με όνειρα και σχέδια για το μέλλον, γεμάτα όρεξη για ζωή. Η Άννα ήταν δυο
χρόνια μεγαλύτερη και πιο ψύχραιμη. Με έπιασε απ’ το χέρι και με τράβηξε να
σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Θυμάμαι τα πόδια μου να τρέμουν. Τον πανικό να με
καταλαμβάνει. Μα αυτή ήταν εκεί. Με έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Όλα θα πάνε καλά», είπε και με φίλησε στο μέτωπο με
τρυφερότητα.
Αυτό το φιλί! Τόσο απλό και αθώο, μα τόσο εμψυχωτικό.
Μου έδωσε τη δύναμη να βρω τις ανάσες μου. Με ηρέμησε, με γαλήνευσε. Στάθηκα
ξανά στα πόδια μου και τότε με άφησε από την αγκαλιά της. Ντυθήκαμε και οι δύο
όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε και γεμίσαμε έναν σάκο με δυο αλλαξιές ρούχων για
την καθεμιά. Τρέξαμε στο σαλόνι όπου μας περίμεναν οι γονείς μας.
«Έτοιμες;», ρώτησαν και οι δύο ομόφωνα.
Γνέψαμε τα κεφάλια μας καταφατικά. Μα στις καρδιές μας
ξέραμε πως αυτό ήταν ένα τεράστιο ψέμα. Δεν ήμασταν και ποτέ δεν θα ήμασταν
έτοιμες να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας.
Τον μακάβριο ήχο των σειρήνων άρχισαν τώρα να
συνοδεύουν και πυροβολισμοί. Ρώσοι στρατιώτες, αναγκασμένοι να βάψουν τα χέρια
τους με αίμα, πλημμύρισαν τους δρόμους. Άρχισαν να κυνηγούν τους άντρες
Ουκρανούς. Οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεχαν πανικόβλητα. Πατεράδες έδιναν το
τελευταίο αποχαιρετιστήριο φιλί στις κόρες τους, μητέρες προσεύχονταν στον Θεό
να φυλάει τους γιους τους. Τι εικόνες! Πόση θλίψη! Τι αγωνία! Γιατί η μοίρα
ήθελε αυτό το χώμα να βαφτεί κόκκινο;
Χωρίς να χάσουμε άλλον χρόνο αρχίσαμε να τρέχουμε προς
το κοντινότερο καταφύγιο. Για κακή μας τύχη βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα μακριά
από την τοποθεσία μας. Οι δρόμοι ήταν κλειστοί από τα συντρίμμια των
βομβαρδισμένων κτηρίων. Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητό μας.
Έπρεπε να πάμε με τα πόδια.
Στη μέση της διαδρομής μια ομάδα δέκα ρώσων στρατιωτών
μας περικύκλωσε. Τρομοκρατημένοι, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας, πέσαμε
στα γόνατα και σηκώσαμε τα χέρια ψηλά. Εγώ κι η αδερφή μου δεν μπορούσαμε να
συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας. Πανικοβληθήκαμε. Αρχίσαμε να κλαίμε με λυγμούς. Το
άρωμα του θανάτου μύριζε τόσο φρικτά. Δεν ήμασταν έτοιμες να φύγουμε. Ήμασταν
νέες. Είχαμε μια ζωή μπροστά μας να χτίσουμε. Οι κάννες των όπλων των
στρατιωτών ήταν στραμμένες προς το μέρος μας. Ο χρόνος είχε παγώσει. Κλείσαμε
τα μάτια και πιαστήκαμε χέρι χέρι περιμένοντας το τέλος. Ακούσαμε δύο
πυροβολισμούς. Ένιωσα κάτι ζεστό να μουσκεύει το πρόσωπό μου. Η Άννα κι εγώ
ανοίξαμε αμέσως τα μάτια. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Οι γονείς μας κείτονταν
νεκροί στο χώμα. Οι σφαίρες είχαν τρυπήσει τις καρδιές τους. Το αίμα τους είχε
πλημμυρίσει το έδαφος και είχε λερώσει το πρόσωπό μου. Πάγωσα. Η γη χάθηκε κάτω
απ’ τα πόδια μου. Η Άννα άρχισε να τρέμει.
«Όχι, όχι, όχι…», άρχισε να μουρμουρίζει.
Έπεσε πάνω στα άψυχα κορμιά των γονιών μας κι άρχισε
να τα χτυπάει με τις γροθιές της.
«ΞΥΠΝΗΣΤΕ!», ούρλιαζε κλαίγοντας.
Οι στρατιώτες γύρω μας είχαν κατεβάσει τα όπλα. Μας
κοιτούσαν με μάτια βουρκωμένα, σαν να συμμερίζονταν τον πόνο μας. Στα πρόσωπά
τους φαινόταν η ενοχή. Δεν ήθελαν να το κάνουν. Ήταν παλικάρια είκοσι χρονών.
Αναγκάστηκαν. Δεν είχαν επιλογή. Αυτός είναι ο πόλεμος. Οι μικροί θυσιάζονται
για τις επιδιώξεις των μεγάλων. Λερώνονται με αίμα και λάσπη, τραυματίζονται,
σκοτώνουν και σκοτώνονται για τα φαύλα οράματα μερικών διεστραμμένων πολιτικών.
Ένας στρατιώτης πέταξε το όπλο του κάτω και
κατευθύνθηκε προς την Άννα. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και τη σήκωσε όσο πιο
ευγενικά μπορούσε από το έδαφος. Ένας άλλος ήρθε και στάθηκε πίσω μου.
«Είστε ελεύθερες να φύγετε. Πάρε την αδερφή σου και
τρέξτε μακριά από εδώ. Μην κοιτάξετε πίσω», μου ψιθύρισε στο αυτί.
Χωρίς να τον κοιτάξω έγνεψα καταφατικά, σχεδόν
μηχανικά. Κινήθηκα προς την Άννα με σταθερό ρυθμό. Την έπιασα απ’ το χέρι και
με βλέμμα άδειο από συναισθήματα τής έκανα νόημα να με ακολουθήσει.
«Πάμε, είναι ώρα να φύγουμε», είπα με ψυχρή και βραχνή
φωνή.
Τα πόδια της έτρεμαν αλλά δεν είχε επιλογή. Έριξε μια
τελευταία ματιά στους άψυχους αγγέλους που αναπαύονταν στο ουκρανικό χώμα δίπλα
μας και άρχισε να κινείται προς το μέρος μου. Πιαστήκαμε απ’ τα χέρια κι
αρχίσαμε να περπατάμε προς το καταφύγιο όσο πιο γρήγορα μας επέτρεπαν τα πόδια
μας.
Σχεδόν τα είχαμε καταφέρει. Βλέπαμε τις πύλες του. Μια
θάλασσα ανθρώπων έτρεχε μαζί μας αναζητώντας τη σωτηρία. Λίγα μέτρα είχαν
απομείνει. Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος των ρωσικών αεροπλάνων. Πέρασαν από πάνω
μας εξαπολύοντας βροχή από βόμβες. Όλοι άρχισαν να τρέχουν με μανία προς το
καταφύγιο. Οι ουκρανοί στρατιώτες βοηθούσαν τις μητέρες να μεταφέρουν τα μωρά
τους. Η Άννα όμως γλίστρησε. Τα χέρια μας χωρίσανε. Ένιωσα ένα ζευγάρι μυώδη
χέρια να τυλίγουν το κορμί μου και να με σέρνουν προς το καταφύγιο. Όχι! Αυτό
δεν μπορούσε να συμβεί. Άννα! Έπρεπε να τη σώσω. Δεν μπορούσε να χαθεί έτσι.
Άρχισα να χτυπιέμαι και να αντιστέκομαι στον νεαρό άντρα που προσπαθούσε να μου
σώσει τη ζωή. Του ξέφυγα. Έτρεξα κατευθείαν στην αδερφή μου. Ήταν ξαπλωμένη στο
έδαφος, συντετριμμένη. Είχε σπάσει το πόδι της. Ο κόσμος, που έτρεχε
πανικόβλητος να σωθεί απ’ τα πυρά του πολέμου, την είχε ποδοπατήσει. Στάθηκα
από πάνω της και την παρότρυνα να σηκωθεί. Μα δεν μπορούσε. Ήταν πολύ αδύναμη.
«Λίγα μέτρα απέμειναν, θα τα καταφέρουμε!», της είπα
κλαίγοντας με λυγμούς.
«Δεν πειράζει, Αντζέλικα, ως εδώ ήταν για μένα… τώρα
πρέπει να τα καταφέρεις μόνη και για τις δύο μας!», μου απάντησε με ήρεμη και
πικραμένη φωνή.
«Όχι!», αναστέναξα. «Θα τα καταφέρουμε, πρέπει μόνο να
σηκωθείς».
Οι πρώτες βόμβες άρχισαν να σκάνε, καταστρέφοντας τα
πάντα στο διάβα τους.
«Άντζελικα, δεν έχεις πολύ χρόνο, πρέπει να φύγεις!»,
είπε αυτή τη φορά με δυνατότερη φωνή.
«Όχι», επέμεινα.
Ξαφνικά άλλο ένα ζευγάρι χέρια άρπαξε το κορμί μου και
με τη βία με σήκωσε κι άρχισε να με σέρνει στο καταφύγιο. Προσπαθούσα και πάλι
να αντισταθώ, αλλά δεν είχε νόημα. Ο άντρας που με έσερνε ήταν πολύ πιο
δυνατός.
«ΆΝΝΑΑΑΑ», ούρλιαξα.
Εκείνη, με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη, μου φώναξε
«Σε αγαπώ!».
Περνούσα τις πύλες του καταφυγίου. Οι πόρτες άρχισαν
να κλείνουν όταν μια βόμβα έσκασε ακριβώς λίγα μέτρα μακριά από την τοποθεσία
μας.
«ΌΧΙΙΙΙΙ,
ΆΝΝΑΑΑΑ!», ούρλιαξα δυνατότερα αυτή τη φορά.
Καθώς οι πύλες ασφαλείας έκλειναν, αντικείμενα και
τζάμια άρχισαν να σπάνε από τα τραντάγματα και τις δονήσεις που προκαλούσαν στη
γη οι βόμβες. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στην Άννα. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα
έκλεινε οριστικά η πύλη. Δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Δεν ήθελα να τη χάσω.
Συνέχισα να μάχομαι τον άντρα που με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, χωρίς
ποτέ να απομακρύνω το βλέμμα μου απ’ την αδερφή μου, όταν ένα κομμάτι γυαλί
καρφώθηκε με δύναμη στο πλευρό μου. Το κεφάλι μου αυτόματα στράφηκε προς τη
φρέσκια πληγή. Η πύλη έκλεισε. Όχι. Δεν μπορεί. Ένα κομμάτι γυαλί μού στέρησε
την τελευταία στιγμή με την αδερφή μου. Όχι! Εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση της.
Την εγκατέλειψα τόσο εύκολα. Δεν πάλεψα όσο έπρεπε για αυτή. Και τώρα έφυγε.
Πήγε να συναντήσει τους γονείς μας στον ουρανό…
Σταμάτησα να τρέχω και ξέσπασα σε κλάματα. Είχα
διανύσει κιόλας δέκα χιλιόμετρα χωρίς να το καταλάβω. Το μυαλό μου όμως
συνέχιζε να διανύει τη φρίκη εκείνης της μοιραίας μέρας. Γιατί ήμουν ακόμα
εγκλωβισμένη σε μια τόσο μακρινή ανάμνηση; Ποιο το νόημα αυτού του βάρους, αυτής
της δέσμευσης; Γιατί δεν μπορούσα να απελευθερωθώ, να προχωρήσω;
Τα πόδια μου δεν μπορούσαν να με κρατήσουν πλέον.
Έχασα την ισορροπία μου, έπεσα με τα γόνατα στο χώμα. Ένιωθα πνιγμένη, σαν να
μην μπορούσα να αναπνεύσω. Κοίταξα τον ουρανό με μάτια πρησμένα από τα δάκρυα.
«Άννα!», μουρμούρισα.
Τότε
όλα έγιναν μαύρα…
«Αντζέλικα!»,
μια οικεία φωνή ακούστηκε από πίσω μου. «Αντζέλικα, εγώ είμαι!».
Πάγωσα
στο άκουσμά της. Δεν ήταν δυνατόν. Ήταν η φωνή της αδερφής μου. Γύρισα αργά και
κοίταξα πίσω. Μια ψηλή κοπέλα με ξανθά, κυματιστά μαλλιά στεκόταν στην άλλη
πλευρά του δρόμου. Δεν μπορεί. Ήταν ολόιδια με την αδερφή μου. Έμεινα να την
κοιτάω σοκαρισμένη.
«Αντζέλικα, εγώ είμαι, η Άννα!», είπε με τρυφερή φωνή
και άνοιξε τα χέρια της να με αγκαλιάσει. «Έλα σε μένα».
Στο άκουσμα του ονόματός της τα πόδια μου ξαναβρήκαν
τη δύναμη να με κρατήσουν. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς την κατεύθυνσή
της. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Κρύψαμε τα κεφάλια μας η μία στον λαιμό της άλλης.
Ξαφνικά ένιωσα όλο το βάρος που με συνόδευε από εκείνη την καταραμένη μέρα να
φεύγει, τη συνείδησή μου να καθαρίζει. Ήμουν πια ελεύθερη. Τα δεσμά της ενοχής
είχαν σπάσει. Είχα πια λυτρωθεί. Ήμουν ξανά με την αδερφή μου! Δεν είχε
πεθάνει, ήταν εδώ μετά από δώδεκα χρόνια. Μα πώς;
«Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;», τη ρώτησα με
τρεμάμενη φωνή.
«Σε περίμενα!», μου απάντησε με αυτή τη γλυκιά φωνή
που τόσο είχα καημό να ακούσω.
Μα πώς; Με περίμενε; Τι σημαίνει αυτό; Υποτίθεται πως
ήταν νεκρή. Μπορούν οι νεκροί να περιμένουν; Δεν αναπαύονται; Την κοίταξα απορημένη.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Πώς ήξερε πού να με βρει και γιατί εμφανίστηκε μετά από
δώδεκα χρόνια;
«Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι εδώ μετά από τόσο καιρό;
Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;», τη ρώτησα καθώς ξετύλιγα τα χέρια μου από το
κορμί της.
Εκείνη με κοίταξε με ένα παρηγορητικό ύφος και μου
έδειξε το σημείο όπου στεκόμουν όταν σταμάτησα να τρέχω. Ένα αυτοκίνητο ήταν
σταματημένο. Μπροστά του μια κοπέλα ήταν ξαπλωμένη. Αιμορραγούσε, τα μάτια της
ήταν κλειστά, το πρόσωπό της γαληνεμένο. Ένας άντρας από πάνω της προσπαθούσε
να την ξυπνήσει. Μα δεν είχε νόημα. Η κοπέλα είχε φύγει. Πλησίασα αργά προς το
άψυχο κορμί της. Το κοίταξα απορημένη. Τότε είδα ότι αυτή η κοπέλα ήμουν εγώ.
Το αυτοκίνητο με είχε οδηγήσει στην αγκαλιά της αδερφής μου. Με πλημμύρισε
χαρά. Τώρα θα ήμασταν μαζί. Για πάντα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου