Μουσικό Σχολείο Κορίνθου / 1ο Βραβείο Ποίησης (Γυμνάσιο)
Κάτω από τις νότες του καλοκαιριού έδωσε το πρώτο του φιλί
ο Έρωτας εις την Ψυχή.
Κάτω από τις νότες της πανσέληνης σιωπής
κάτω απ’ τις φεγγαραχτίδες είπαν το αιώνιο «Σ’ αγαπώ».
Ο Έρωτας χαμογέλασε,
η Ψυχή κρύφτηκε στην αγκαλιά του τρέμοντας.
«Φίλα με ακόμα μια φορά.
Θέλω να νιώσω τα χείλη σου να σκιρτούν, να αναδεύονται,
να φτάνουν ως τα μύχια της καρδιάς μου.
Μα γρήγορα
πριν ο Ήλιος, ο ζωοδότης θεός, στείλει τις αχτίδες του,
να φωτίσουν τις χρυσαφένιες σου μπούκλες».
Εκείνος την κοίταξε.
«Μην ανησυχείς. Ο χρόνος είναι ένα κομμάτι εύπλαστο ζυμάρι,
που το παίρνεις στα χέρια σου και το κάνεις ό,τι θελήσεις.
Πες μου τι θες, βασίλισσά μου.
Θες να σε πάω βαρκάδα στη λίμνη του ουρανού
και εσύ να κόβεις αστέρια νούφαρα και να τα βάζεις στα μεταξένια σου μαλλιά;»
«Θέλω αυτή η στιγμή να διαρκέσει όσο ένα γλυκό φιλί στ’ απαλά σου χείλη,
μα αθόρυβα, μη σκίσουμε το πέπλο της νυχτός αυτό που μας τυλίγει».
Και έτσι δόθηκε το φιλί.
Εκεί, κάτω από τις νότες του καλοκαιριού, σε έναν κήπο,
σε έναν πλανήτη μακρινό, εύθραυστο, ονειρικό, μα και αληθινό.
Ήταν οι πρώτοι εραστές, μα και οι τελευταίοι.
Ήταν μια ιστορία ξεχασμένη στο συρτάρι κάποιου λησμονημένου ποιητή,
δίπλα σε ένα πέταλο τριαντάφυλλου,
ξεχασμένη τόσο από τον συγγραφέα του, όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο.
Μα, πώς κατάφερε ο κόσμος να ξεχάσει την ίδια του την ιστορία;
ο Έρωτας εις την Ψυχή.
Κάτω από τις νότες της πανσέληνης σιωπής
κάτω απ’ τις φεγγαραχτίδες είπαν το αιώνιο «Σ’ αγαπώ».
Ο Έρωτας χαμογέλασε,
η Ψυχή κρύφτηκε στην αγκαλιά του τρέμοντας.
«Φίλα με ακόμα μια φορά.
Θέλω να νιώσω τα χείλη σου να σκιρτούν, να αναδεύονται,
να φτάνουν ως τα μύχια της καρδιάς μου.
Μα γρήγορα
πριν ο Ήλιος, ο ζωοδότης θεός, στείλει τις αχτίδες του,
να φωτίσουν τις χρυσαφένιες σου μπούκλες».
Εκείνος την κοίταξε.
«Μην ανησυχείς. Ο χρόνος είναι ένα κομμάτι εύπλαστο ζυμάρι,
που το παίρνεις στα χέρια σου και το κάνεις ό,τι θελήσεις.
Πες μου τι θες, βασίλισσά μου.
Θες να σε πάω βαρκάδα στη λίμνη του ουρανού
και εσύ να κόβεις αστέρια νούφαρα και να τα βάζεις στα μεταξένια σου μαλλιά;»
«Θέλω αυτή η στιγμή να διαρκέσει όσο ένα γλυκό φιλί στ’ απαλά σου χείλη,
μα αθόρυβα, μη σκίσουμε το πέπλο της νυχτός αυτό που μας τυλίγει».
Και έτσι δόθηκε το φιλί.
Εκεί, κάτω από τις νότες του καλοκαιριού, σε έναν κήπο,
σε έναν πλανήτη μακρινό, εύθραυστο, ονειρικό, μα και αληθινό.
Ήταν οι πρώτοι εραστές, μα και οι τελευταίοι.
Ήταν μια ιστορία ξεχασμένη στο συρτάρι κάποιου λησμονημένου ποιητή,
δίπλα σε ένα πέταλο τριαντάφυλλου,
ξεχασμένη τόσο από τον συγγραφέα του, όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο.
Μα, πώς κατάφερε ο κόσμος να ξεχάσει την ίδια του την ιστορία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου