Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Άννα Χασικίδη ''Κούρος της Τενέας - Γλυπτοθήκη Μονάχου - Αριθμός καταλόγου 168''


Homo Educandus Αγωγή  /  1ο Βραβείο Διηγήματος (Γυμνάσιο)

   
      Με έφτιαξαν χέρια άξια, που ήξεραν να δίνουν όχι μόνο μορφή αλλά και ψυχή στην άμορφη και ψυχρή πέτρα και μου έδωσαν τη μορφή ενός νέου με αθλητικό και γυμνό σώμα,  όπως ταιριάζει στους ήρωες. Με τοποθέτησαν ψηλά σ΄ ένα  βάθρο,  αιώνιο σύμβολο της δύναμης και της ομορφιάς.
      Στην αρχή ήμουν μόνος, για πολλά χρόνια. Είχα για συντροφιά τον ζωοδότη ήλιο και το μοναδικό φως της πατρίδας μου, της Τενέας. Η πατρίδα μου ήταν  ο τόπος  που δόθηκε από τον Αγαμέμνονα στους  αιχμαλώτους που μεταφέρθηκαν από την Τένεδο, για να εγκατασταθούν μετά τον Τρωικό πόλεμο. Απείχε εξήντα στάδια από την ξακουστή Κόρινθο, μετά την Τενεατική Πύλη και το ιερό της Ειλειθυίας. Βρισκόταν σε μια προνομιακή θέση, καθώς από αυτήν περνούσε η συντομότερη οδός που οδηγούσε από την Κόρινθο των δύο λιμανιών στο Άργος, την ιερή πόλη της Ήρας και γνώρισε τέτοια ακμή, που συμμετείχε στον αποικισμό των Συρακουσών μαζί με τους Κορινθίους.
      Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ξαφνικά, ήρθαν οι δίδυμοι σύντροφοί μου. Πόση χαρά μου έδωσε ο ερχομός τους! Δυο νέοι γεμάτοι ρώμη και κάλλος, τοποθετημένοι και αυτοί σε ψηλά βάθρα, στάθηκαν κοντά μου, διώχνοντας μακριά τη μοναξιά. Από τότε όλα άλλαξαν. Μαζί πια αντικρίζαμε τις πρώτες  ακτίνες του ήλιου, μαζί μάς έλουζε το άπλετο και ιερό φως του, μαζί νιώθαμε τις μυρωδιές από τα βότανα και τους καρπούς της πατρίδας μας και μαζί μάς κατέκλυζαν τα κατορθώματά της, που μας γέμιζαν υπερηφάνεια. Τα χρόνια περνούσαν και εμείς στεκόμασταν αγέρωχοι, αληθινά αντικείμενα θαυμασμού, αιώνιοι σύντροφοι.
      Πέρασαν έτσι χρόνια πολλά, αιώνες, ώσπου ο τόπος μας έπαυσε πια να ευημερεί, οι πόλεμοι τον πλήγωσαν, ο πληθυσμός λιγόστεψε, το εμπόριο πέρασε σε άλλα χέρια και ήρθε η παρακμή. Οι δίδυμοι σύντροφοί μου και εγώ βρεθήκαμε καταγής, ριγμένοι από τα βάθρα μας και είδαμε το σώμα μας να κομματιάζεται. Κάποια στιγμή το φως του ήλιου χάθηκε, χώμα πολύ, χώμα παντού μας σκέπασε και μας χώρισε. Χάθηκε η ζεστασιά και το φως της πατρίδας μας, χάθηκε  η συντροφιά μας. Το σκοτάδι πυκνό και ανελέητο μας κυρίευσε.  Έμεινα πάλι μόνος, μακριά από τους συντρόφους μου, παγωμένος, φοβισμένος, να με παραλύει η σκέψη πως θα μείνω για πάντα θαμμένος εκεί κάτω.
      Τα χρόνια περνούσαν, έγιναν αιώνες και οι αιώνες χιλιετία. Με τον καιρό έμαθα να μετράω τον χρόνο. Ήταν χειμώνας, όταν το χώμα νότιζε από τις βροχές και τα χιόνια και καλοκαίρι, όταν ο ήλιος στέγνωνε και ξέραινε τη φυλακή μου. Η απελπισία που ένιωθα, πιστεύοντας ότι θα παραμείνω αιώνια φυλακισμένος στα βάθη της γης, εναλλασσόταν με την ελπίδα πως κάτι θα συμβεί και δεν θα μείνω για πάντα κρυμμένος κάτω από το πνιγηρό  χώμα.
      Μια μέρα, μετά από πολύ καιρό, ένιωσα κάτι διαφορετικό. Χτυπήματα και ήχοι άρχισαν να γεμίζουν τον βουβό τάφο μου. Πνιχτές αντρικές φωνές με έβγαλαν από τον λήθαργο. Το βάρος από το χώμα άρχισε να ελαφραίνει, καθώς δυνατά χέρια άρχισαν να το διώχνουν από πάνω μου με βίαιες κινήσεις. Και τότε, τι θαύμα, αντίκρισα ξανά τον ουρανό της πατρίδας μου! Ήταν σχεδόν ξημέρωμα, σε λίγο θα ένιωθα πάλι τη ζεστασιά και το φως του ήλιου της πατρίδας μου! Ω Τενεάτη Απόλλωνα, θεέ των προγόνων μου, πόσο σε ευχαριστώ!
      Οι φωνές των ανδρών καθάρισαν, ήταν η γλώσσα της πατρίδας μου, αλλαγμένη όμως. Οι φωνές έγιναν κοφτές βρισιές, ανακατεμένες με τις φράσεις «Θα γίνουμε πλούσιοι», «Θα πάρουμε πολλά λεφτά», «Σωθήκαμε». Τα χέρια των ανδρών άρχισαν με βίαιο τρόπο να τινάζουν το χώμα από πάνω μου. Άλλα χέρια αυτά, πόσο διαφορετικά από τα άξια χέρια του γλύπτη που με έπλασε. Χέρια άπληστα, άξεστα, δουλικά απλωμένα να ζητιανεύουν χρήματα, χέρια πρόθυμα να προδώσουν για τα λεφτά την πατρίδα τους, την κληρονομιά των παιδιών τους. Αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα πώς είναι δυνατόν τα χέρια των ανθρώπων που φέρνουν την πρόοδο και τον πολιτισμό, τα ίδια χέρια να προκαλούν τον αφανισμό και  την καταστροφή! «Είναι τεράστιο», «Δεν θα τα καταφέρουμε να το βγάλουμε έξω», «Να το τεμαχίσουμε» συνέχισαν οι φωνές των ανδρών, ακόμη πιο άγριες. Ο φόβος και η αγωνία με κυρίευσαν. Θεέ των προγόνων μου, τι μου επιφυλάσσεις;                           
      Είχε πια ξημερώσει, όταν με έβγαλαν από τη φυλακή μου. Το φως έδιωχνε απαλά τα τελευταία σύννεφα σκοταδιού και ο  Απόλλωνας μού έστειλε τις πρώτες ακτίνες του. Το σώμα μου φωτίστηκε μετά από χιλιάδες χρόνια! Βυθίστηκα στην απόλαυση που τόσο περίμενα, ώστε για μια στιγμή τα ξέχασα όλα.
      Ξαφνικά, ένιωσα ένα βαρύ ύφασμα να με τυλίγει, καθώς οι άνδρες αποφάσισαν να με μεταφέρουν σ` ένα ασφαλές σημείο, για να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Το φως του αγαπημένου μου ήλιου ξαναχάθηκε και επανήλθε το σκοτάδι. Έμεινα αρκετό  καιρό κλεισμένος σ΄ ένα ξύλινο κασόνι. Κάποιες φορές το κασόνι άνοιγε και ένιωθα άπληστα μάτια να με παρατηρούν σαν αρπακτικά, να με περιεργάζονται, όχι με θαυμασμό, αλλά για να υπολογίσουν την τιμή που θα «πιάσω». Τελικά, μια μέρα αισθάνθηκα να με μετακινούν. Πού να με πηγαίνουν άραγε; Ένιωθα εντελώς ανήμπορος να κάνω κάτι και προσευχόμουν μόνο στον θεό των προγόνων μου να μη με ξεχάσει. Η μετακίνησή μου δεν κράτησε πολύ, ώσπου τελικά κατάλαβα ότι με έβαλαν σ΄ ένα πλοίο. Την ένιωσα αμέσως τη θάλασσα και ας μην την είχα δει ποτέ μου. Θυμήθηκα όλες τις ιστορίες για τα κατορθώματα των Τενεατών που μαζί με τους Κορινθίους και τα πλοία τους διέσχιζαν τις θάλασσες και μετέφεραν παντού όχι μόνο εμπορεύματα αλλά και πολιτισμό, έργα τέχνης, επιστήμες και αξίες πανανθρώπινες. Ταξίδευα για μέρες και καταλάβαινα ότι βρισκόμουν πολύ μακριά από την πολυαγαπημένη μου πατρίδα, πολύ μακριά από την Ιερή Γη της Ελλάδας. 
      Κάποτε το ταξίδι μου τελείωσε. Άνθρωποι, που δεν μιλούσαν τη γλώσσα της πατρίδας μου, με έβγαλαν από το ξύλινο κασόνι, με καθάρισαν και προσπάθησαν να  κολλήσουν τα σπασμένα μέλη μου. Αργότερα, με έβαλαν ξανά πάνω σ΄ ένα ψηλό  βάθρο σε μια κρύα αίθουσα. Αισθάνθηκα ανακούφιση και χαρά, καθώς έβλεπα ανθρώπους να με κοιτούν και πάλι με θαυμασμό. Η υπερηφάνειά μου ξαναγύρισε. Ο  χρόνος με είχε σημαδέψει, ήμουν όμως ακόμη επιβλητικός. Εκατοντάδες άνθρωποι έρχονταν να με δουν μαζί με τις άλλες ξενιτεμένες αρχαιότητες. Μερικές φορές μέσα στο πλήθος των επισκεπτών μπορούσα να ακούσω, ανάμεσα στις φωνές, μια γλώσσα που θύμιζε τη γλώσσα της πατρίδας μου, την οποία μιλούσαν νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες, υποψήφιοι διδάκτορες, αρχαιολόγοι ή απλοί τουρίστες. Τότε ήταν που θυμόμουν τον τόπο μου και ένιωθα αόρατα δάκρυα να κυλούν και να αυλακώνουν το πρόσωπό μου.
      Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα πλήθη εξακολουθούσαν να έρχονται να με δουν και άκουγα τα επιφωνήματα του θαυμασμού τους. Ένιωθα, όμως, ξένος μέσα σ΄ αυτήν την αίθουσα, όπου το κρύο και το μουντό φως μού έδειχναν κάθε μέρα πόσο μακριά βρισκόμουν από την πατρίδα. Και κάπως έτσι άρχισε η νοσταλγία. Πόσο λαχταρούσα να ξαναδώ το φως του τόπου μου, να αγκαλιάσει ξανά το σώμα μου η ζεστασιά του ζωοδότη ήλιου!  Πόσο λαχταρούσα να μάθω τι απέγιναν οι δίδυμοι σύντροφοί μου! Άραγε, είχαν και αυτοί την ίδια τύχη με μένα, είναι ξενιτεμένοι ή μήπως εξακολουθούν να είναι θαμμένοι στα βάθη της γης;
      Με τον καιρό η νοσταλγία μου έγινε θλίψη μεγάλη. Αρχικά με κυρίευσε μια ανεξήγητη κούραση και έπειτα μια αδιαφορία για όλα. Παραίτηση. Τίποτε δεν με ενδιέφερε. Είχα αποδεχθεί τη μοίρα μου. Όλα τέλειωσαν μέσα σ΄ αυτή την κρύα αίθουσα, εκεί όπου το φως και το σκοτάδι δεν έχουν καμία διαφορά.
      Ξαφνικά μια μέρα, μια ζωηρή παρέα νεαρών κοριτσιών και αγοριών από την πατρίδα μου κατάφερε να τραβήξει την προσοχή μου. Ήταν τόσο όμορφοι όλοι τους, έφερναν πάνω τους τη λάμψη του ήλιου της, την αύρα της θάλασσάς της! Όλο το φως της ήταν παγιδευμένο μέσα στα μάτια τους! Η χαρά και η ζωντάνια τους κατάφερε  να ζεστάνει την κρύα αίθουσα και να διώξει για λίγο τη θλίψη που με τύλιγε. Σχεδόν μπορούσα να μυρίσω τα ξεχασμένα αρώματα του τόπου μου και αισθάνθηκα να γέρνω προς το μέρος τους, για να τους ακούσω καλύτερα. Ήδη ένιωθα ένα αμυδρό χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη μου. Γι΄ αυτό το χαμόγελο τούς άκουσα με έκπληξη να μιλούν: «Χαμογελούν και οι τρεις τους υπέροχα, το περιβόητο αρχαϊκό μειδίαμα», «Το χαμόγελό τους αναδεικνύει το λακκάκι που έχουν και οι τρεις στο πηγούνι τους», «Δεν έχουν μόνον κοινή καταγωγή από την Τενέα, αλλά και κοινά χαρακτηριστικά», «΄Έχουν ομοιότητες που σου κόβουν την ανάσα», «Έχουν και οι τρεις μακρόστενα πρόσωπα και την ίδια σχεδόν σωματική διάπλαση», «Τα μαλλιά τους έχουν παρόμοιο μήκος και  χτένισμα», «Δες πώς προβάλλουν εμπρός και οι τρεις το πόδι τους», «Σαφώς οι δίδυμοι Κούροι της Τενέας είναι νεότεροι, ενώ ο αυτός ο Κούρος έχει μια πιο πρώιμη τεχνοτροπία».
      Τότε ήταν που ένιωσα  το πάθος της ψυχής μου να πάλλεται και να νικάει την πέτρα, που νόμισα ότι τα πόδια μου απέκτησαν φτερά, για να αγκαλιάσω τους αγγελιαφόρους αυτής της τόσο ανέλπιστης είδησης. Με συγκρίνουν με τους δίδυμους συντρόφους μου! Είναι ολοφάνερο, οι δίδυμοι σύντροφοί μου έχουν ελευθερωθεί από τον σκοτεινό τάφο τους! Οι δίδυμοι Κούροι της Τενέας βρέθηκαν! Ρουφούσα κάθε λέξη τους σαν νέκταρ. Δεν πίστευα ότι μπορούσε να υπάρξει τέτοια απροσδόκητη χαρά, πως μπορούσε η θλίψη τόσων χρόνων να χαθεί μέσα σε λίγα λεπτά. Πόσες ακόμα πληροφορίες μου έδωσαν αυτά τα νέα παιδιά! 
      Οι δίδυμοι σύντροφοί μου, πριν από δέκα περίπου χρόνια, κατάφεραν να γλιτώσουν την τελευταία στιγμή από τα άπληστα χέρια των αρχαιοκάπηλων που ετοιμάζονταν να τους φυγαδεύσουν παράνομα στο εξωτερικό. Ήταν ταλαιπωρημένοι, κομματιασμένοι  και χτυπημένοι από αγροτικά μηχανήματα, όμως είχαν ευτυχώς βρεθεί και το σπουδαιότερο, είχαν παραμείνει στην πατρίδα. Εκεί, εξειδικευμένοι επιστήμονες, αγαπημένα χέρια  ικανών αρχαιολόγων και συντηρητών τούς φρόντισαν με αγάπη αλλά και μοναδική επιστημονική ικανότητα, ώστε να αποκατασταθεί η ομορφιά και το μεγαλείο τους. Τώρα πια, ασφαλείς, πανέμορφοι και επιβλητικοί στολίζουν το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου, λουσμένοι από το φως της πατρίδας, στην αγκαλιά των απογόνων της Τενέας και της Κορίνθου.
      Και τα χαρμόσυνα νέα τους δεν σταματούν εδώ. Οι υπέροχοι νέοι της πατρίδας μου συνέχισαν τη μοναδική ιστορία τους. Για την πόλη μου, την πόλη των δίδυμων συντρόφων μου, την αρχαία Τενέα, έχει ήδη ξεκινήσει το υπέροχο ταξίδι που θα την φέρει πίσω από το βαθύ σκοτάδι στο υπέρλαμπρο φως του ήλιου. Οι ανασκαφές, που είναι σε εξέλιξη, έχουν ήδη φέρει στο φως σπουδαία ευρήματα, που οδηγούν στην αποκάλυψη της θέσης της. Η πατρίδα μου επιστρέφει στο φως! Αποκτά ξανά την περίοπτη θέση της, ενώ ο εντοπισμός της αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα παγκόσμια αρχαιολογικά γεγονότα.   
      Όλη μου η ύπαρξη πάλλεται από τη συγκίνηση, τη χαρά και τον ενθουσιασμό. Ναι, από τον ενθουσιασμό. Ποτέ δεν περίμενα, μέσα στα χρόνια της ξενιτιάς και της θλίψης, ότι θα νιώσω ξανά ενθουσιασμό. Κι όμως, είμαι πλημμυρισμένος από ενθουσιασμό! Η πόλη μου επιστρέφει στο φως, οι δίδυμοι σύντροφοί μου είναι ασφαλείς στην πατρίδα. Ναι, τώρα πια ξαναβρήκα το χαμένο νόημα! Τώρα πια, η κρύα αίθουσα φλέγεται από τον ενθουσιασμό μου. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα περάσουν, όμως είμαι σίγουρος ότι θα συμβεί. Είμαι σίγουρος πως θα υπάρξουν εκείνα τα χέρια, τα χέρια του πολιτισμού και των πανανθρώπινων αξιών και ιδανικών  που θα καταφέρουν να λύσουν τα δεσμά μου. Είμαι σίγουρος πως κάποτε θα βρεθούμε ξανά μαζί οι δίδυμοι σύντροφοί μου και εγώ στην Τενέα, πως κάποτε θα με λούσει και πάλι το φως της πατρίδας μου και θα ξαναζεστάνει το σώμα μου ο ζωοδότης ήλιος της. Μπορώ να περιμένω, όσο κι αν χρειαστεί, για την επιστροφή στη γενέθλια γη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...