Γυμνάσιο
Βραχατίου / 3ο Βραβείο Διηγήματος (Γυμνάσιο)
Τελευταία
ημέρα. Το μυαλό μου κοντεύει να εκραγεί. Στα παρασκήνια υπάρχει ένα χάος. Όπου και αν γυρίσεις να κοιτάξεις,
το μόνο που βλέπεις είναι άγχος, πανικός
και αγωνία. Μέσα σε ένα διαρκή θόρυβο, το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι φωνές. «Πού έβαλες το καπέλο μου;», «Σε
λίγο βγαίνει, πού είναι;», «Έχει γεμίσει όλο το θέατρο». Μέσα στο κεφάλι μου
υπάρχει μια ταραχή. Τα χέρια μου τρέμουν δίχως να έχει παγωνιά. Κοιτώ ολόγυρα
σαν να βρίσκομαι σε ένα άγνωστο μέρος. Όλα είναι θολά. Άγνωστα. Κάθομαι και κρυφοκοιτάζω
από μια γωνίτσα τους θεατές. Όλοι τους είναι ξεχωριστοί. Γελάνε, μιλάνε και
κοιτούν επίμονα το ρολόι, καθώς είναι οκτώ και πέντε και δεν έχει χτυπήσει
ακόμα το πρώτο κουδούνι.
«Ντριν!». Το κουδούνι του θεάτρου
μόλις χτύπησε. Δεν μπορώ να κουνηθώ . « Μαρία! Ετοιμάσου! Παίζεις στην πρώτη
σκηνή ! Τι κάθεσαι!». «Μαρία! Μ’ ακούς που σου μιλάω;». Δεν ακούω κανέναν και
τίποτα. Όλα είναι ασήμαντα εκτός από την έξοδο στη σκηνή. Ξέρω, όμως, πως κατά
βάθος θέλω να βγω. Θέλω να αντικρίσω τα μάτια των θεατών. Θέλω να δω τις
αντιδράσεις τους. Αυτή τη στιγμή είμαι η Μαρία. Σε λίγο θα είμαι ο Μπεν, ο Μπεν
Ρότζερ, ένα μικρό αγόρι σε ένα χωριουδάκι της Αμερικής του δέκατου ένατου
αιώνα.
Στην
αρχή δεν μου άρεσε ο ρόλος μου. Τον είχα υποτιμήσει. Όταν μας ανακοίνωσαν για
πρώτη φορά το έργο, ενθουσιάστηκα. Ήλπιζα σε έναν ρόλο πρωταγωνιστικό, σημαντικό
και προπαντός γυναικείο. Έβλεπα τον δάσκαλό μου να δίνει τα κείμενα σε όλους.
Οι ρόλοι ένας ένας έφευγαν. Εγώ καθόμουν μαζεμένη στη θέση μου. Δεν άκουγα το
όνομά μου. Δεν είναι ωραίο να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση αναμονής. Κάθε δευτερόλεπτο
ισοδυναμεί με έναν αιώνα. Δεν έχεις αίσθηση της πραγματικότητας και δεν είσαι
σε θέση να την καταλάβεις. Το μόνο που κάνεις είναι να κοιτάζεις επίμονα τα κείμενα και να ζηλεύεις τα συναισθήματα των άλλων
παιδιών. Θέλεις και εσύ να νιώσεις έτσι, να κρατήσεις το κείμενο στα χέρια σου
και να πεις φωναχτά το όνομα του ρόλου σου.
«Μαρία» φώναξε ο δάσκαλός μου. Πλησίασα. Είχα
μεγάλη αγωνία για το τι ρόλος θα μου
λάχει. Μου έδωσε το κείμενό μου και ύστερα κάθισα στην θέση μου. Μόλις είδα το
όνομα μου δίπλα στο όνομα του Μπεν, έπεσα
από τα σύννεφα. Δεν μου άρεσε ο ρόλος μου. Θεωρούσα πως δεν είχε κάτι ιδιαίτερο
να δώσει στο έργο. Σε δυο τρεις σκηνές έπαιζε όλο κι όλο. Τον θεωρούσα ασήμαντο.
Κρατούσα το σενάριο γεμάτη θυμό και ζήλεια. Ούτε να βλέπω δεν ήθελα το όνομα αυτό. Τι θα έπαιζα στο κάτω κάτω; Ένα
αφελές αγόρι που κανένας δεν θα θυμάται.
Έφυγα
απογοητευμένη προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη στα μάτια μου. Κάθε μέρα κοίταζα
το σενάριο, που ήταν ακουμπισμένο στο γραφείο μου. Δίσταζα να το πάρω. Δεν το
ήθελα. Έπρεπε όμως. Οι πρόβες θα άρχιζαν σε μια περίπου εβδομάδα. Ένα βράδυ
αποφάσισα να κάνω το μεγάλο βήμα. Έπιασα το κείμενο στα χέρια μου και άρχισα να
διαβάζω. Δεν είχα καταλάβει ακόμα ποιον θα έπαιζα. Όχι ότι δεν ήξερα πώς τον
έλεγαν ή από πού ήταν. Νόμιζα πως δεν μπορούσα να μπω στην ψυχή του, στο μυαλό
του. Νόμιζα πως δεν μπορούσα να γίνω ο Μπεν.
«Ντριν!Ντριν!». Το δεύτερο κουδούνι! Ο
χρόνος πλησιάζει. Βλέπω γύρω και ξέρω πως σε λίγο βγαίνω. Κοιτάζω την άδεια
σκηνή. Εγώ δεν την βλέπω όμως κενή. Βλέπω πάνω της πρόσωπα. Βλέπω πάνω τον Μπεν
να παίζει και να γελάει. Τον βλέπω
ολοζώντανο να τρέχει. Είναι ανέμελος, ξέγνοιαστος, είναι παιδί. Ένα παιδί που
τρέχει, παίζει και γελάει σαν όλα τ’ άλλα.
Συνεχώς
έρχονται στο μυαλό μου αναμνήσεις. Όταν
μπέρδευε τα λόγια του ο Γιώργος ή όταν γλίστραγε η Άννα. Οτιδήποτε κάναμε δεν γινόταν από υποχρέωση, αλλά από θέληση και ανάγκη. Θέλαμε να λιώνουμε από τη
ζέστη το καλοκαίρι και να τρέμουμε από το κρύο τον χειμώνα προκειμένου να
πετύχουμε τον στόχο μας. Γιατί αυτός ήταν ο στόχος μας, να ζωντανέψουμε έναν
ρόλο, να τον φέρνουμε στη ζωή. Κάθε φορά στο θέατρο γίνεσαι κάποιος άλλος. Όταν
μια παράσταση τελειώνει, πονάς σαν να τελείωσε η ίδια σου η ζωή. Εσύ είσαι ο
ρόλος και ο ρόλος ζει στην παράσταση. Η παράσταση όμως κάποτε τελειώνει είτε
είναι στο θέατρο είτε είναι στη ζωή.
«Ντριν, ντριν, ντριν».
Το κουδούνι μόλις χτύπησε. Το τρίτο και το τελευταίο. Μια υπενθύμιση για την
αρχή της τελευταίας μου παράστασης. Κοιτάζω γύρω μου και όλο το άγχος μου έχει
φύγει. Το μόνο που θέλω να κάνω είναι να βγω στη σκηνή και να κάνω αυτό που μου
έτυχε. Τον ρόλο που μου δόθηκε στο θέατρο και στη ζωή μου.
Ακόμα και να μη μου άρεσε στην αρχή, δεν
μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό. Δεν μπορούσα να αλλάξω την πραγματικότητα. Ήταν
σαν να γεννήθηκα έτσι. Μπορείς να αλλάξεις την εθνικότητά σου; Μπορείς να
αλλάξεις την οικογένειά σου ή τους γονείς σου; Όχι, δεν μπορείς. Το μόνο που
μπορείς και οφείλεις να κάνεις είναι να το αποδεχτείς. Εάν το κάνεις αυτό, δεν
έχεις τίποτα να φοβηθείς. Εγώ το έκανα και τελικά το αποδέχτηκα. Αγάπησα τον
ρόλο, ταυτίστηκα με αυτόν και γι’ αυτό αυτή τη στιγμή περιμένω να ανοίξουν τα
φώτα, να ακουστεί η μουσική, να πει ο πρωταγωνιστής τα λόγια του και να βγω.
Αυτό
συμβαίνει. Το μαύρο χρώμα της σκηνής γίνεται έντονο κίτρινο και η εκκωφαντική
σιωπή του χώρου γεμίζει με μια χαρούμενη μελωδία. «Βγες, Σταύρο!» «Τώρα!». Ο
Ντέιβ και όχι ο Σταύρος πια, βγαίνει στη σκηνή. Εγώ έχω χαλαρώσει και έχει
σχηματιστεί στο πρόσωπό μου ένα μεγάλο χαμόγελο. Αυτή είναι η παράσταση. Η τελευταία
παράστασή μου.
Πρέπει
να σταματήσω τους συναισθηματισμούς. Βγαίνω. Φωνάζω δυνατά ένα “Καλημέρα φίλε!”
και με ένα σάλτο εισβάλλω στη σκηνή. Αρχίζω να μιλάω χωρίς να προσπαθώ
να θυμηθώ τα λόγια, διότι μου βγαίνουν φυσικά, αυθόρμητα. Γελάω, παίρνω
εκφράσεις και νιώθω ό,τι νιώθει ο ήρωας. Χαρά, λύπη, φόβο και ό,τι συναίσθημα
μπορεί να έχει κανείς. Το μυαλό μου ταξιδεύει σε ένα παλιό χωριό της Αμερικής,
αλλά παράλληλα προσπαθώ να φέρω στον νου μου τα λόγια του δασκάλου μου και τις
κινήσεις που πρέπει να κάνω, ώστε να μη γίνει κάποιο λάθος.
Ακούγονται ξαφνικά γέλια των θεατών. Σήμερα
έχουμε δύσκολο κοινό. Όταν όμως αρχίζουν να ξεσπούν σε γέλια και να χαμογελούν
με την ατάκα μου, νιώθω τεράστια ικανοποίηση. Καταλαβαίνω πως παίζω καλά, πως
τους αρέσω και κάποτε θα θυμούνται και θα γελάνε με τις ατάκες του Μπεν από μια
παράσταση που είχαν δει.
Όλα
πάνε σωστά σήμερα. Μπορεί τα
συναισθήματά μας να είναι σχεδόν ίδια με
της πρεμιέρας μας, αλλά δεν υπάρχουν ούτε λάθη ούτε κενά, όπως τότε. Βέβαια, ήταν
αρχή και ακόμα μαθαίναμε. Στις πρώτες πρόβες μας, νομίζαμε πως μπορούσαμε να
παίξουμε άνετα παράσταση από τότε. Στην πορεία όμως ωριμάσαμε και δεχτήκαμε το
γεγονός ότι δεν ήμασταν έτοιμοι. Θέλαμε ακόμα καθοδήγηση και γνώσεις. Οι πρόβες
μας ήταν η προετοιμασία, για να βγούμε
στη ζωή. Όμως, όλο αυτόν τον καιρό, κυρίως οι ενδιάμεσες παραστάσεις
γινόντουσαν μια απλή καθημερινότητα. Εγώ αυτό το λάθος δεν το έκανα. Δεν τις έφθειρα
δηλαδή στην καθημερινότητά μου. Τα έζησα όλα στο έπακρον. Όσο μπορούσα και όσο
άντεχα.
Η σκηνή μου τελειώνει. Βγαίνω περήφανη και
συγκινημένη από τα μάτια του κόσμου. Τελείωσε. Δεν έχω να κάνω κάτι άλλο. Όλα
πια είναι ένα παρελθόν που τελειώνει νωρίτερα,
πριν την ώρα του. Δεν θα χορεύω πια λέγοντας τα βήματα από μέσα μου Ένα, δύο.
Ένα, δύο. Δεν θα παίζω μουσική με τρεμάμενα χέρια σιγοψιθυρίζοντας τις νότες
έχοντας παράλληλα τον νου μου στα τάστα. ‘Ντο, σι, παύση, επανάληψη, παύση,
αρπέζ, μέτζο πιάνο και κλείσιμο’. Δεν θα ξανατραγουδήσω πίσω από τα παρασκήνια
μαζί με τα άλλα παιδιά, κοιτώντας τα φώτα και αυτούς που παίζουν, σκεπτόμενη σε
ένα κλίμα συγκίνησης ότι κάποτε αυτό μπορεί να γίνει ταινία ή βιβλίο και
οτιδήποτε τρελό μπορούσε να φανταστεί το παιδικό μυαλουδάκι μου.
Η
παράσταση έχει πλέον τελειώσει. Μπορεί να έχω αποχωρήσει από τη σκηνή οριστικά,
αλλά δε νιώθω ότι πράγματι τελείωσε. Δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Πιστεύω πως
είμαι ακόμα ο Μπεν και όχι η Μαρία. Λέω από μέσα μου τα βήματα ‘’Ένα, Δύο
και!’’ ακόμα, ενώ έχω φύγει. Ο ρόλος μου δεν έχει τελειώσει. Το ξέρω. Το
αισθάνομαι.
Ακούγεται
το τελικό χειροκρότημα. Ανατριχιάζω. Είμαι σαν χαμένη, χλωμή σαν άγαλμα. «Μαρία!
Υποκλίσεις!». Το γνωρίζω. Το θυμάμαι. Κινούμαι
αργά λες και θέλω να σταματήσω τον χρόνο. Το ξέρω ότι δεν μπορώ, αλλά προσπαθώ.
Πλησιάζω στο σκαλί που οδηγεί στη σκηνή. Ανεβαίνω και τώρα κατευθύνομαι στο κέντρο. Εκεί που
πριν μια ώρα ο Μπεν γελούσε και έπαιζε με μια παλιά σβούρα.
Το
κοινό μάς χειροκροτεί. Ύστερα πηγαίνω στο βάθος μαζί με τα άλλα παιδιά για το
ομαδικό κλείσιμο. Εμένα το μυαλό μου είναι ακόμα στην τελευταία σκηνή.
Επαναλαμβάνω από μέσα μου τα τελευταία λόγια, βλέποντας το κοινό που χειροκροτεί
και κατεβαίνει από τις θέσεις του για να μας χαιρετήσει και να μας συγχαρεί.
Τον τελευταίο καιρό έχω χάσει
εντελώς την επαφή μου με τον έξω κόσμο. Το μόνο που κάνω είναι να σκέφτομαι .Ξαφνικά
όμως ακούω κάτι εντελώς περίεργο.
-Γιαγιά!
Γιαγιά! Κοίτα τι φτιάξαμε!
-Γιαγιά,
γιατί δεν μας ακούς;
-Παιδιά,
μην ενοχλείτε τη γιαγιά σας. Είναι βυθισμένη στις σκέψεις της. Βρίσκεται σε
έναν δικό της κόσμο, έναν κόσμο γεμάτο αναμνήσεις. Αφήστε τη να ταξιδέψει λίγο
ακόμα.
Φωνές.
Δεν μπορώ να καταλάβω από πού και από ποιους ακούγονται. Φοβάμαι. Είναι δύο μικρά παιδιά και μια γυναίκα. Η μητέρα
τους πρέπει να είναι. Δεν καταλαβαίνω. Γιατί είναι αυτοί εδώ; Μα εγώ είμαι στην
παράσταση. Δεν ξέρω ποιοι είναι. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Εγώ θυμάμαι τον Μπεν και την παράστασή μου. Την παράστασή μου που τελείωσε. Τον Μπεν που τελείωσε. Τη ζωή μου που και αυτή σχεδόν έχει πια
τελειώσει.
Θυμάστε
που σας είχα πει πως, όταν μια παράσταση τελειώνει, πονάει σαν να τελείωσε η
ίδια σου η ζωή. Αλήθεια είναι. Είναι σαν μαχαιριά. Χάνεις τη ζωή σου. Παύεις να είσαι ο Μπεν. Παύεις να είσαι ο ρόλος σου.
Ο ρόλος σου είσαι εσύ. Εσύ είσαι ο ρόλος σου. Είστε ένα. Στη ζωή υπάρχει μια
κοινή αντίληψη: Όταν ο ρόλος σου πεθαίνει, πεθαίνεις και εσύ. Όταν πεθαίνεις
εσύ, πεθαίνει και ο ρόλος σου. Όμως νομίζω πως
πεθαίνοντας χάνεις μια πτυχή του εαυτού σου. Δε χάνεις ούτε το σώμα σου
στο θέατρο ούτε την ψυχή σου στη ζωή. Η ψυχή έτσι κι αλλιώς είναι αθάνατη. Δεν
πεθαίνει ποτέ. Αυτό που πεθαίνει είναι μια ιδιότητα, η ιδιότητα του να
υποδύεσαι κάποιον. Η ιδιότητα του ηθοποιού μίας συγκεκριμένης παράστασης που
έχει ημερομηνία λήξης.
Εκείνη
τη στιγμή, στην τελευταία παράσταση, το είχα νιώσει. Το θυμάμαι καθαρά ακόμα
και τώρα, ενενήντα χρόνια από τότε, αυτό το συναίσθημα. Σε διαλύει. Γνωρίζεις
πως ο ρόλος σου πέθανε. Είναι πια νεκρός. Και εγώ ακόμα και τώρα, λίγο πριν το
τέλος, νιώθω πως είμαι το μικρό κοριτσάκι που έχει χάσει τον κόσμο ολόκληρο
μπροστά στα μάτια του κοινού. Νιώθω πως είμαι ακόμα ο Μπεν. Νιώθω την τελευταία
μου παράσταση. Είναι, πράγματι, η
τελευταία μου παράσταση και θέλω να τελειώσω ως Μπεν. Θέλω αυτός να είναι ο
πρώτος και τελευταίος μου ρόλος. Οπουδήποτε και αν βλέπω το όνομά του, λέω «Εγώ
είμαι αυτός! Εγώ είμαι ο Μπεν!». Το θυμάσαι για πάντα.
Πιστεύω
πως ο Μπεν έχει πεθάνει, αλλά ξέρω πως κάπου μέσα μου ζει. Ζει όσο ζω. Ζω όσο
ζει. Αυτό είναι συμφωνία. Ο Μπεν ζει ακόμα
στο μυαλό μου. Αναβιώνει στη φαντασία μου. Ζει στην ψυχή μου, γιατί ξέρω πως
πάντα θα είμαι ο Μπεν. Ήμουν, είμαι και θα είμαι. Ήξερα, ξέρω και θα ξέρω πως ο
Μπεν Ρότζερ ζει.
-Μαμά! Τι έχει πάθει η γιαγιά; Γιατί δεν μας μιλάει;
Δεν είναι καλά;
-
Καλά είναι. Να, κοιτάξτε τη. Χαμογελάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου