Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Στυλιανός Μαλανδρένης ''Νόημα''

Homo Educandus Αγωγή  /  3ο Βραβείο Διηγήματος (Λύκειο)

Ξύπνησα νωρίς σήμερα. Κάτι μου έλεγε πως θα ήταν μια μεγάλη μέρα. Πραγματικά, δεν ξέρω πώς μου είχε δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση δεδομένου ότι ο μόνος λόγος που, όλα αυτά τα χρόνια, χαρακτήριζα μια μέρα ως νέα ήταν η ανατολή του ηλίου. Ο φίλος μου, ο Στιβ, μου έλεγε να μην προβληματίζομαι, γιατί, όπως υποστήριζε, υπάρχει ένα ανώτερο πνεύμα που μας φροντίζει, που δυναμώνει το φως κατά τη διάρκεια της ημέρας που πρέπει να δουλέψουμε και σιγά σιγά το χαμηλώνει, για να ξεκουραστούμε και να επιστρέψουμε ορεξάτοι στη δουλειά. Ποτέ δεν πείστηκα από αυτήν τη θεωρία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Εγώ κι ο Στιβ, απ’ όσο θυμόμαστε τους εαυτούς μας, ζούμε μόνοι σε έναν τόπο και επιτελούμε ένα συγκεκριμένο καθήκον. Ο τόπος αυτός ονομάζεται Κεργκελέν και πρόκειται για ένα απομονωμένο νησάκι περιτριγυρισμένο από μια απέραντη θάλασσα. Βρισκόμαστε εκεί μονάχα για έναν σκοπό που είναι να κουρεύουμε το γρασίδι, το οποίο φυτρώνει κάθε μέρα στις πεδιάδες του νησιού. Εγώ κουρεύω πάντα την ανατολική πλευρά του νησιού, ενώ ο Στιβ τη δυτική. Κατά το σούρουπο συναντιόμαστε σε έναν λόφο, περίπου στο κέντρο του νησιού, και κοιτάμε με προσοχή, ώσπου να βεβαιωθούμε πως δεν μας έχει ξεφύγει τίποτα. Εκείνη τη στιγμή δυσκολεύομαι να την περιγράψω. Στο τέλος της ημέρας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν βραχώδη όγκο γυμνό και δύσμορφο. Η αλήθεια είναι πως, όσο κενή και άδεια φαντάζει αυτή η εικόνα, τόσο άδειος αισθάνομαι κι εγώ μέσα μου αντικρίζοντάς την. Ντρέπομαι να μοιραστώ τα συναισθήματά μου αυτά με τον Στιβ, γιατί προς μεγάλη μου έκπληξη και αμηχανία, εκείνος δείχνει περήφανος κοιτώντας το αποτέλεσμα. Το βράδυ πέφτουμε απευθείας για ύπνο, καθώς είμαστε πολύ κουρασμένοι από τη δουλειά. Μόλις ξυπνάμε, για έναν λόγο που δεν προσπάθησα ποτέ να προσεγγίσω με τη λογική, το νησί είναι ξανά καταπράσινο. Αυτή είναι, λοιπόν, η ζωή μας. Δουλειά και ύπνος. Αυτό το μονότονο μοτίβο επαναλαμβάνεται κάθε μέρα που περνάει. Αν και ποιος είμαι εγώ που το χαρακτηρίζω  μονότονο; Σίγουρα, υπάρχει κάποιος λόγος που γίνονται όλα αυτά. Τουλάχιστον, αυτό θέλω να πιστεύω! Και, όπως λέει κι ο Στιβ, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αμφιβάλλουμε.
Τώρα, μάλλον, καταλαβαίνετε την ειρωνεία της πεποίθησής μου πως θα επρόκειτο για μια μεγάλη μέρα! Παρόλα αυτά σήμερα αισθανόμουν κάπως διαφορετικά.Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα με κατέκλυζε. Ήταν λες και ο εσωτερικός μου κόσμος ήθελε να μου στείλει ένα μήνυμα, προσπαθώντας να με αφυπνίσει. Ε, λοιπόν, ξέρετε τι; Ιδέα δεν έχω για το αν η μέρα αυτή προμηνύεται μεγάλη, όμως είμαι σίγουρος πως θα είναι διαφορετική. Δεν θέλω να δουλέψω. Θα το φωνάξω όσο πιο δυνατά γίνεται χωρίς ενοχές. Σήμερα ΔΕΝ ΔΟΥΛΕΥΩ! Τρέχω με φούρια και πηδώντας άτακτα και παρορμητικά, κραυγάζοντας έναν ζωηρό σκοπό που μόλις είχα συνθέσει ο ίδιος. Σκουντάω άθελά μου τον Στιβ τόσο δυνατά που με αποπήρε. «Είσαι τρελός;» μου λέει. «Άσε με να ξεκουραστώ, έχουμε πολλή δουλειά σήμερα». Κι εγώ, λοιπόν, του αποκρίνομαι με ένα χαμόγελο σχεδόν σχιζοφρενές: «Εγώ σήμερα δεν θα δουλέψω».
Στο άκουσμα αυτό ξεχνάει κάθε ανάγκη που είχε για ξεκούραση και με μια ακροβατική κίνηση σηκώνεται όρθιος, κρατώντας το κεφάλι του με τα δύο χέρια και κοιτώντας με σαστισμένος. Δεν μπορώ να πω πως η αντίδραση αυτή δεν με ξάφνιασε ή δεν με έκανε να σκεφτώ για λίγο να κάνω πίσω. Όμως, ήμουν αποφασισμένος έχοντας υποσχεθεί πλέον στον εαυτό μου πως δεν θα λυγίσω.  «Συνειδητοποιείς τι λες; Ε; Έχεις χάσει τα λογικά σου. Καταλαβαίνεις πως η δουλειά μας είναι…». «Ανούσια;» τον διακόπτω με αυτό το ρητορικό ερώτημα «Δηλαδή, δεν το σκέφτηκες ποτέ αυτό; Εμείς από πού ξεφυτρώσαμε; Ποιος μας άφησε ολομόναχους σ ΄ αυτό το παλιονησί; Ε; Και το κυριότερο, ποιος μας ανέθεσε αυτήν την αποστολή; Δεν βρίσκω νόημα στη δουλειά μας και, δυστυχώς, δεν βρίσκω νόημα στη ζωή μας» του είπα δακρύζοντας. «Λυπάμαι για αυτά που λες, αλλά κυρίως λυπάμαι για ΄σένα. Είσαι αξιολύπητος. Αν νομίζεις, όμως, πως θα σου κάνω τη χάρη να γίνω συνοδοιπόρος σου στη μιζέρια και την αμφισβήτηση, τότε είσαι γελασμένος. Ξεκινάω τώρα κιόλας τη δουλειά και θα την ολοκληρώσω μόνος μου. Νομίζεις χρειάζομαι τη βοήθεια σου;» αποκρίθηκε. Τότε, λοιπόν, ήταν που, λόγω και της συναισθηματικής φόρτισης, με κυρίευσε ο εγωισμός και του απάντησα. «Εντάξει, φίλε. Αφού δεν σου είμαι πλέον χρήσιμος, όχι μόνον σήμερα θα απέχω από τη δουλειά, αλλά δεν πρόκειται να ξαναδουλέψω. Και η απόφασή μου είναι οριστική». Ακούγοντας αυτά αποχώρησε φανερά συγχυσμένος χωρίς να στρέψει το βλέμμα του πάνω μου.
Πράγματι, όλη την υπόλοιπη μέρα δεν έκανα απολύτως τίποτα. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Έκανα έναν αργό περίπατο σε όλο το νησί. Και, όσο ανιαρό κι αν ακούγεται, μου φάνηκε πως το είχα ανάγκη. Κατά το απόγευμα άρχισα να συνειδητοποιώ πως ο Στιβ δεν θα κατάφερνε να τελειώσει το κούρεμα. Στην αρχή αισθάνθηκα λίγη ικανοποίηση, αλλά έπειτα τον λυπήθηκα. Περίμενα πως αυτό θα του δημιουργούσε μεγαλύτερο μένος προς το πρόσωπό μου, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη, ο ίδιος με προσέγγισε με απολογητικό ύφος. Μου ζήτησε συγγνώμη διαβεβαιώνοντάς με πως δεν αμφέβαλλε ποτέ για το ότι του ήμουν απαραίτητος. Είπε, επίσης, πως αναθεώρησε πολλά πράγματα και πως ίσως έχω δίκιο που αμφισβητώ τον λόγο για τον οποίον είμαστε φτιαγμένοι. Δεν μου έκρυψε πάντως πως ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει η μη ολοκλήρωση του έργου μας. Τον συγχώρεσα και τον καθησύχασα, λέγοντάς του πως, αν αύριο δεν συμβεί απολύτως τίποτα, που ήταν και η πεποίθησή μου, τότε θα μπορούμε να ζήσουμε ελεύθεροι για πάντα. Χωρίς ευθύνες. Και με αυτά τα αισιόδοξα λόγια  πέσαμε για ύπνο.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα από μια δυνατή φωνή. Ήταν ο Στιβ, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει το θέαμα που αντίκριζε. Έσπευσε να με σηκώσει και να μου δείξει την εικόνα του νησιού και τότε συνειδητοποίησα τι χάναμε τόσα χρόνια. Ο τόπος είχε γεμίσει χρώμα. Πανέμορφοι θάμνοι με εδώδιμους καρπούς και εντυπωσιακά άνθη απλώνονταν στις πεδιάδες. Όλα ήταν τόσο άρτια που φάνταζαν ψεύτικα, γι΄ αυτό και τσιμπιόμουν, για να βεβαιωθώ πως δεν βλέπω κάποιο όνειρο. Είναι μεγάλη ειρωνεία το ότι είχαμε έναν παράδεισο «κάτω από τη μύτη μας» κι εμείς κάναμε τα πάντα, για να τον κρατήσουμε κρυφό. Δεν προσπαθήσαμε να αναλύσουμε τι έφταιξε και να καταραστούμε το παρελθόν μας, καθώς γνωρίζαμε πως αυτές οι σκέψεις μόνο ενοχές θα μας γέμιζαν. Από εκείνο το πρωί και έπειτα συνειδητοποιήσαμε πως δεν χρειαζόταν να ξαναδουλέψουμε, γεγονός το οποίο λειτουργούσε σαν λύτρωση για μας. Πράγματι, τις επόμενες μέρες χορτάσαμε ύπνο και ξεκούραση, ενώ διασκεδάζαμε ασταμάτητα στο κατάφυτο και αναγεννημένο νησί μας. Ήταν με διαφορά οι καλύτερες μέρες της ζωής μου, της οποίας μπορεί να μην είχα βρει ακόμα το νόημα, παρόλα αυτά ήμουν πανευτυχής.
Ένα από αυτά τα ξέγνοιαστα πρωινά ξύπνησα αισθανόμενος μια δυσφορία. Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω, ενώ αισθανόμουν μια έντονη ζαλάδα. Είχα τρομάξει, διότι δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου τα προκαλούσε όλα αυτά. Πήγα γρήγορα να δω τον Στιβ και το αίμα μου «πάγωσε» με αυτό που αντίκρισα. Το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει, έπαιρνε βαθιές ανάσες ασφυκτιώντας, ενώ βλέποντάς με, κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να ψελλίσει κάποια λόγια. Ανατριχιάζω και μόνο που το σκέφτομαι. Ο φίλος μου είχε μόλις αφήσει την τελευταία του πνοή στα χέρια μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έβγαλα μια κραυγή τόσο δυνατή, που αν υπάρχουν όντα εκτός του νησιού μας, ίσως να την άκουσαν. Αυτή η εναλλαγή από την απόλυτη ευτυχία στον θρήνο μού προκάλεσε τεράστια οδύνη. Άρχισα να χτυπιέμαι και να τρέχω προς τους αγρούς. Τότε ένιωσα εκείνη τη δυσφορία πολύ πιο έντονα και κατάλαβα πως μου την προκαλούσε μια ανυπόφορη οσμή.  Ήταν η οσμή των φυτών. Ασύλληπτο! Μόλις είχα χάσει τον Στιβ και κατάλαβα πως ζύγωνε και η δική μου ώρα. Κοίτα να δεις. Ό,τι αποτελούσε προς στιγμήν τον παράδεισο στα μάτια μου, ήταν αυτό που τελικά με σκότωνε. Κι εκείνη, εκείνη η αναθεματισμένη η δουλειά, η ανούσια ήταν που με κρατούσε στη ζωή.  Εκείνο το νόημα της ζωής, μόλις το είχα καταλάβει. Κι ας είναι αργά, εμένα μου αρκεί. Πήρα μια μεγάλη ανάσα κι έσβησα…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...