Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Μανώλης Γκόγκας ''Άλικα χρόνια''

Γυμνάσιο / Λυκειακές τάξεις Λεχαίου  /  Έπαινος  (Λύκειο)


“Και ω Σμύρνη, πάντα εσύ μαργαριτάρι στα μαλλιά της νεράιδας Μικρασίας!”
                                                                                                           Κ. Παλαμάς
Σάμος 2000,
          Τους μήνες του καλοκαιριού, η Άννα «μετανάστευε» σαν τα αποδημητικά πουλιά στη γιαγιά της, την γραία-Ρωξάνη  - μια υπερήλικη γυναίκα, έως ενενήντα έξι χρονών, λιγνή και ψηλή, με ζαρωμένο πρόσωπο, με πολλά άσπρα μαλλιά, αλλά με μάτια ζωηρά κι ακόμα νέα -  για να ξεφύγει από τον μουντό καιρό στα Φράγκικα και να απολαύσει τον εκτυφλωτικό ήλιο και την ομορφιά της Ελλάδας. Η Αννούλα, - μια κοπέλα γεμάτη αγγλική φινέτσα, αγγελοκαμωμένη και καλοσυνάτη, σπουδαγμένη στην Ευρώπη - είχε μεγάλη αδυναμία στη γιαγιά της και είχε κληρονομήσει από εκείνη δύο πράγματα, τη μελωδική της φωνή, η οποία διέθετε τέτοια γοητεία που ήταν δυνατόν να μαγέψει και τον γιό του Λαέρτη, και την ενασχόληση της με τη λογοτεχνία. Η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν τρομερή βιβλιοφάγος, αφού είχε διαβάσει χιλιάδες βιβλία στη ζωή της, έχοντας μεταδώσει αυτή τη δίψα και στην Άννα, η οποία, που την έχανες, που την έβρισκες, ήταν με ένα βιβλίο στο χέρι.
Μια καλοκαιρινή νύχτα, που η γραία-Ρωξάνη είχε πολιορκηθεί από τα αστέρια του απέραντου ουρανού και από τον ύμνο της γαλήνιας θάλασσας, πλησίασε την εγγονή της. Έκατσε δίπλα της, τυλίγοντας γύρω από τους ώμους της ένα μάλλινο κόκκινο σάλι, για να αποφύγει το αγιάζι. Άρχισε να της μιλάει για ένα βιβλίο του συγγραφέα και ποιητή Μανόλη Καραντόγλου, ο οποίος, αν και είχε πεθάνει, θα έμενε για πάντα χαραγμένος στη μνήμη όλων των ανθρώπων για έναν θρύλο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομα του. Αυτός ο θρύλος έλεγε πως σε ένα από τα ταξίδια του είχε γνωρίσει μια όμορφη κοπέλα, η οποία τον είχε μαγέψει με το τραγούδι της. Οι δυό τους από την πρώτη στιγμή ερωτεύτηκαν. Στη διάρκεια όμως ενός πόλεμου χωρίστηκαν. Συναντήθηκαν μετά από χρόνια, αλλά υπήρχε ένα εμπόδιο που άφηνε ανεκπλήρωτη την αγάπη τους. Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν ενώθηκαν ξανά. Κάποιοι λένε ότι η κοπέλα μη μπορώντας να αντέξει αυτόν τον πόνο δραπέτευσε στην Ευρώπη, άλλοι λένε ότι πνίγηκε στη θάλασσα και ένας τρελός έλεγε ότι η κοπέλα, πέφτοντας από έναν πελώριο βράχο στη θάλασσα, μεταμορφώθηκε σε γοργόνα και πότε-πότε τις νύχτες με ολόγιομο φεγγάρι ξεπρόβαλε στην ακτή και τραγουδούσε για τον αγαπημένο της. Το αγόρι τότε δεν σταμάτησε να γράφει ποιήματα για αυτή κι έτσι την είχε πάντα στην καρδιά του.
Όταν η γραία-Ρωξάνη άκουσε τον θρύλο, τα μάτια της βούρκωσαν. Και ενώ τα τζιτζίκια τερέριζαν και η θάλασσα έσκαγε τα κύματα της κάτω από την έναστρη νύχτα, η γηραιά Ρωξάνη πλησίασε και είπε με ένα αλλιώτικο χαμόγελο: «Εγώ ήμουν το κορίτσι του θρύλου». Η Άννα σάστισε. Τότε η ηλικιωμένη γυναίκα, ατενίζοντας το νυχτερινό τοπίο, το άπειρο θαρρώ, άρχισε να διηγείται μια ιστορία που κάνεις δεν είχε ξανακούσει.

Σμύρνη 1922,
            «Τότε εζούσαμε στο Αϊδίνι, στη Σμύρνη, σε μια πόλη που έσφυζε από ζωή και ευτυχία. Μπορώ να θυμηθώ τους μουσικούς να παίζουν στις μπιραρίες, στις ταβέρνες και στους καφενέδες. Ο Σμυρνιός πατέρας μου επήγαινε μετά την βαριά δουλειά στα κέντρα να ακούσει τα μερακλίδικα σμυρνέικα τραγούδια και τους αμανέδες και να χορέψει καρσιλαμά, ζεϊμπέκικο και κιόρ-ογλού. Φυσικά δεν υπήρχαν μόνο αυτά, αλλά και κέντρα με ορχήστρες ευρωπαϊκές και άλλα με λαϊκές μπάντες, θέατρα και κινηματογράφοι και λέσχες «συναναστροφής». Έβλεπες ζευγαράκια, κόσμο και ντουνιά να βγαίνουν περίπατο στην παραλία, στο Και. Κανείς δεν έμοιαζε να κοιμάται ποτέ σε αυτή την πόλη. Να φανταστείς ακουγόντουσαν τραγούδια και φωνές ως την αυγή του ήλιου, γιατί υπήρχαν εργάτες που δούλευαν όλη τη νύχτα στα καπνά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο όμορφα ήταν, κουζούμ! Έπειτα είχα και εγώ τον γιαβουκλού μου. Με τον Μανόλη γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά. Εκείνος δεν έμενε στη Σμύρνη, αλλά ερχόταν διακοπές κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του. Το σπίτι του με τους κομψούς κιοσέδες βρισκόταν στην παραλία, στο Και. Ακόμη ενθυμούμαι πως αδημονούσα να ‘ρθει κάθε χρόνο το καλοκαίρι να τον συναντούσα. Ο έρωτας υπήρχε από τότε και φούντωσε μεγαλώνοντας. Όλο τον χειμώνα μου έστελνε γράμματα και γλυκά ποιήματα, που ο ίδιος έγραφε. Δεν μπορώ να λησμονήσω τη χαρά που επήρα, όταν μετακόμισαν μόνιμα στη Σμύρνη. Κάθε μέρα συναντιόμασταν κρυφά στους απόκρυφους δρόμους, ώσπου μια νύχτα ήκουσα το ερωτοχτυπημένο παλικάρι να τραγουδά μερακλίδικο αμανέ κάτω από το παραθύρι μου. Και αμέσως αρραβωνιαστήκαμε. Όμως...». Γλάροι έσκιζαν τα μάτια της γραίας με τις φτερούγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατανόητη ανησυχία. Μαύρα σύγνεφα είχαν μαζευτεί στους οφθαλμούς της,  φαινόταν πως θα έβρεχε…
 «Την ημέρα της καταστροφής...» Αγρια δαρτή βροχή ξέσπασε. Συνέχισε να μιλά κοφτά. «Οι Τούρκοι μπήκαν και έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη. Άρχισαν από την αρμενική συνοικία και γρήγορα η φωτιά έφθασε σε ‘μας».
«Άιντε γρήγορα! Τσαμπούκ!» έλεγε ο πατέρας μου με τον Μανόλη μπροστά. Η μητέρα μου κρατούσε τη μικρή μου αδελφή αγκαλιά και ακολουθούσαμε τους άνδρες. Λίγο πριν φτάσουμε στο λιμάνι της Σμύρνης, στ' αριστερά μας αντικρίσαμε μια οπλισμένη καβαλαρία από Τούρκους ντυμένους στα μαύρα, με μελανά φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο και έφεραν μακριά γιαταγάνια. Πίσω τους ακολουθούσαν Τσέτες.
«Τσικάρ παρά» είπαν. Ο πατέρας μου θυμήθηκε το πεντόλιρο και  το `δωσε. Εκείνοι όμως γέλασαν, φαίνεται ήθελαν περισσότερα, μα δεν βαστούσαμε. Τότε ένας από τους Τσέτες κατέβηκε από το άλογό του και κάρφωσε με το γιαταγάνι τον πατέρα.  Κλαυθμός και οδυρμός!
«Τι κάνατε στον τζιέρι μου!» φώναζε η αννέ μου. Ύστερα έπιασαν και τον Μανόλη, τον πήραν στην Ανατολή.
«Ρωξάνη φύγετε! Σ’ αγαπώ πολύ!» μου φώναξε. «Πήρα την αδελφή μου αγκαλιά και έπιασα τη μάνα μου από το χέρι. Με το ζόρι την επήρα. Ο βόγγος και ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Έτρεχα σαν χαμένη, ζαλιζόμουν και ο λαιμός μου είχε πρηστεί, πονούσα αβάσταχτα. Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Άνθρωποι έκλαιγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν, ενώ άλλοι έσερναν τα πόδια τους και σιωπούσαν. Έβλεπες φρικιαστικές εικόνες. Γυναίκες κρατώντας αγκαλιά τα μωράκια τους πηδούσαν στη θάλασσα, ενώ πλάι τους οι Τσέτες ήταν έτοιμοι να τις ατιμάσουν. Άκουσα τον πιο σπαρακτικό θρήνο για τον ελληνισμό…». Φαίνεται πως η καταιγίδα δεν είχε ξεσπάσει μονάχα στα γερασμένα μάτια της γηραιάς Ρωξάνης, αλλά είχε εξαπλωθεί και στα αμυγδαλωτά μάτια της Άννας.
«Επιβιβαστήκαμε σε ένα βαπόρι. Μόλις εκείνο ξεκίνησε η μητέρα θέλησε από την απελπισία της να πέσει στη θάλασσα. Την κράτησα».
«Μάνα μαζί θα τα καταφέρουμε! Είμαστε δυνατές, μανούλα μου!»
«Γιαβρούμ!» μου είπε και έπεσε στην αγκαλιά μου. Από τη μια η μητέρα από την άλλη η αδελφή μου. Φάνταζε πως ήμουν δυνατή, μα η καρδιά μου είχε σταματήσει. Είχα χάσει τον αγαπημένο μου πατέρα και τον Μανόλη. Θυμάμαι, όταν αρραβωνιαστήκαμε, του ζήτησα μονάχα να μου γράφει ποιήματα και να με αγαπά. Και αυτός από μένα, μόνο να τον αγαπώ και να τραγουδώ για εκείνον. Ο πόλεμος έκλεισε τα όνειρα μας στο μπουντρούμι των «ανεκπλήρωτων». Και μ' όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα από το καράβι που σιγά σιγά απομακρυνόταν».

Αθήνα, Πειραιάς 1922,
           «Φτάσαμε στην Αθήνα, στο λιμάνι του Πειραιά. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα και κανέναν για να μας βοηθήσει κι έτσι τον πρώτο καιρό αναγκαστήκαμε να μείνουμε στις συνοικίες των προσφύγων. Το μέρος όμως ήταν άθλιο γεμάτο βρωμιά. Ήμασταν χωρίς σπίτι, χωρίς νερό, χωρίς έπιπλα, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τίποτα. Κοιμόμασταν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαμε βάλει έναν μπερντέ, για να μας προστατεύει από τον αέρα.  Ένα τραπεζάκι μονάχα, δύο κουτσά σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Η αποχέτευση και οι ακαθαρσίες χυνόντουσαν στην αυλή και όλος ο τόπος μύριζε απαίσια. Έτσι χάσαμε και την αδελφούλα μου, τη Μαιρούλα. Ένα βράδυ, που έκανε τσουχτερό κρύο, έβηχε όλη νύχτα. Σηκωθήκαμε με τη μητέρα μου και της φέραμε ένα πανί, που το είχαμε βρέξει με το νερό της βροχής  - αυτό ήταν καθαρό τουλάχιστον - και το βάλαμε στο κούτελο της να πέσει ο πυρετός. Όμως η κατάσταση της ήταν σοβαρή. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Ήταν μόλις πέντε χρόνων, πολύ μικρή. Δεν άντεχα να πονά. Ήθελα να την βλέπω να παίζει ανέμελη».
«Εσύ είσαι η ζωή μου…» της ψιθύρισα και έκλεισαν τα μάτια της. Της έδωκα ένα φιλί και με τη μητέρα μου πλαντάξαμε στο κλάμα. Κάναμε πολλές μέρες να συνέλθουμε, βλέπαμε ένα ένα τα αγαπημένα μας πρόσωπα να φεύγουν και εμείς να μένουμε θεατές της μοίρας μας. Πολλούς μήνες αργότερα έγιναν καλύτερα τα πράγματα, όταν η μητέρα μου έπιασε δουλειά ως καθαρίστρια και τότε μάλιστα ήταν η στιγμή που η ζωή μας άλλαξε ριζικά. Μια μέρα με είχε πάρει και μένα κοντά της να την βοηθήσω σε ένα πλούσιο αρχοντικό που καθάριζε. Εκεί μονάχη μου τραγουδούσα αναπολώντας τα ρεμπέτικα τραγούδια της Σμύρνης και τότε τυχαία με άκουσε η κυρά του σπιτιού, η Ισμήνη Φέογλου, μια διάσημη και πετυχημένη θεατρίνα της εποχής».
«Και μετά;» ρώτησε η Άννα γεμάτη περιέργεια.
«Μετά…με πήρε κοντά της στο θέατρο…έπαιξα πολύ λίγες παραστάσεις μαζί της, γιατί δεν σκάμπαζα και πολλά. Όμως το τραγούδι μου άρεσε πολύ και η φωνή μου ήταν ονειρική, σαν τη δική σου. Η Ισμήνη με έπαιρνε κοντά της στις δεξιώσεις και στα πολυτελή σαλόνια που σύχναζε και με γνώρισε σε όλες τις μουσικές διασημότητες της εποχής. Τραγούδησα στη Μάντρα του Αττίκ, συνεργάστηκα με τους μεγαλύτερους μουσικούς και γρήγορα έγινα μια από τις διασημότερες τραγουδίστριες. Με τα πρώτα χρήματα, ενθυμούμαι, αγοράσαμε ένα σπίτι με τη μητέρα μου και χτίσαμε σιγά σιγά τη ζωή μας».
«Και τον παππού πώς τον γνώρισες; Ο Μανόλης δεν επέστρεψε ποτέ;»
«Στο θέατρο, ήταν ηθοποιός. Γνωριστήκαμε σε αυτές τις λίγες παραστάσεις που έπαιξα. Μια δύο, θαρρώ. Τότε με πλησίασε, ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Η γοητεία του με κέρδισε, μα δεν ήξερα αν τον αγαπούσα πραγματικά. Και η αβεβαιότητα έγινε βεβαιότητα, όταν γύρισε ο παλιός σεβντάς. Μια φορά ερωτεύεσαι στη ζωή σου, όμορφη μαυρομάτα μου, όλα τα υπόλοιπα είναι απλά ενθουσιασμοί. Ήταν μια μέρα αλλιώτικη απ' τις άλλες. Ο ήλιος, πριν σβήσει, ήταν ακόμη χρυσαφής, κάτι σαν μέλι ολοφώτεινο και ξεχυνόταν στο λιμάνι, στα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες και στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα. Τότε ακριβώς ήταν που οι σκέψεις μου έφεραν μπροστά μου τον Μανόλη. Το συναίσθημα που ένιωσα ήταν απερίγραπτο. Ήταν λες και κάποιος έβαλε μια πεταλούδα στην καρδιά μου και ανέστησε το μαραμένο μου λιβάδι.
«Ρωξάνη» αναφώνησε. «Όλοι μιλούν για ‘σένα, έτσι κατάφερα να σε βρω! Τι κάνεις αγαπημένη;» θέλησε να της πιάσει τα χέρια, μα εκείνη τραβήχτηκε.
«Μανόλη!» πήρε μιαν ανάσα και συμπλήρωσε. «Που ήσουν; Είσαι καλά;» θέλησε να τον ασπαστεί, μα άνθρωποι βρίσκονταν ανάμεσα τους.
«Άργησα πολύ να σε βρω…» είπε με μάτια σκοτεινιασμένα. Μα, όντως, ήταν πλέον πολύ αργά. «Καταραμένη κοινωνία! Δεν θα μπορέσουμε να είμαστε μαζί, έτσι;» Δεν τόλμησε να τον κοιτάξει κατάματα.
«Πρέπει να γυρίσω σπίτι, με περιμένει ο άνδρας μου και τα παιδιά μου…» Τα σύννεφα έφτασαν ξανά στα μάτια της γραίας, αβγατίζοντας το σκοτάδι που έσφιγγε την ψυχή της. Τότε, πριν εκείνη φύγει, ο Μανώλης την σταμάτησε.
«Ρωξάνη, θυμάσαι τι μου είχες ζητήσει τότε; Να γράφω για ‘σένα…Από εδώ και πέρα θα γράφω μόνο για `σένα. Επίτρεψε μου να σε αγαπώ, έστω και από μακριά, αγαπημένη. Εσύ θα τραγουδάς για μένα;»
«Από εκείνη την ημέρα άρχισε να γράφει μονάχα για εμένα. Δημοσίευε τα ποιήματα του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων» και δεν άργησε να εξελιχθεί σε έναν μεγάλο ρομαντικό ποιητή. Μόλις είχε αρχίσει και όλοι μιλούσαν γι' αυτόν τον μυστήριο άνδρα. Δεν έδωσε ποτέ κανένα στοιχείο για τη γυναίκα που έγραφε στα ποιήματα του. Μάλιστα, όταν του έδωσαν το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας στην ομιλία του είχε πει: «Όσο ζω θα γράφω για μια γυναίκα που μόνο εγώ ξέρω!» και ακούστηκε το τελευταίο χειροκρότημα. Τότε άρχισε να πλάθεται αυτός ο θρύλος που ακούγεται έως τώρα».
«Εσύ, τραγουδούσες για εκείνον, γιαγιά;» ρώτησε η Άννα με μάτια ανταριασμένα. Ο χρόνος σαν να πάγωσε.
«Ακόμη τραγουδώ για εκείνον…» Το σεληνόφωτο φώτισε το δάκρυ της Γοργόνας και το έκανε ρουμπίνι ψηλά στον ουρανό. «Ο θρύλος της Ρωξάνης και του Μανόλη ζει στην καρδιά μου. Αυτό που θα ήθελα είναι να μη λησμονηθεί ο θρύλος της Πατρίδας μου!»

Σάμος 2000
Εκεί περί το δείλι το καράβι έσκιζε τα κύματα της θάλασσας. Τα σύννεφα είχαν σχηματίσει πολλές καμπύλες, χρωματισμένα χρυσά και ρόδινα. Σαν ακούστηκε η κόρνα του πλοίου, συνοδεύοντας το άσμα της θάλασσας, μύρισε άρωμα Ανατολής. Δυο γυναίκες πάτησαν τα ματωμένα χώματα και στεριανός άνεμος τις διαπέρασε δημιουργώντας τους ρίγη συγκίνησης. Η γραία-Ρωξάνη βαστώντας καλά το μπαστούνι της με την ωραία νικέλινη λαβή, ανασήκωσε το κορμί της και αντίκρισε τον πατέρα της γελαστό να κρατά το χέρι της αδελφούλας της. Δίπλα τους βρισκόταν η μητέρα της και είχε ένα αλλιώτικο χαμόγελο σαν να την επιβράβευε για κάτι. Και πλάι στη μητέρα της έστεκε ο αγαπημένος της Μανόλης…
       «Άκου πώς βροντοφωνάζει ο θρύλος της…» είπε στην εγγόνα της και ένα μαργαριτάρι έτρεξε από τα μάτια της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

     Πιστεύοντας βαθιά ότι το σχολείο οφείλει να δίνει ευκαιρίες στους μαθητές για βιωματική μάθηση διοργανώσαμε για 7η σχολική χρονιά τον Π...