Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Ιωάννης Βαλασόπουλος ''Το δίδαγμα του Καπετάνιου''

Γυμνάσιο Ζευγολατιού  /  Έπαινος


Ξύπνησα απότομα από τον Μήτρο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι, παρατήρησα τον Μιχάλη να χασμουριέται όρθιος. Ο Γιάννης κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό. Ο Βασιλάκης τον σκούνταγε, αλλά δεν ξύπναγε. Ο Μιχάλης νευρικός του φώναξε:
-Ξύπνα ρε πανταβόμυαλε! Σταμάτησε το καράβι! Θες να σε βρει πάλι ο Μακρυγιάννης να κοιμάσαι;
Ο Γιάννης πετάχτηκε σαν ελατήριο. Όλοι σκάσαμε στα γέλια!
Γύρισα και κοίταξα τους τέσσερεις φίλους μου. Μεγαλύτερος ήταν ο Μήτρος Κατζούγιας, το πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου μας, του Μακρυγιάννη. Δεύτερος ήταν ο Μιχάλης Κυπραίος, που έβριζε σχεδόν πάντα τους πάντες, είτε ήταν θυμωμένος είτε χαρούμενος. Μετά ήταν ο Γιάννης Γκαλτσάς, που χάζευε με το παραμικρό. Στο Νιόκαστρο που πολεμούσαμε τον περασμένο μήνα, τον Μάη του 1825, ο Μακρυγιάννης του ‘χε ρίξει ένα γερό μπάτσο μπροστά στους πάντες και τον είχε κάνει ρεζίλι. Μετά ήταν ο Βασιλάκης Χειμάρας, ο νεότερος από μας. Ήταν αμούστακος ακόμα, αλλά έλεγε τάχα ότι ξυρίζεται.
Και μαζί τους εγώ, ο Γιώργος Χουλιάρας, είκοσι τεσσάρων χρονών. Όλοι μας είχαμε γνωριστεί πριν από τρεις χρόνους, στο Σερνικάκι των Σαλώνων, την πατρίδα μου, όταν είχε κάνει εκεί το στρατόπεδό του ο Μακρυγιάννης. Από τότε ήμασταν αχώριστοι!
Το πλοίο μάς είχε φέρει στ’ Ανάπλι. Αρματωθήκαμε γρήγορα. Είχαμε πάρει προσταγή από τον Ανδρέα Μεταξά να πάμε στους Μύλους το συντομότερο, γιατί ο Ιμπραήμ με τον στρατό των Αραπάδων του είχε αλώσει την Μεσσηνία, είχε πάρει την Τριπολιτσά και ερχόταν για το Ναύπλιο. 
Ήταν 11 Ιουνίου 1825 ώρα έξι το πρωί, όταν όλοι μαζί, εκατόν δεκαέξι παλικάρια, ξεκινήσαμε. Ο Μακρυγιάννης, που τον λέγαμε έτσι γιατί ήταν αδύνατος και ψηλός, ήταν ο καπετάνιος μας. Πολύ έξυπνος, αλλά αψύς.
Στους Μύλους φτάσαμε μετά από δύο ώρες δρόμο. Το χωριό ήταν όμορφο με μια μεγάλη παραλία και πολλά χωράφια στα νότια. Είχε κάπου τριάντα σπίτια, μερικές παλιές αποθήκες από πλίθρα και νερόμυλους. Στο κέντρο του χωριού βρισκόταν ένας μεγάλος τειχισμένος κήπος, απομεινάρι της κατοικίας κάποιου αγά. Ήταν γεμάτος με λουλούδια, απεριποίητους θάμνους, δέντρα γεμάτα καρπούς, φοίνικες και δυο παμπάλαιους πύργους.
Αυτόν τον όμορφο κήπο διάλεξε ο Μακρυγιάννης να οχυρώσει. Μας έστρωσε αμέσως στη δουλειά, δεν μας λυπήθηκε καθόλου. Ρίξαμε κάτω τα άρματά μας και αρχίσαμε την οχύρωση. Όλη μέρα ανοίγαμε πολεμίστρες στον τοίχο, οχυρώναμε τις αποθήκες, επισκευάζαμε τους πύργους και τέλος φέραμε νερό μ’ ένα αυλάκι για να μη διψάσουμε.
Κοιμηθήκαμε αργά και ξυπνήσαμε νωρίς για να συνεχίσουμε τις οχυρώσεις. Την ημέρα εκείνη, 12 του μήνα, έφτασε ο πρίγκιπας Δημήτρης Υψηλάντης με τον Κωνσταντή Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς με καμιά διακοσαριά άντρες να βοηθήσουν.
Με τη βοήθειά τους δουλέψαμε όλη μέρα και αργά το βράδυ η οχύρωση είχε ολοκληρωθεί. Ήσυχοι πέσαμε για ύπνο, άλλοι στους πύργους και άλλοι στις αποθήκες, κατάκοποι αλλά σίγουροι ότι ο Ιμπραήμ δε θα ‘ρχόταν τόσο γρήγορα.
Νωρίς τα ξημερώματα, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει καν, όταν ξυπνήσαμε από φωνές. Αγουροξυπνημένος είδα τον Μακρυγιάννη να είναι ολόρθος, ξυπόλυτος, με το γιαταγάνι στο δεξί του χέρι να φωνάζει: «Τούρκοι! Τούρκοι». Ο Μιχάλης δίπλα μου μισοκοιμισμένος παραπονέθηκε:
-Κάτσε κοιμήσου λίγο ρε! Όλο Τούρκους ονειρεύεσαι!
Ο Μακρυγιάννης του άστραψε ένα τόσο δυνατό χαστούκι, που το σημάδι έμεινε στο μάγουλο του Κυπραίου για τις υπόλοιπες ώρες . Κοίταξα από το παράθυρο του πύργου και είδα έξω από τα τείχη του περιβολιού μας τον τόπο γεμάτο Τούρκους!
Πιάσαμε όλοι τα καριοφίλια και ρίξαμε μια ομοβροντία. Οι Τουρκαλάδες υποχώρησαν βρίζοντας. Με τη φασαρία ξύπνησαν και οι υπόλοιποι δικοί μας.
Ώσπου να σηκωθεί ο ήλιος, είχαμε μάθει πόσοι ήσαν οι Αραπάδες του Ιμπραήμ. Πεντέμισι χιλιάδες πεζοί και εξακόσιοι καβαλαραίοι. Ο φόβος τρύπωσε στη ψυχή μας και ένα τρέμουλο μας διαπέρασε. Οι καρδιές μας κόντευαν να βγουν από τα στήθη μας. Ο Μακρυγιάννης, αητός και έμπειρος σε αυτά, το κατάλαβε αμέσως. Μας μάζεψε όλους να μας μιλήσει.
-Αδέρφια, οι Τούρκοι είναι πολλοί και εμείς λίγοι, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Όλοι οι άλλοι συναγωνιστές μας, νομίζετε πως ήσαν περισσότεροι, όταν νικούσαν τους Αγαρηνούς; Και αυτοί λίγοι ήσαν. Πάντα θα είμαστε λιγότεροι! Ο Αντρούτσος στη Γραβιά με εκατό λεβέντες έκανε χαλασμό σε εννιά χιλιάδες μπουνταλάδες! Εμείς τώρα έχουμε ολοκληρώσει τα οχυρά μας, βόλια, νερό και φαΐ έχουμε. Να φύγουμε δεν μπορούμε, άλογα δεν υπάρχουν. Σήμερα θα δείξουμε σε αυτούς τους στραβαραπάδες που έχει ο Ιμπραήμ για στρατιώτες, πώς οι λίγοι μπορούν να σταματήσουν τους πολλούς! Σήμερα θα κριθεί η τύχη του Ναυπλίου και της λευτεριάς μας! Πάμε, λοιπόν, όλοι στα οχυρά να τους περιμένουμε να δουν πώς είναι το ελληνικό τουφέκι! Αναθαρρήσαμε και γυρίσαμε στις θέσεις μας.
Αργότερα φάνηκαν στη θάλασσα καμιά τριανταριά δικά μας πλοία και ανακουφιστήκαμε ακόμη πιο πολύ. Μεταξύ τους κι ένα Φράγκικο που ξεχώριζε από το λάβαρό του. Με μια βάρκα ήρθε στην ακτή ο Φράγκος πλοίαρχος Ντεριγνύ, που τον είχα ξαναδεί στο Νιόκαστρο. Πήγε γραμμή στους αρχηγούς, κουβέντιασε μαζί τους, αλλά σύντομα έφυγε νευριασμένος.
Ήταν γύρω στις πέντε το απόγευμα και τα νεύρα μας έτρεμαν από την αναμονή. Δεν τολμούσαμε να φύγουμε από τη θέση μας ούτε για να πιούμε νερό. Μόνο τον ιδρώτα που έτρεχε από τα μάγουλά μας μπορούσαμε να πιούμε. Τότε φάνηκε ο Ιμπραήμ να ετοιμάζει τον στρατό του για το γιουρούσι.
-Μαύρισε ο τόπος, είπε ένας Μωραΐτης.
-Ε τι ήθελες να ασπρίσει; Αραπάδες είναι, είπε χωρατεύοντας ο Βασιλάκης. 
Η μάχη ήταν σκληρή. Δεν φυσούσε καθόλου και σε λίγη ώρα ο αέρας είχε γεμίσει από καπνούς και μπαρούτι. Βήχαμε, φωνάζαμε για φυσέκια, βρίζαμε τους Αραπάδες και πυροβολούσαμε ασταμάτητα. Οι οχτροί όμως ήσαν πολλοί και πολεμούσαν με μεγάλη ορμή για το μπαξίσι που θα τους έδινε ο αρχηγός τους. Σύντομα μπήκαν μέσα στον κήπο και πιάσαμε τα σπαθιά. Το κροτάλισμα βούιζε στα αυτιά μου. Ο καπνός μού θόλωνε τα μάτια, τυφλωνόμουνα και ζαλιζόμουνα. Κραυγές Αραπάδων, πόνος, ποδοπατήματα…
Ώρες αργότερα, που μου φάνηκαν σαν μέρες, διώξαμε τους Αραπάδες από τον κήπο μας. Ξαφνικά, είδα τον Γιάννη να έχει βγάλει το κεφάλι του πάνω απ’ τον τοίχο. Στόχευε με το τουφέκι του έναν καβαλάρη.
- Φυλάξου, του φωνάξαμε.
Η βουή από τις τουφεκιές δεν άφησε τα λόγια μας να ακουστούν. Ο Γιάννης τραντάχτηκε απότομα. Έπεφτε πίσω την ώρα που το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω μου με μια απορία που την διαδέχθηκε το κενό του θανάτου. Ώσπου να αγγίξει το έδαφος, ήταν νεκρός. Έτρεξα δίπλα του. Μια σφαίρα του είχε τρυπήσει τον λαιμό και τον είχε λούσει στο αίμα. Με δάκρυα στα μάτια αναγκάστηκα να τον αφήσω και γύρισα στη μάχη. Κάναμε γιουρούσι. Βγήκαμε έξω με τα σπαθιά και ρίξαμε ένα σωστό σκοτωμό στους Αραπάδες. Δίπλα μου πολεμούσε ο Βασιλάκης. Τους βαράγαμε με τα σπαθιά μας ανελέητα. Για τον Γιάννη.
Σε μια στιγμή είδαμε ένα αφηνιασμένο άλογο με έναν νεκρό καβαλάρη να τρέχει καταπάνω μας. Το απέφυγα ξυστά με μια βουτιά στον αέρα. Με την άκρη του ματιού μου, όμως, είδα το άλογο να παρασέρνει το Βασίλη. Έτρεξα σαν τρελός και για πολλή ώρα τον έψαχνα μέσα στα πλήθη των στρατιωτών, του αίματος και του καπνού. Δεν τον βρήκα.
Δεν ξέρω πόση ώρα έψαχνα, αλλά κάποια στιγμή το γιουρούσι τελείωσε και απελπισμένος ακολούθησα τους συντρόφους μου, όταν είδα τον Μακρυγιάννη να κουβαλά ένα κουφάρι. Έμεινα ακίνητος, σοκαρισμένος. Το κουφάρι ήταν ο Μήτρος! Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο στο αίμα.  Είχε ακόμα το σπαθί στο χέρι.
-Α ρε κατακαημένε Κατζούγια, είπε ο Μακρυγιάννης λυπημένος.
Έπεσα στα γόνατα δίπλα του. Δεν είχα άλλα δάκρυα. Ήταν ο τρίτος άνθρωπός μου που έχανα σε λίγη ώρα. Η σκέψη μου πέταξε στον τέταρτο, τον Μιχάλη. Πετάχτηκα πάνω τρέμοντας κι άρχισα να τον ψάχνω. Δεν άργησα να μάθω πως είχε χάσει το κεφάλι του.
Οι νεκροί της μάχης ήταν τέσσερεις και ήταν όλοι οι φίλοι μου! Ο Μιχάλης ακέφαλος. Ο Βασιλάκης καλυμμένος με μελανιές και αίμα και σακατεμένος. Ο Κατζούγιας και ο Γκαλτσάς νεκροί.  Ήταν οι άτυχοι φίλοι μου.
 Ο Ντεριγνύ, που είχε δει τη νίκη μας, κάλεσε όλους το βράδυ στο πλοίο του να γιορτάσουμε. Εγώ κάθε άλλο παρά πανηγύρι ήθελα. Μόνο μια σωστή κηδεία ήθελα για τους φίλους μου. Να τους κλάψω και να τους κλάψουμε. Κανείς όμως δεν έδινε σημασία στους νεκρούς. Τους είχανε καλύψει με ένα παλιό βρώμικο στρώμα. Όλοι ήσαν καταχαρούμενοι, επειδή είχαμε νικήσει πρώτη φορά τον Ιμπραήμ. Ανεβήκαμε στο πλοίο και, αφού περάσαμε το κατάστρωμα, κατεβήκαμε σε μια μεγάλη καμπίνα.
Εκεί υπήρχαν τραπέζια με όμορφα τραπεζομάντηλα γεμάτα φαγιά και μια μουσική μπάντα με όργανα, που δεν τα είχα ξαναδεί. Άρχισαν να παίζουν μουσική. Έκατσα σε ένα τραπέζι στη γωνία με ένα ποτήρι κρασί μόνο, να μη με βλέπει κανείς.
Έβλεπα όλους να πανηγυρίζουν και να γλεντάνε σαν να μην υπήρχε αύριο. Ένας Κρητικός είχε φάει μια σφαίρα στο γόνατο. Μπορεί να του το έκοβαν, αλλά γλεντούσε. Βλέπεις, αυτός την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε, θα έβλεπε το φως του ήλιου, ενώ οι φίλοι μου θα κοιμούνταν αιώνια στον μαύρο θάνατο. Η λύπη μου σιγά σιγά μετατρεπόταν σε θυμό. Κανείς δε συμμεριζόταν τον πόνο μου. Κανείς δεν ήθελε να θρηνήσει, όλοι έβλεπαν μόνο την καταραμένη νίκη, που εμένα μου είχε κοστίσει τέσσερεις σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου.
Κάποια στιγμή με πλησίασε ο καπετάνιος μου, ο Μακρυγιάννης. Έκατσε στο τραπέζι μου και άπλωσε το δεξί του χέρι. Ήταν γεμάτο επιδέσμους, γιατί είχε πυροβοληθεί στο γιουρούσι. Στο αριστερό του χέρι είχε ένα λαγήνι γεμάτο κρασί. Μου γέμισε το ποτήρι.
-Έλα, μωρέ Γιώργη, μην κάθεσαι και μυξοκλαίς σαν γυναίκα, μου είπε. Νικήσαμε για πρώτη φορά τους Αραπάδες! Αυτό ούτε ο γέρο-Κολοκοτρώνης δεν το κατάφερε!
Ο θυμός μέσα μου φούντωσε. Η οργή μου ξεσπούσε με δάκρυα από τα μάτια μου. Δεν τον ένοιαζε τον Μακρυγιάννη ο χαμός των συντρόφων μου! Μόνο η νίκη! Ποια νίκη; Αυτή για μένα ήταν κατάρα, ένα βασανιστήριο, η χειρότερη μέρα της ζωής μου.
- Τώρα έπρεπε να γιορτάζεις, συνέχισε ο καπετάνιος. Φαντάσου χάσαμε μόνο τέσσερεις!
Τα μηνίγγια μου σφίχτηκαν και χτύπησαν σαν τρελά. Βουή τύλιξε το κεφάλι μου, το αίμα μου έγινε φωτιά, τα μάτια μου θόλωσαν κι όλα έγιναν κόκκινα σαν το αίμα του Γιάννη, του Μήτρου, του Βασίλη και του Μιχάλη.
Σηκώθηκα απότομα και πέταξα το ποτήρι πάνω του. Το γλέντι έπαψε. Όλοι γύρισαν και με κοίταξαν. Φώναξα.
-Με βλέπεις να θέλω γιορτή; Με βλέπεις να χαίρομαι που νικήσαμε τον Ιμπραήμ; Σήμερα σκοτώθηκαν οι φίλοι μου! Οι τέσσερις μοναδικοί φίλοι μου! Και τώρα βρίσκονται καλυμμένοι με ένα βρωμόστρωμα, άθαφτοι! Το ξέρεις, αλλά δεν σε νοιάζει. Χαίρεσαι κιόλας που είναι οι μόνοι νεκροί. Δεν ήσαν παλικάρια σου αυτοί; Δεν έπρεπε να τους θρηνείς; Ή μήπως δεν ξέρεις από θρήνο; Βέβαια, εσύ δεν έχεις χάσει κανέναν αγαπημένο στη ζωή σου! Δεν ξέρεις πώς είναι να θρηνείς!
Έφυγα προσπερνώντας όλους όσοι βρίσκονταν μέσα. Η μουσική είχε σταματήσει.
Ανέβηκα στο κατάστρωμα. Το δυνατό φως της πανσελήνου χόρευε πάνω στο μαύρο νερό του αργολικού κόλπου. Μια τόσο όμορφη βραδιά για την πιο θλιβερή στιγμή της ζωής μου.
Πρόσεξα πως στη ζώνη μου είχα ακόμη την κουμπούρα μου. Την έβγαλα και κοίταξα μέσα στην κάννη. Η σφαίρα ήταν ακόμη εκεί αχρησιμοποίητη. Αυτή η σφαίρα μου φάνηκε κάπως φιλική. Ήταν η μόνη που δεν γιόρταζε αυτή τη νύχτα. Η μόνη που μπορούσε να με πάει στους φίλους μου. Σκέφτηκα να πατήσω τη σκανδάλη.
Ένα χέρι πετάχτηκε από το σκοτάδι και μου βούτηξε την κουμπούρα. Ο Μακρυγιάννης.
-Αυτά που είπες, μικρέ, είναι πολύ λάθος! Ξέρω καλά από θρήνους. Η μάνα μου πέθανε, όταν ήμουν δεκατρία! Την αδελφή μου την πήραν οι Τούρκοι και δεν την ξαναείδα! Ο αδελφός μου, ο Δημήτρης, παλουκώθηκε! Τα άλλα δυο αδέρφια μου σκοτώθηκαν στο Νιόκαστρο!
Θυμήθηκα ξαφνικά τα αδέρφια του. Ψηλοί σαν κι αυτόν, δεν τους είχα ξαναδεί μετά το Νιόκαστρο.
- Μη μου λες πώς είναι να θρηνείς! Πέθαναν οι φίλοι σου. Θα τουφεκιστείς γι’ αυτό; Μήπως εγώ δεν ήθελα να τουφεκίσω τον εαυτό μου, όταν πέθαναν οι δικοί μου;  Αλλά εδώ, μικρέ, δεν υπάρχει ο εαυτός σου κι ο εαυτός μου, ο πόνος σου κι ο πόνος μου. Εδώ υπάρχει το ΕΜΕΙΣ κι η πατρίδα που πρέπει να ελευθερώσουμε!   
Έφυγε από το κατάστρωμα με δάκρυα στα μάτια. Έμεινα άναυδος.
Το επόμενο πρωί έψαξα να τον βρω. Ένας άνδρας όμως με απαξιωτικό βλέμμα μου είπε πως τον είχαν πάρει οι Φράγκοι μαζί τους, για να του θεραπεύσουν το χέρι. Δεν είχα προλάβει να του ζητήσω συγγνώμη.
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...