Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Γεώργιος Τζαβούλης Homo Educandus Αγωγή

 

2ο ς  ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

                                                                    

 Εκείνα τα Χριστούγεννα στη Κομπιέν…

      Χειμώνας του 1914. Απέχουμε μoνάχα λίγα χιλιόμετρα και λίγες ωρίτσες από το θέατρο του πολέμου, την «άβυσσο των βομβαρδισμών» και από τα χαρακώματα. Μόλις λίγος καιρός πέρασε από τότε που επισήμως επιστρατευτήκαμε, εμείς, μια παρέα νεαρών μαθητών του λυκείου, που ακόμη δεν ξέραμε τι θα πει να κρατά κανείς όπλο. Μόλις λίγος καιρός πάει απ’ τη στιγμή που οι γονείς μας παρέλαβαν από τον ταχυδρόμο την αλληλογραφία,που άρον άρον θα μας έστελνε στη βόρεια Γαλλία μες στα χαρακώματα. Ήμασταν τυχεροί βέβαια, αφού, παρά το γεγονός πως ήμασταν ακόμη ένα τσούρμο δεκαεξάχρονα και δεκαεπτάχρονα, ο πόλεμος είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι και στο χωριό μας, μας επιβλήθηκε έκτακτη στρατιωτική εκπαίδευση, όπως στους περισσότερους νέους της Πρωσίας,. Δυο ντουζίνες νεαρών, με μια ταχύρρυθμη δίμηνη στρατιωτική εκπαίδευση να μπαίνουν χωρισμένοι σε εξάδες στα φορτηγά που θα μας πάνε κοντά στα σύνορα το κατεκτημένο πια Βέλγιο.

      Εμείς στο χωριό μας, ήμασταν μια μικρή κοινωνία, γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον, οπότε με όποιον κι αν πηγαίναμε να χωριστούμε στο μέτωπο, πάλι ικανοποιημένοι θα μέναμε. Αυτό μας έλλειπε, να κάναμε παράπονα και στον στρατό. Εγώ όπως και να ‘χει, στάθηκα τυχερός, αφού εντάχθηκα στην ομάδα με τους πέντε κολλητούς μου. Έτσι καταλήξαμε έξι φίλοι ανυπόμονοι, ενθουσιώδεις και υπερήφανοι που πηγαίνουμε στη μάχη.

      Ακόμη και μόνο έξι άτομα στο όχημα, πάλι στριμωγμένοι είμαστε και ο ένας πάνω στον άλλον, το πιο στενό φορτηγό απ’ όλους έφεραν σε εμάς. Ο Κάρλ Χάντενμπεργκ, κοινώς αποκαλούμενος Χάντεν, ίσως ο ευρηματικότερος από εμάς,ωστόσο και ο πιο παθητικός, σε αντίθεση με τον Σεμπάστιαν Βέρμπερ, που απ’ όλους μας διακρίνεται ως ο πιο δραστήριος και ενθουσιώδης . Ακολουθεί ο Βίλχελμ Κράνγκεν, φημισμένος στο χωριό για την εκπληκτική του δεξιότητα στο χιούμορ. Έπειτα βρίσκεται ο Φραντς Σγέγκιεροφ, μεγαλόσωμος και ψηλός σαν γίγαντας, ο πιο σκληρός, άκαρδος και αναίσθητος αλλά εγώ τον βρίσκω πολύ φιλικό προς συγγενείς και φίλους του. Μετά ακολουθεί ο Γιόχαν Κάσερ, ο πιο πειναλέος από όλους. Τέλος είμαι εγώ, ο Φρίντριχ Κάιζερτουμ, ο οποίος έχω λίγο απ’ όλα τα χαρακτηριστικά των άλλων, αλλά ξεχωρίζω για την ιδιαίτερη και υψηλότερη ευφυία μου, και μπορώ να καυχιέμαι για αυτήν, λέγοντας πως είμαι ο «εγκέφαλος» της ομάδας. Όμως όπως και όλοι, έχω και εγώ τις περιέργειές μου, δηλαδή να διαμαρτύρομαι συνεχώς για πολλά πράγματα. Εμείς ήμασταν, τα έξι αυτά δεκαεπτάχρονα, να πηγαίνουν στο μέτωπο χωρίς να ξέρουν αν πραγματικά θα γυρίσουν πίσω ή όχι, αυτά τα δεκαεπτάχρονα που  θα ζούσαν με τα μάτια τους τα νέα κεφάλαια της ιστορίας αυτής.

      Το σούρουπο είχε ήδη φτάσει και εμείς βρισκόμασταν ακόμη στη μισή διαδρομή. Για προορισμό είχαμε την Αμιένη της Γαλλίας, η μεγαλύτερη για τον ανεφοδιασμό στα μέτωπα, δεν θα ήταν δυνατόν να την χάσουμε. Εμείς κοντεύαμε στις Βρυξέλλες και είχαμε άλλο τόσο. Το αυτοκίνητό μας ξαφνικά σταματάει επιτόπου και μας ενημερώνει ο οδηγός πως κόλλησε στο χιόνι, αλλά τελικά είχε πάθει βλάβη η μηχανή, μάλλον λόγω του χιονιού και υπερβολικά χαμηλής θερμοκρασίας. Πήγαμε βιαστικά – βιαστικά να πάρουμε τον σιδηρόδρομο απ’ τον σταθμό στις Βρυξέλλες, για κακή μας τύχη όμως στη μισή διαδρομή μέχρι τον επόμενο σταθμό στη Ρενς, η σιδηρογραμμή είχε ανατιναχτεί απ’ τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Έτσι, διανύσαμε όσο μπορούσαμε με το τρένο και μας άφησε σε ένα δάσος στα σύνορα Γαλλία – Βέλγιο. Είχαμε ήδη αργήσει, ο διοικητής λαμβάνει διαταγή πως η Αμιένη έπεσε μετά από σφοδρή έφοδο των Γάλλων και πως τα γαλλικά στρατεύματα θα μετακινηθούν προς την πόλη Κομπιέν, που ακόμη κατείχαμε. Για αυτό κι εμείς θα οδεύαμε προς τα εκεί, για να την αμυνθούμε, κι αν πετύχει, θα πραγματοποιήσουμε έφοδο με στόχο το Παρίσι. Εγώ να πω την αλήθεια, πρώτη φορά είχα ακούσει την πόλη Κομπιέν και έμαθα πως ήταν πράγματι πολύ κοντά στο Παρίσι. Αφού δεν είχαμε κάποιο μέσο μεταφοράς ξεκινήσαμε για τη Κομπιέν με τα πόδια...

      Το ίδιο βράδυ, της 20ης Δεκεμβρίου του 1914, διανυκτερεύσαμε σε ένα μικρό χωριό και πριν ξεκινήσει να ανατέλλει ο ήλιος ξεκινήσαμε πάλι. Δυστυχώς το χωριό αυτό δεν είχε πάλι κάποιο όχημα να βολευτούμε κι εμείς, αλλά είχε δυο – τρία άλογα, τα οποία πήραν φυσικά οι «ένδοξοι» διοικητές μας, που ό,τι κι αν κάνουν, πρέπει να νιώθουν άνετα, να μην κουραστούν. Απείχαμε ακόμη λίγες ώρες μέχρι τη Κομπιέν. Κουρασμένοι και εξαντλημένοι, αλλά ενθουσιασμένοι και υπερήφανοι, νεοσύλλεκτοι που πρώτη φορά οδεύουν στη πρώτη γραμμή, τραγουδώντας τα γερμανικά μας πατριωτικά εμβατήρια των παππούδων μας...

      Απόγευμα της 21ης Δεκεμβρίου. Με αβάσταχτη  κούραση και με ολιγόωρη ξεκούραση χάμω ξαπλωμένοι στο χώμα, φτάνουμε επιτέλους στον στρατώνα της Κομπιέν, όπου και καθόμαστε για λίγο,μέχρι να ετοιμαστούμε και έπειτα να παραταχθούμε. Φαίνεται πως δεν ήμασταν οι μόνοι στον στρατώνα, μαζί με εμάς είχαν φτάσει τρεις ντουζίνες νεοσύλλεκτων από το Μίνστερ και τη Στουτγκάρδη και όλοι μας διοικούμενοι από τον ανθυπολοχαγό Βέερμανν, αρκετά καλός κύριος με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Τουλάχιστον αυτός δεν μας διοικεί αλαζονικά και απάνθρωπα. Όλοι εμείς που συγκροτούμε έναν λόχο θα πηγαίναμε το ίδιο εκείνο βράδυ – για πρώτη φορά οι περισσότεροι – στις πρώτες γραμμές της Κομπιέν.

      Όλοι επαρκώς εφοδιασμένοι, μόλις πέφτει το σούρουπο ξεκινάμε για το μέτωπο. Η «εμπειροπόλεμη» διμοιρία, άρχισε τις φλυαρίες καθώς περπατούσαμε, προσπαθώντας να μας δώσουν συμβουλές για το μέτωπο, παριστάνοντας τους μεγάλους βετεράνους, μάταια όμως, αφού κανείς δεν έδινε και πολύ σημασία. Μόνο ο Χάντεν προθυμοποιήθηκε να ακούσει με απόλυτη προσοχή και αγωνία, αφού κοίταζε μόνο πως θα σώσει το κορμί του, αναζητώντας συμβουλές από παντού. Παράλληλα ο Φράντς και ο Κράνγκεν τους χλευάζανε πισώπλατα για τις χαζομάρες που ξεστόμιζαν  , ενώ εγώ συζητούσα με τον Κάσερ και αναπολούσαμε τις παλιές μας αναμνήσεις ως παιδιά…:

«Κοίτα όλη αυτή τη κατακομματιασμένη γη… τα χαρακώματα σπάσαν το έδαφος, μοίρασαν τη γη» λέω εγώ.

      «Θυμάσαι πέρυσι την Παραμονή των Χριστουγέννων; Είχαμε πάει όλοι μαζί διήμερη εκδρομή στο Ανόβερο».

      «Παντού χιόνι, καθαρή φύση, χαρά, αλλά προπαντός ήμασταν όλοι μαζί ευτυχισμένοι και ήρεμοι με τις οικογένειές μας…», πρόσθεσα.

      «Αυτά τα Χριστούγεννα θα σκεφτόμαστε μονάχα μήπως ξαφνικά χάσουμε κι εμείς τα κεφάλια μας»

      «Και τι δε θα ‘δινα, για να ξαναγυρίσω σπίτι μου, με την οικογένειά μου να διαβάζουμε βιβλία δίπλα απ’ το παραγώνι».

      «Μη σχολιάσω όμως το φαγητό… Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες τρώγαμε του σκασμού! Εδώ ζήτημα είναι αν θα μας δώσουν ανήμερα των Χριστουγέννων μια ληγμένη προ αιώνων κονσέρβα να μοιραστούμε έξι άτομα!» μου απαντάει ταραγμένος.

      Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε… Η μάχη είχε τελειώσει πια, ενώ εμείς περπατάγαμε σε αποκεφαλισμένα άλογα και ακρωτηριασμένους στρατιώτες που θα τους μάζευαν το επόμενο πρωί. Για τα τρία επόμενα ημερονύκτια, εμείς είχαμε τον ρόλο της «εφεδρικής φρουράς», ώσπου η στρατιά που μαχόταν επί δυο εβδομάδες να αποχωρήσει για ανάρρωση και να τους αντικαταστήσουμε επισήμως εμείς. Μέχρι τότε εμείς είχαμε την τύχη να ξεκουραζόμαστε για λίγη ώρα, να εξασκούμαστε για τη μάχη...

      Βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου του 1914, Δυτικό Μέτωπο. Η στρατιά της δεύτερης ομάδας υποχωρεί και την θέση της παίρνει η νέα, η δική μας με τριακόσιους χιλιάδες, στην οποία βρισκόταν και η διμοιρία μας. Η δεύτερη ομάδα στρατιών λοιπόν τώρα, αποτελούνταν από ενάμισι εκατομμύριο άνδρες!

      Όλοι αυτοί οι σχηματισμοί χωρίστηκαν στους λόχους τους, όπως κι εμείς. Πρώτη φορά μαχόμενοι… Τρέμουμε ολόκληροι, μέχρι που μας γλιστρούν τα όπλα από το χέρι, λόγω του ιδρώτα του φόβου! Τα ρολόγια μας σημειώνουν 11 το βράδυ… Ο εχθρός πρώτος μας ρίχνει με το πυροβολικό, επικρατεί πανικός. Απαντούμε με τρείς σειρές ρυθμικών πυροβολισμών και δύο κανονιοβολισμούς. Τα αυτιά μας κουφώνονται, μερικοί νεοσύλλεκτοι του λόχου κλαίνε και λιποθυμούν, ψάχνοντας τις μανάδες τους. Αμέτρητες εχθρικές φωτοβολίδες σκάνε στον ουρανό, σαν αστέρια που πεθαίνουν, που εκρήγνυνται, μέσα στην οχλαγωγία και στον βρόντο των κανονιών και των όπλων.Πάνω απ’ τα κεφάλια μας το αεροπλάνα γυρίζανε γύρω-γύρω σε μια ατελείωτη αερομαχία,που έμελλε να είναι η τελευταία αερομαχία πολλών… Ο τόπος ήταν χαοτικός, κράνη εκτοξεύονταν, φωτιές πυροδοτούνταν από βόμβες και αεροπλάνα, φωνές αβάσταχτου πόνου μισοπεθαμένων νεοσύλλεκτων που αναπολούν γονείς, σπίτια και την αθώα ηλικία τους, χέρια και άκρα πέφταν από τον ουρανό μετά από εκρήξεις… Η μάχη μαίνεται…

      Η ώρα σήμανε 12, τα όπλα σίγασαν και τα αεροπλάνα είχαν ήδη απομακρυνθεί. Ήμασταν όλοι τρομαγμένοι, ταραγμένοι, εξουθενωμένοι και τραυματισμένοι σωματικά, αλλά περισσότερο ψυχικά με τις εικόνες που δημιουργήθηκαν στο μυαλό μας και θα μας στιγματίζουν για πάντα. Η ημέρα άλλαξε, 25η Δεκεμβρίου πια, λέμε όλοι πια μεταξύ μας, όσοι δηλαδή μπορούν ακόμη να μιλήσουν, «Καλά Χριστούγεννα», αλλά όχι με το φιλόδοξο για το μέλλον και ευτυχισμένο ύφος, μα με ένα καινούριο, που δεν αρμόζει σε μια τέτοια ευχή, ένα καταθλιπτικό και απαισιόδοξο. Ήταν μια αναφώνηση, με την οποία επιτέλους εκφράζουμε τον πόνο μας, κυρίως τον πνευματικό, ξέραμε πως η ευχή θα ήταν μάταιη…

      Ξαφνικά μια κραυγή χτύπησε απαλά τα αυτιά μας, θεωρήσαμε πως είναι κάποιος εχθρός που ακόμη ψυχορραγούσε και ψοφολογούσε. Δεν δώσαμε σημασία. Στη συνέχεια, πάλι, η ίδια κραυγή, ο Φραντς γυρίζει και βλέπει απ’ τα κυάλια έναν βρετανό, λίγο παραπάνω απ’ το ύψος του χαρακώματος να χαιρετάει φιλικά κουνώντας δυνατά τα χέρια του. Καταλάβαμε πως δεν ψυχορραγούσε, αλλά μας φώναζε “Merry Christmas!”, γνωστή σε όλους φράση.Ξαφνιασμένοι και έκπληκτοι κι εμείς, ανταποκρινόμαστε με το δικό μας “Frohe Weihnachten!” το δικό τους Merry Christmas, καταλάβαν τι εννοούσαμε, επίσης γνωστή φράση.Τους παρακολουθούσαμε, αργά-αργά σηκώνονταν απ’ το χαράκωμα χωρίς τα όπλα, ρίσκαραν τη ζωή τους επικίνδυνα… Όμως δεν είμαστε αναίσθητοι, αργά-αργά σηκωθήκαμε κι εμείς, ακόμη κι ο λοχαγός μας. Λέγανε τρομαγμένοι “peace, peace”, “please!” και εμείς από την άλλη “Ja” και “yes”. Με αργούς βηματισμούς κι από τις δυο μεριές και με τα χέρια ψηλά, βρεθήκαμε οι δύο παρατάξεις με τους διοικητές μας μπροστά-μπροστά σε απόσταση δυο μέτρων. Δίνουμε τα χέρια μεταξύ μας και λέμε μονολεκτικά τα ονόματά μας.

«Καρλ Χάντενμπεργκ» – « Έντουαρντ Μπράουν»

«Γιόχαν Κάσερ» – «Χένρι Έβανς»

«Γιόζεφ Μπάουερ» – «Τζορτζ Ουίλσον»

«Φραντς Σγιέγκεροφ» – «Φρανσουά Μπλανκ»

«Σεμπάστιαν Βέρμπερ» – «Αντρέ Φουρνιέρ»

«Βίλχελμ Κράνγκεν» – «Άρθουρ Τόμας»

Και εγώ: «Φρίντριχ Κάιζερτουμ» – «Ουίλιαμ Ρόμπερτς»

       Γνωριστήκαμε όλοι μεταξύ μας, ένα πλήρως αναπάντεχο γεγονός, δεδομένου ότι μία ώρα προηγουμένως, ο ένας πάσχιζε να σκοτώσει τον άλλον. Όμως τα Χριστούγεννα, είναι μια γιορτή για όλους τους Ευρωπαίους, ανεξαρτήτως έθνους και συνόρων, είναι μια αξία των Χριστιανών, θυμίζοντάς τους πως είναι άνθρωποι και όχι αναίσθητοι, εξαγριωμένοι και τυφλωμένοι από τη φρίκη του πολέμου δολοφόνοι.

Ο Φραντς, μαζί με τον Σεμπάστιαν, έσπευσαν στο δάσος να κόψουν ένα έλατο, το οποίο έφεραν και έστησαν ακριβώς στη μέση του πεδίου μάχης, με τα φτυάρια που θα χρησιμοποιούσαν, για να σκάψουν το χαράκωμα και να κοπανήσουν κάποιου το κεφάλι.

      Ανταλλάξαμε μεταξύ μας δώρα, δηλαδή πράγματα που έτυχε να φέρουμε μαζί μας στη μάχη. Εμένα μου έδωσε ο Ουίλιαμ Ρόμπερτς τον χρυσό βαπτιστικό του σταυρό, ενώ εγώ είχα μαζί μου μια φρέσκια κονσέρβα και μου είπε και «ευχαριστώ». Ένιωσα πολύ άσχημα τότε.

      Τραγουδήσαμε Χριστουγεννιάτικα κάλαντα και στις δυο γλώσσες μας, μοιραστήκαμε όσο φαγητό είχαμε μαζί μας, ανέμελοι και ευτυχισμένοι, σαν να ήμασταν όλοι μαζί σε οικογενειακό τραπέζι, ξεχνώντας πλήρως τον πόλεμο.Λίγο αργότερα,η φιλική ατμόσφαιρα έσπασε, η εξαγρίωση και ο θυμός για τα θύματα ξύπνησε, το κρύο ξαφνικά φούντωσε. Γυρίσαμε στα χαρακώματα. Πάλι ακούγονταν φωνές από δίπλα, αλλά ήταν διαταγές αυτή τη φορά, όπως και σε εμάς. Τώρα πια ακούγαμε τα εγγλέζικα σαν ξένα, δεν καταλαβαίναμε τίποτε, ξύπνησε ο απόλυτος εθνικιστής εαυτός μέσα μας, που απέρριπτε το κάθε λογής ξένο, δώρα-χειραψία, ευτυχία-φιλία, όλα χάθηκαν, όλα ξεχάστηκαν.

      Χριστούγεννα 1914, 3 ώρες μετά τα μεσάνυκτα. Τα όπλα ήχησαν και πάλι, τα κανόνια βρόντηξαν. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά βούιζαν στ’ αυτιά μας σαν μανιακές καμπάνες. Φωτιές ξεδιπλώθηκαν στο πεδίο, όλοι λησμονήσαμε τι είχε γίνει μόλις προηγουμένως, τη χαρμονή, τους γλυκασμούς αλλά περισσότερο απ’ όλα την ειρήνη που υπερτέρησε μέσα μας, έστω και για τόσο λίγο. Όλα σβήστηκαν. Το μικρό έλατο του Φραντς τυλίχθηκε από τα ομαδόν αμοιβαία πυρά. Δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζει εκεχειρία. Βγάζω συντετριμμένος το μικρό σταυρουδάκι, προσπαθώντας και εγώ να μη λησμονήσω τις σκηνές αυτές. Ποιοι είμαστε; Τι κάνουμε εδώ πέρα;Στη μέση της Γαλλίας, μέσ’ στα χαρακώματα; Ούτε εμείς δεν ξέρουμε το γιατί.

      Κρατούσε τον σταυρό αυτόν, όταν αιφνιδίως ένα γαλλικό βομβαρδιστικό κατόρθωσε να διεισδύσει την αντιαεροπορική πυροβολαρχία και τα γερμανικά αναχαιτιστηκά, φτάνοντας στο χαράκωμα.

 

 

Όλα συνέβησαν, αστραπιαία, αυτοστιγμεί.

Όλοι τους απόθαναν,

και οι πέντε τους σκοτώθηκαν,

εν οφθαλμού ριπή.

 Και επιτόπου, στη στιγμή,

μόλις χάθηκαν αυτοί ,

χάθηκε και αυτός μαζί.

 

Φύγανε όλοι τότε αντάμα

όπως ακριβώς φύγαν κάποτε απ’ τα χάδια…

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...