3Ο
ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)
Με
το κεφάλι μέσα στις παλάμες του και τα ακουστικά του να παίζουν δυνατά μουσική,
καθόταν στο πάτωμα του μπάνιου. Ήθελε να πάει στο δωμάτιό του αλλά και αυτό,
όπως και τα άλλα μέρη του σπιτιού του, ήταν εκτεθειμένα στον κίνδυνο των γονιών
του. Μόνο το μπάνιο ήταν ασφαλές.
Ήταν ακόμη σκοτεινά έξω, τρεις το πρωί ακόμη, και επικρατούσε ιδιαίτερη ησυχία, καθώς η
καταιγίδα κρατούσε τους ανθρώπους κλεισμένους στα σπίτια τους, και μόνο λίγοι
θαρραλέοι είχαν βγει έξω. Όμως, στο σπίτι του Γιώργου επικρατούσε
ανεμοστρόβιλος. Οι φωνές των γονιών του έμοιαζαν με τη θύελλα, ενώ εκείνος
ένιωθε σαν την αγελαδίτσα που στριφογυρνάει μέσα της απλώς και μόνο για να
κάνει το κοινό να γελάσει σε μία ταινία. “Αυτό πρέπει να το σημειώσω”, είπε
χαμογελώντας θλιμμένα μόλις του ήρθε αυτή η σκέψη στο μυαλό.
Σηκώθηκε γρήγορα και άρπαξε το ημερολόγιό του που βρισκόταν στην άλλη
άκρη του δωματίου. Είχε να γράψει αρκετές εβδομάδες, όμως ήταν ο πιο κοντινός
του φίλος και για αυτό το έπαιρνε παντού μαζί του. Σημείωσε την κωμική φράση
στο μπλε τετράδιο χαχανίζοντας, καθώς σκεφτόταν πόσο ωραία θα ταίριαζε για το
τραγούδι που κάποια μέρα θα έγραφε.
Ήταν το όνειρό του να γίνει δημοφιλής τραγουδιστής. Οι γονείς του
θύμωσαν τόσο πολύ όταν τους είπε για το όνειρό του, που τον έβαλαν να κοιμηθεί
νηστικός στο πάτωμα, για να “αλλάξει μυαλά”, όπως του είπαν. Ήταν σκληρή η
τιμωρία αυτή για ένα εφτάχρονο παιδί, αλλά έμαθε να μη μιλάει πλέον στους
γονείς του για τις επιθυμίες και τα πάθη
του. Ίσως κάποτε, το όνειρο γινόταν πραγματικότητα. Ίσως κάποια στιγμή, αλλά
σίγουρα όχι στο κοντινό μέλλον.
Κοίταξε το κινητό του, μόνο για να συνειδητοποιήσει πως ήταν κιόλας
7:30. Βγήκε προσεκτικά από το μπάνιο, προσπαθώντας να μην επηρεαστεί η καρδιά
του με αυτά που άκουσε να ξεστομίζουν οι γονείς του.
- Εδώ καλά καλά δεν μπορούμε να
φροντίζουμε τον εαυτό μας, τι θέλαμε και κάναμε παιδί;, φώναξε η μητέρα του
Γιώργου.
- Σε είχα προειδοποιήσει πως το
παιδί μας θα ήταν δειλό και δε θα βοηθούσε καθόλου στην κατάσταση. Προφανώς
είχα δίκιο, αντέτεινε πιο δυνατά ο πατέρας του.
Το ήξερε πως ήταν φορτίο για αυτούς, αλλά το να ακούει τους γονείς του
να λένε πως είναι βάρος, τον έκανε χίλια κομμάτια. Χίλια κομμάτια, όπως τα
γυαλιά του “σπασίκλα” που είχε σπάσει την προηγούμενη μέρα.
Αν και μέσα του ένιωθε σαν ένα εύθραυστο, πληγωμένο άτομο, που ήταν
τελείως αθώο, η συμπεριφορά του έδειχνε το εντελώς αντίθετο. Ήταν βίαιος και
οξύθυμος και δε φοβόταν να χτυπήσει κάποιον. Για τον λόγο αυτό, ήταν υπαίτιος
για πολλά σκηνικά που συνέβαιναν στο σχολείο του και πολλά παιδιά πήγαιναν
κλαίγοντας με τεράστιες μελανιές στο γραφείο του κυρίου Δημήτρη, του διευθυντή, ο οποίος είχε
βαρεθεί να βλέπει τον Γιώργο να κάθεται στη δερμάτινη καρέκλα απέναντι από το
γραφείο του. Όσες φορές και αν τους είχε τηλεφωνήσει ο κύριος Δημήτρης, οι
γονείς του Γιώργου δεν ενδιαφέρθηκαν να πάνε στο σχολείο να μιλήσουν μαζί του.
Ο Γιώργος ένιωθε πως έκανε το σωστό, καθώς έμαθε, από το ελάχιστο
ενδιαφέρον που του έδειξαν οι γονείς του, να φέρεται σαν άντρας. Δεν του
εξήγησαν ποτέ τι εννοούσαν, όποτε φερόταν με τον τρόπο του άντρα τον οποίο
ήξερε και έβλεπε καθημερινά. Αυτός ήταν ένας: η ΒΙΑ!
Μόλις ετοιμάστηκε ξεκίνησε για το σχολείο. Πριν βγει από την πόρτα έριξε
πίσω του μια τελευταία ματιά, μήπως και οι γονείς του ενδιαφέρονταν αρκετά για
να τον αποχαιρετήσουν πριν πάει στο σχολείο. Τσακώνονταν τόσο πολύ, που ούτε
τον κοίταξαν, ούτε την τηλεόραση είχαν ενδιαφερθεί να κλείσουν, η οποία έπαιζε
όλη νύχτα.
Η μικρή τηλεόραση στο τραπεζάκι του σαλονιού αντιπροσώπευε τη ζωή του
Γιώργου. Ποτέ δεν τη θυμόταν κανείς και κανένας δεν ενδιαφερόταν αν ήταν
ανοιχτή ή κλειστή, ποιο πρόγραμμα έπαιζε ή τι είχαν να τους πουν τα σόου και οι
εκπομπές της.
Μουρμούρισε ένα “αντίο” μέσα από τα δόντια του και έφυγε βιαστικά για το
σχολείο. Βέβαια, ακόμα και αν αργούσε κανείς δε θα ενδιαφερόταν, ούτε οι γονείς
του ούτε οι δάσκαλοί του.
Τυφλωμένος από τις σκέψεις του, έφτασε
στο σχολείο. Δεν ήθελε να ήταν εκεί, αλλά ακόμα περισσότερο δεν τον ήθελαν οι
συμμαθητές του. Όλοι τον φοβούνταν, λόγω της φασαρίας που προκαλούσε μέσα στην
τάξη και στα διαλείμματα.
Όλοι
τον απεχθάνονταν, δάσκαλοι, γονείς, τα υπόλοιπα παιδιά. Αν περνούσες από
το γραφείο των εκπαιδευτικών, πάντα άκουγες αισχρές κουβέντες και άσχημα λόγια
για τον Γιώργο. Εκείνη την ημέρα, τη στιγμή που έφτασαν στο γραφείο, ξεκίνησαν
να μιλάνε για τις επιδόσεις των μαθητών:
- Η Αγγελική είναι άριστη, σε όλα
τα μαθήματα, είπε η κυρία Δήμητρα, η δασκάλα της έκτης, η δασκάλα του Γιώργου.
- Είναι και καλό παιδί, συνέχισε η
εικαστικός , η κυρία Σοφία.
- Το κορίτσι αυτό είναι παράδειγμα
για όλους, πρόσθεσε η δασκάλα των αγγλικών,η κυρία Χριστίνα, Πρέπει να γίνει
και για τον… ταραξία του σχολείου, συνέχισε.
-Για τον Γιώργο λες; Αυτός δε
συμμετέχει ποτέ στο μάθημα και μας αναστατώνει. Χτυπάει και τους συμμαθητές
του, είπε και ο κύριος Παναγιώτης, ο γυμναστής.
Οι υπόλοιποι δάσκαλοι έγνεψαν καταφατικά και μοιράστηκαν και οι ίδιοι
εμπειρίες με τον Γιώργο.
Κάποια στιγμή, όλοι συγχρονισμένα,
γύρισαν και κοίταξαν προς την κατεύθυνση του μουσικού, του κυρίου Αλέξανδρου.
Ήταν ο μόνος που δεν είχε μιλήσει, παρά μόνο κοιτούσε το πάτωμα με ύφος
αγανακτισμένο. Δεν μιλούσε ποτέ για τους μαθητές του, ούτε τους παίνευε,ούτε
τους κουτσομπόλευε. Δεν ήταν σαν τους άλλους δασκάλους, ήταν πιο συμπονετικός
και υπήρξε πιο κοντά στην κατάσταση του Γιώργου από τους υπόλοιπους συναδέλφους
του. Και οι δικοί του γονείς έστρεφαν το ενδιαφέρον τους σε άλλα πράγματα,
αλλά, πάντα ξεχνούσαν για αυτόν.
Οι συνάδελφοί του συνέχισαν να τον κοιτάζουν επίμονα, περιμένοντας να
τους απαντήσει. Τότε, και εκείνος κατάλαβε πως όλα τα μάτια στο δωμάτιο ήταν
στραμμένα πάνω του. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, άλλα τον πρόλαβε το
κουδούνι. Απρόθυμα, οι δάσκαλοι σηκώθηκαν από τα γραφεία τους για μία ακόμη
μεγάλη και βαρετή μέρα.
“Κάποιες φορές φέρονται και εκείνοι σαν παιδιά”, σκέφτηκε χαμογελώντας ο
Αλέξανδρος.
Κάνανε την προσευχή, και οι μαθητές
μπήκαν στις τάξεις τους. Η τάξη του Γιώργου είχε πρώτη ώρα μουσική, το
αγαπημένο του μάθημα. Ήταν το μόνο μάθημα στο οποίο καθόταν ήσυχος και δεν
ενοχλούσε κανέναν. Πάντα ο μουσικός ήταν υποστηρικτικός προς τον Γιώργο και
ήταν αυτός που άκουγε όλα του τα προβλήματα μετά το μάθημα. Δεν χαιρόταν για
την άσχημη συμπεριφορά του μαθητή, όμως ήταν ευχαριστημένος που έβγαζε ένα
βάρος από τους ώμους του Γιώργου και χαιρόταν όταν τον άκουγε να του μιλάει,
για το όνειρό του, να γίνει μουσικός, να μάθει να παίζει κάποιο όργανο…
Ο ενθουσιασμός του παιδιού τον έκανε να
το αγαπάει και να το προστατεύει, από τα αιχμηρά βλέμματα των δασκάλων… Από το
σχολείο που έκανε τα στραβά μάτια για την κατάσταση αυτού του μαθητή… Από την
αισχρή συμπεριφορά των γονιών του…
Μόλις μπήκαν στην τάξη, όλοι οι μαθητές
που κάθονταν κοντά στον Γιώργο, μετακινήθηκαν σε πιο μακρινά θρανία, λόγω του
τσακωμού της προηγούμενης ημέρας. Μόλις το είδε αυτό ο Αλέξανδρος, τον γέμισε
ένα αίσθημα απογοήτευσης και στενοχώριας. Είχε κουραστεί από τους μαθητές και
τους συναδέλφους του που αγνοούσαν τις δυσκολίες που υπέμενε εκείνο το παιδί.
Έτσι, έκανε κάτι πρωτότυπο.
“Αφήστε κάτω τα βιβλία, η μουσική μπορεί
να περιμένει”, είπε ο Αλέξανδρος.
Γεμάτοι απορία οι μαθητές υπάκουσαν, χωρίς να ξέρουν τι θα τους έλεγε ο
μουσικός. Θα ξεκίναγε λόγο για το πώς οι μαθητές παραμελούν τη μουσική… ή μήπως
για την προηγούμενη εβδομάδα, που κάποιος από την τάξη έσπασε το τζάμι στο
γραφείο των δασκάλων και παραλίγο να χτυπήσει στο κεφάλι τον διευθυντή με μια
μπάλα ποδοσφαίρου;
“ Μήπως μας μιλήσει για τον χθεσινό τσακωμό…”, σκέφτηκε ο Γιώργος, όλο
αγωνία, καθώς δεν ήθελε να γίνει θέμα συζήτησης πρωί-πρωί.
Δεν περίμεναν,όμως, αυτό που ξεκίνησε να
τους λέει.
Ο δάσκαλος ξεκίνησε να τους μιλάει για
την παιδική του ηλικία, για το πώς οι γονείς του παραμελούσαν εκείνον και τις ανάγκες του, του
μιλούσαν άσχημα, ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν βία…Τους εξομολογήθηκε ντροπιασμένος, πως άντεξε αυτή
την κατάσταση μέχρι τα δεκαοκτώ του, τότε που έφυγε από το σπίτι του και ότι θα
ήθελε να είχε αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα νωρίτερα.
“Μπορεί να είστε μικροί, αλλά είστε έξυπνοι. Μπορεί να φαίνεστε
αδύναμοι, αλλά η φωνή σας είναι αυτό που σας κάνει δυνατούς … Μην υποτιμάτε
ποτέ τον εαυτό σας και ποτέ μα ποτέ μην ξεχνάτε πως είστε και
πως αξίζετε!”, τελείωσε τον λόγο του ο Αλέξανδρος, κοιτώντας τον Γιώργο
κατάματα. Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά βγήκαν για διάλειμμα.
Ο Γιώργος εμπνεύστηκε πολύ από τα λόγια του δασκάλου του, και, τα
αναλογιζόταν όλη την ημέρα, στην ώρα των μαθηματικών, των γαλλικών, των
εικαστικών… Συνειδητοποίησε πως είχε βαρεθεί πια την ίδια κατάσταση μέρα με τη
μέρα και αποφάσισε να κάνει κάτι ο ίδιος για αυτό…
Το ίδιο βράδυ, πάλι έβρεχε, οι γονείς του Γιώργου φώναζαν, η
τηλεορασίτσα πάνω στο τραπεζάκι έπαιζε
δυνατά ειδήσεις, όμως… εκείνος δε φοβόταν. Ξεμύτισε λίγο από την πόρτα του
μπάνιου, χωρίς να επηρεαστεί από τα λόγια των γονιών του. Πήρε μια ανάσα, βγήκε
έξω. Ήταν έτοιμος, δε φοβόταν πλέον!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου