Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Κατερίνα Καραγιάννη 1ο Γυμνάσιο Κορίνθου

 

3ο  ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ (ΓΥΜΝΑΣΙΟ)

 

Η ιστορία της γιαγιάς

 

«Γιαγιά, θα μου πεις μια ιστορία;» ρώτησε η μικρή Μαρία την γιαγιά της.

«Φυσικά, αγάπη μου!» απάντησε εκείνη. «Μία φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν κοκκινοσκουφίτσα...»

«Δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό; Έχω διαβάσει αυτό το παραμύθι πολλές φορές!» γκρίνιαξε η μικρή.

Η γιαγιά σκέφτηκε για λίγο.

«Ίσως είναι καιρός για μια καινούρια ιστορία...» συλλογίστηκε.

Η Μαρία ενθουσιάστηκε και κουκουλώθηκε με τα σκεπάσματα του κρεβατιού της.

«Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα κοριτσάκι σε μια μικρή πόλη. Το όνομά της ήταν Κατερίνα, όμως όλοι την φώναζαν Καίτη. Η Καίτη, λοιπόν, ζούσε σε ένα μικρό, φιλόξενο σπίτι στο κέντρο της πόλης με τους γονείς και τις τρεις αδερφές της. Η μητέρα και ο πατέρας της έφευγαν κάθε πρωινό για να δουλέψουν στο κτήμα και να βγάλουν τα προς το ζην. Τα κορίτσια έπρεπε να μεγαλώσουν φροντίζοντας η μια την άλλη. Έτσι, ωρίμασαν από πολύ μικρή ηλικία και ανέλαβαν όλες τις δουλειές του σπιτιού, καθώς οι γονείς τους γυρνούσαν σπίτι αργά το βράδυ. Η Καίτη ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αδερφή και ήταν η πιο ώριμη, προσέχοντας τις υπόλοιπες και καθοδηγώντας τες. Μεγαλύτερή της ήταν η Μαρίνα, ατίθασος χαρακτήρας, με πονηρό μυαλό, κάνοντας συνέχεια σκανδαλιές. Μια φορά μάλιστα, η μαμά τούς είχε φτιάξει επτά οκάδες κουλουράκια για το πασχαλινό τραπέζι, στο οποίο θα μαζευόταν ολόκληρο το σόι. Ξόδεψε πολλές μέρες ετοιμάζοντάς τα, οπότε τα είχε φυλαγμένα σε ένα τεράστιο καλάθι στο σαλόνι, σκεπασμένα με ένα πανί. Η Μαρίνα παραφύλαγε και, όταν δεν βρισκόταν κανείς στο σαλόνι, πήρε τα κουλουράκια και τα έτριψε όλα, ένα ένα, μετατρέποντάς τα σε ψίχουλα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού τελείωσε, κάθισε πάνω στον πύργο από ψίχουλα και φύσηξε, σκορπίζοντάς τα σε ολόκληρο τον χώρο. Οι γονείς της δεν άργησαν να καταλάβουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και, όταν άνοιξαν την πόρτα του σαλονιού, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με το θέαμα που αντίκρισαν. Φυσικά, η Μαρίνα τιμωρήθηκε και δεν ξαναέκανε τίποτα παρόμοιο από τότε.»

«Γιαγιά, γιατί το έκανε αυτό η Μαρίνα; Μετά απ’ όσο κουράστηκε η μητέρα της για να τα φτιάξει;» ρώτησε η Μαρία.

«Μάλλον θα ήθελε να τραβήξει την προσοχή…» υπέθεσε η γιαγιά. «Δεν ήταν κακό κορίτσι, απλώς οι γονείς της ήταν απασχολημένοι με τις μικρότερες αδερφές της, κι έτσι εκείνη ένιωθε παραμελημένη.»

«Και τι έγινε με τις άλλες δύο αδερφές της;» χαμογέλασε η Μαρία.

«Η τρίτη αδερφή ήταν η Άννα. Από μικρή είχε τεράστια αγάπη για τους ξένους πολιτισμούς και τις άλλες χώρες. Το όνειρό της ήταν να ταξιδέψει και να ζήσει στο εξωτερικό. Μερικές φορές ξυπνούσε νωρίς το πρωί και έτρεχε να φτάσει στην μικρή πλατειούλα, όπου έκανε στάση το τουριστικό λεωφορείο με τον ξεναγό. Εκεί, καθόταν σε ένα πέτρινο παγκάκι στην άκρη της πλατείας και παρατηρούσε τα πρόσωπα των ξένων. Όταν η Άννα έφτασε δεκαοχτώ χρονών συνάντησε έναν Έλληνα που ζούσε στην Αμερική και είχε γυρίσει πίσω στην Ελλάδα για να παντρευτεί. Χωρίς να αφήσει την ευκαιρία αυτή, η Άννα δέχτηκε την πρότασή του και παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία, όπως έκαναν τα περισσότερα κορίτσια τότε. Ένα πράγμα που θα θυμάται πάντα η Καίτη ήταν ο γάμος της αδερφής της. Έγινε στην κεντρική εκκλησία της πόλης και καλεσμένες ήταν όλες της οι συμμαθήτριες. Όταν επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο μαζί με τον πλέον σύζυγο της, εκείνες άρχισαν να τραγουδούν:

‘Ἔρως ἀνίκατ εμάχαν

Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις,
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς
νεάνιδος ἐννυχεύεις,
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽
ἀγρονόμοις αὐλαῖς’

Αυτοί οι στίχοι από την Αντιγόνη του Σοφοκλή της θύμισαν την αγαπημένη της τότε ελληνική ταινία “Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο”. Και για να μην ξεχνάμε και την μικρότερη αδερφή, αυτή ήταν η Όλγα. Εκείνη ήταν πάντοτε ευγενική και υπάκουη, αν και δυστυχώς η Καίτη δεν είχε πολλές αναμνήσεις μαζί της, γιατί στην ηλικία των μόλις δεκατριών μετακόμισε στην Αθήνα, στη θεία της, ελπίζοντας να κτίσει κάποιο μέλλον αφού δεν έπαιρνε τα γράμματα. Εκεί, τους πρώτους μήνες βοηθούσε μια μοδίστρα της περιοχής στο ράψιμο. Σύντομα, όμως, ήξερε τα πάντα από υφάσματα και κλωστές, σε σημείο όπου έγινε η περιζήτητη μοδίστρα ολόκληρης της περιοχής!»

«Ουάου, πρέπει να το είχε μέσα της!» αναφώνησε η Μαρία.

«Κι όμως, κορίτσι μου, δεν ήταν η τύχη αυτό που την έφτασε τόσο ψηλά, αλλά η σκληρή δουλειά και οι ατελείωτες νύχτες που περνούσε στο μαγαζί», απάντησε η γιαγιά.

 Ύστερα έβγαλε το χέρι απ’ την τσέπη της, το κοίταξε προσεχτικά για λίγα δευτερόλεπτα, κι έπειτα σκούπισε να μάτια της που γυάλιζαν και συνέχισε:

«Τα χέρια της ήταν κατατρυπημένα από τις βελόνες και οι παλάμες της πιο σκληρές κι από αυτές ενός εργάτη, παρόλο που δούλευε με υφάσματα. Μια μέρα επισκέφτηκε το μαγαζί ο πλούσιος άντρας της αδερφής της, της Μαρίνας. Εντυπωσιασμένος από τα καταπληκτικά πατρόν και την ποιότητα των υφασμάτων, γονάτισε δίπλα στην εικοσάχρονη τότε Καίτη, την κοίταξε στα μάτια και της είπε με γλυκιά φωνή: “ Έλα στο κέντρο της Αθήνας να σου ανοίξω μια μπουτίκ. Θα σε βοηθήσω να γίνεις η καλύτερη μοδίστρα ολόκληρης της Αθήνας…”, της ψιθύρισε. Εκείνο το βράδυ η Καίτη δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η φαντασία της είχε οργιάσει. Φανταζόταν ένα τεράστιο κτίριο, γεμάτο με φανταχτερά ρούχα και κόσμο από ολόκληρη την πρωτεύουσα με χαμόγελα στα πρόσωπα τους. Ήταν έτοιμη να καλέσει τον κουνιάδο της και να δεχτεί την πρόταση…»

Η Μαρία παρατήρησε καλά την γιαγιά της, η οποία έκανε μια ασυνήθιστη παύση.

«Την επόμενη μέρα τα χαράματα έλαβε ένα τηλεφώνημα απ’ τον πατέρα της… η μικρή της αδερφή, η Όλγα, παντρευόταν, και εφόσον όλες της οι αδερφές είχαν φύγει από το πατρικό τους, ο πατέρας της την πρόσταξε να γυρίσει πίσω για να έχουν κάποιον κοντά τους. Η Καίτη είδε έναν ολόκληρο κόσμο μπροστά της να γκρεμίζεται. Τι θα γινόταν αν δεν ήταν τόσο δειλή ώστε να ακολουθήσει το όνειρό της; Τι θα γινόταν αν ακολουθούσε την καρδιά της και όχι την επιθυμία του πατέρα της;»

Η γιαγιά σηκώθηκε και πήρε ένα πανάκι που βρισκόταν πάνω στο γραφείο της Μαρίας, για να σκουπίσει τα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα από τα μάτια της.

«Γιαγιά, κλαις;» ρώτησε η Μαρία.

«Όχι, απλώς, να… συγκινήθηκα… Βλέπεις, η Καίτη ήταν μόλις είκοσι χρονών. Έλαμπε σαν λουλούδι και η ψυχή της ήταν αγνή, διψώντας να ανακαλύψει καινούρια πράγματα. Εκείνο το πρωινό όλες της οι φαντασιώσεις και ελπίδες έσβησαν. Ήταν απλά ένα μικρό κορίτσι, με ένα μεγάλο όνειρο…»

«Ώστε, τελικά γύρισε πίσω στο πατρικό της;» ρώτησε ανυπόμονη η Μαρία.

«Ναι, Μαρία μου» απάντησε η γιαγιά. «Γύρισε πίσω και φρόντισε τον πατέρα και την μητέρα της, ώσπου γνώρισε κι εκείνη την δική της αγάπη. Ήταν όμορφος και πολυταξιδεμένος, καταγόταν από ένα χωριό, το οποίο πιστεύω γνωρίζεις» χαμογέλασε. «Είναι το χωριό του παππού σου, το Μάρκασι»

«Αλήθεια, γιαγιά;» χάρηκε η Μαρία. «Την επόμενη φορά που θα πάμε, θα μου δείξεις το σπίτι του άντρα της Καίτης; Θα το δείξω και στα ξαδέρφια μου εκεί! Μήπως ο παππούς γνώριζε τον άντρα της; Ζει ακόμα;» την βομβάρδισε αμέσως με ερωτήσεις.

Παραδόξως, όμως, η γιαγιά δεν απάντησε σε καμία, παρά μόνο χαμογέλασε και χάιδεψε τα μαλλιά της εγγονής της.

«Θέλεις να μάθεις την συνέχεια της ιστορίας;» την ρώτησε.

«Ναι, το θέλω πολύ!»

«Λοιπόν, ο γάμος τους ήταν ένα ατελείωτο γλέντι. Όλες οι αδερφές της ήταν παρούσες μαζί με τους συζύγους τους, και ίσως ήταν η καλύτερη βραδιά της ζωής της. Η αδερφή της, η Άννα, που είχε ταξιδέψει από την Αμερική, είχε αγοράσει στην κάθε μια από ένα λούτρινο ζωάκι. Στη Μαρίνα ένα μαύρο σκυλί, στην Καίτη ένα καφέ αρκουδάκι, στην Όλγα ένα κίτρινο κοτοπουλάκι και στην ίδια έναν γκρι λαγό. Από τότε, κάθε φορά που βρίσκονταν ξανά όλες μαζί, είχαν πάντα μαζί τους αυτό το λούτρινο. Τους θύμιζε τα παιδικά τους χρόνια και όλες τις ξέγνοιαστες στιγμές που πέρασαν μαζί…»

Πλέον η γιαγιά δεν μπορούσε να κρύψει τα δάκρυά της.

«Η Καίτη αγαπούσε την ζωή της. Παρ’ όλο που δεν την έζησε όπως θα ήθελε, την αγάπησε πολύ… έζησε για να θυμάται κάθε λεπτό της ζωής της…»

Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στα ζαρωμένα και χλωμά μάγουλα της γιαγιάς, τα οποία κάποτε ήταν ρόδινα και φρέσκα, χωρίς ζάρες όταν χαμογελούσε.

«Γιαγιά, αυτήν την φορά κλαις!» αναφώνησε η Μαρία και σηκώθηκε να φέρει λίγο χαρτί και νερό στην γιαγιά της. «Γιατί όμως συγκινήθηκες τόσο πολύ με την ιστορία;»

«Έλα μαζί μου», την έπιασε απ’ το χέρι η γιαγιά και την οδήγησε στο υπνοδωμάτιό της. Εκεί άνοιξε ένα ντουλάπι και από μέσα έβγαλε ένα αντικείμενο, το οποίο και ακούμπησε στις παλάμες της Μαρίας. Εκείνη το κοιτούσε άφωνη, δίχως να μπορεί να πιστέψει τι έβλεπε μπροστά της.

«Γιαγιά, αυτό είναι…» προσπάθησε να αρθρώσει.

«…Ένα καφέ λούτρινο αρκουδάκι. Το χρώμα μπορεί να έχει ξεθωριάσει λίγο, αλλά για εμένα ποτέ δεν έχασε την αξία του» χαμογέλασε η γιαγιά.

«Άρα, αυτό σημαίνει ότι αυτή η ιστορία είναι…»

«Δεν είναι ιστορία, αλλά η ζωή μου» είπε κι έπιασε τα χέρια της εγγονής της.

«Δεν τόλμησα να κάνω πολλά πράγματα στην ζωή μου. Δεν τόλμησα να πω “όχι!” στον πατέρα μου, ούτε να ακολουθήσω το όνειρό μου, όμως δεν είμαι σίγουρη αν το μετανιώνω. Είχα έναν ευτυχισμένο γάμο με τον παππού σου και έκανα την μαμά σου, τον θείο και την θεία σου. Απέκτησα πέντε πανέμορφα εγγονάκια και κάθε μέρα ξυπνώ με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Δεν θα μπορούσα να έχω ζητήσει περισσότερα»

Η Μαρία κοιτούσε την γιαγιά της ξεχειλίζοντας από συναισθήματα. Ήταν περήφανη για το πόσο γενναία ήταν, παρ’ όλο που η ίδια δεν το αναγνώριζε.

«Γιαγιά, μόλις τώρα κατάλαβα πόσο γενναία και δυνατή είσαι. Μόλις με ενέπνευσες να ζήσω την δική μου ζωή. Θα ζήσω κάθε στιγμή και θα απολαύσω κάθε δευτερόλεπτο, για να μπορώ να πω κι εγώ μια τέτοια ιστορία στα εγγόνια μου»

`«Μην το κάνεις γι’ αυτά» αναφώνησε η γιαγιά της, χαμογελώντας ακόμη, με δάκρυα στα μάγουλά της. «Κάν’ το για σένα! Για τις αναμνήσεις που θα αποκτήσεις. Για την κάθε μία φορά που κι εγώ κοιτώ ένα λούτρινο και μου θυμίζει την αδερφή μου την Άννα. Γιατί κάθε φορά που φτιάχνω κουλουράκια θυμάμαι την Μαρίνα και, κάθε φορά που βλέπω δυο αδερφές με μεγάλη διαφορά ηλικίας να περπατούν πιασμένες χέρι-χέρι στον δρόμο, θυμάμαι την Όλγα. Ακόμα δεν μπορώ να περάσω μπροστά από μια μπουτίκ χωρίς να χύσω ένα κρυμμένο δάκρυ και, κάθε φορά που επισκεπτόμαστε το χωριό του παππού σου, όσο εσύ παίζεις με τα ξαδέρφια σου, εμείς οι δύο καθόμαστε στο μπαλκόνι του σπιτιού, αναπολώντας τα παλιά. Κατάφερα και δημιούργησα όμορφες αναμνήσεις. Αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαι πολύ περήφανη»

«Είμαι πολύ περήφανη για σένα, γιαγιά» την αγκάλιασε η Μαρία.

Και τότε, εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή, εκείνη η αγκαλιά ήταν η πιο ζεστή σε ολόκληρο τον κόσμο. Και σίγουρα, θα την θυμούνται και οι δυο για πάντα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...