4ο Γενικό Λύκειο Κορίνθου / Έπαινος
1.
Ώρα 9:30 π.μ.
Περπατώ σε διαδρόμους μεγάλους, με εκατοντάδες
πόρτες, άσπρους τοίχους, με διάφορα δωμάτια, με πάρα πολλούς ανθρώπους
καθισμένους σε άσπρες καρέκλες και γυναίκες με μεγάλες άσπρες ποδιές και με ένα
σκουφάκι στο κεφάλι τους. Περίεργο μέρος. Δεν μου αρέσει, είναι θα έλεγα
μελαγχολικό. Μπα, δεν νομίζω ότι είναι σπίτι όλο αυτό. Βλέπω τώρα μια πινακίδα,
λέει «ΚΑΦΕΝΕΙΟ/ΚΥΛΙΚΕΙΟ». Κάτι μου θυμίζει. Ας μπω.
Υπάρχουν τραπέζια, καρέκλες ντυμένα στα άσπρα.
Αα! Να και ένας πάγκος γεμάτος τρόφιμα. Για να δω, τι ώρα είναι; Μα, πού πήγε
το ρολόι μου; Εδώ το είχα. Λες να μου το πήρε κάποιος; Και να το πήρε, δεν
πειράζει, έχω τόσα πολλά! Χα! Θα ρωτήσω τι ώρα είναι εδώ αυτούς τους ανθρώπους
και παράλληλα θα ζητήσω έναν καφέ να μου φτιάξουν.
«Γεια σας, τι ώρα είναι; Θα επιθυμούσα να μου ψήσετε
έναν καφέ ελληνικό μέτριο. Σταθείτε, μήπως έχω ζάχαρο; Πολλές φορές άκουγα την
κόρη μου, τη Μυρτώ, να λέει αυτή τη λέξη. Τελικά, ψήσε μου έναν ελληνικό
σκέτο».
«Εεε, η ώρα είναι εννέα και μισή το πρωί. Σε
λίγα λεπτά θα είναι έτοιμος. Θέλω μόνο το όνομά σας».
«Το όνομά μου, ε; Ωραία ερώτηση. Θρασύβουλο με
λένε. Σου αρέσει το όνομα; Η μητέρα μου μού το έδωσε. Χα! Ωραία μέρα».
Μέχρι να γίνει ο καφές, έκατσα σε ένα άσπρο
τραπέζι στρογγυλό, μεγάλο, μέχρι και παιδί αλλάζεις εδώ. Μου αρέσει.
Νομίζω ότι φωνάζουν έναν Θρασύβουλο, εγώ είμαι
ο Μάκης, κάπου θα έχει χαθεί αυτός λογικά. Θα του πάρω εγώ τον καφέ και θα τον
πληρώσω. Έβαλα το χέρι στην τσέπη να βρω καμία δραχμή. Ωχ! Τι κέρμα είναι αυτό,
περίεργο, γράφει πάνω του το νούμερο δύο. Δεν πάει στο καλό - αυτό θα δώσω.
«Ορίστε, ο καφές σας. Δύο ευρώ κοστίζει».
«Να, πάρε αυτό που βρήκα στην τσέπη μου».
Βγήκα με αργά βήματα από αυτήν την αίθουσα.
Ζαλίστηκα λίγο, όταν πάτησα πάλι το πόδι μου σε αυτόν τον διάδρομο που οδηγούσε
στο κυλικείο. Περίεργη ατμόσφαιρα έχει αυτό το οίκημα. Τέλος πάντων, πήγα σε
μια καρέκλα άσπρη. Όλες άσπρες είναι. Φοβάμαι αυτό το μέρος, έχω την αίσθηση
ότι δεν συμβαίνουν πάντα ευχάριστα γεγονότα εδώ. Αν έρθω ξανά εδώ θα το σκεφτώ
διπλά και τριπλά.
Ήπια μια γουλιά καφέ και άφησα το σώμα μου να
ξεκουραστεί, ώστε σε λίγα λεπτά να μπορώ να ξεκινήσω τον περίπατό μου στους
διαδρόμους της μελαγχολίας.
2.
Ώρα 12:30 μ.μ.
Ξύπνησα απότομα από φωνές ανησυχίας. Άνθρωποι
ντυμένοι αυτήν τη φορά στα μπλε να μεταφέρουν ένα φορείο πάνω στο οποίο βρισκόταν
μια γυναίκα που πόναγε και φώναζε και ένας άντρας από πίσω που τους ακολουθεί
τρέχοντας και δίνοντας κουράγιο σε αυτήν την γυναίκα. Περίεργα πράγματα
συμβαίνουν εδώ. Όλο φωνές και φασαρία και η ατμόσφαιρα γεμάτη ανησυχία και
άγχος.
Παρακολουθώ αυτό το σκηνικό και παρατηρώ ότι
αυτός ο νέος έρχεται προς εμένα. Φαίνεται αγχωμένος, μέσα στην αμφιβολία. Ήπια
πάλι μια γουλιά καφέ. Είναι τελικά πολύ πικρός, θα τον πετάξω πιο μετά.
«Γεια σας, μήπως μπορώ να καθίσω δίπλα σας;».
Γιατί μου μιλάει; Τον γνωρίζω και μου μιλάει;
Θυμάμαι παλιά να με συμβουλεύουν να μην μιλάω σε ξένους, όμως αυτός είναι
διαφορετικός, φαίνεται ευγενικός, θα του απαντήσω.
«Ναι, μπορείτε».
Έκατσε κατευθείαν χωρίς δισταγμό. Δεν μιλάει
όμως. Περίεργο… Δεν έχω ξανασυναντήσει άνθρωπο με ύφος σκυθρωπό, γεμάτο άγχος.
Πέρασαν λεπτά χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια
κουβέντα. Κάποια στιγμή του είπα εγώ:
«Να σας ρωτήσω κάτι; Εσείς γιατί είστε εδώ;
Αυτό το κτήριο δεν μου αρέσει και νιώθω ότι συμβαίνουν τραγικά πράγματα εδώ
μέσα».
«Καλή και εύστοχη ερώτηση. Μόλις γεννάει η
γυναίκα μου. Είχε πολλές επιπλοκές τους τελευταίους μήνες και είμαι κάπως
αγχωμένος και ανήσυχος. Ξέρετε, δεν θέλω να πάθουν κάτι και οι δύο, είναι
ολόκληρη η ζωή μου. Από μικρό παιδί ονειρευόμουνα ένα κοριτσάκι και τώρα που θα
το αποκτήσω, φοβάμαι μήπως πάθει κάτι…».
Τον άφησα να μονολογεί για πολλά λεπτά. Κάποια
στιγμή άκουσα να με ρωτάει το όνομά μου.
«Με λένε Περικλή».
«Ωραίο όνομα, κ. Περικλή! Εσείς έχετε παιδιά;
Γιατί είστε εδώ; Τι περιμένετε;».
«Ευχαριστώ πολύ για το κομπλιμέντο. Όντως
ωραίο το όνομά μου. Ναι, έχω ένα παιδί, μια κόρη. Την λένε εμμ… Αα, το
θυμήθηκα: την έχω ονομάσει Μυρτώ, έχει μεγαλώσει από ό,τι θυμάμαι και σπουδάζει
νομίζω ή μήπως όχι; Όχι, δεν σπουδάζει, έχει μια οικογένεια Εγώ είμαι εδώ… Για
να σου πω τη μαύρη μου αλήθεια, δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ. Βρέθηκα εδώ ξαφνικά.
Περίεργα πράγματα, δεν συμφωνείτε;».
«Κατάλαβα. Δεν πειράζει αν δεν θυμάστε. Ξέρετε
κάτι; Από τη στιγμή που έχετε μια κόρη λογικά θα σας αγαπάει και θα σας
φροντίζει».
«Λογικά; Δεν ξέρω αν είναι ωραίο να έχεις
κάποιον να ορίζει τη ζωή σου, είναι, θα έλεγα, ενοχλητικό».
«Μπα, δεν νομίζω. Πάντως εμένα με λένε Σπύρο
και χάρηκα πάρα πολύ που σας γνώρισα και σας μίλησα. Είστε πραγματικά ένας
άνθρωπος γεμάτος θετική ενέργεια. Σας θαυμάζω».
Τον είδα να χαμογελάει και να με παίρνει μια
αγκαλιά γεμάτη ανακούφιση. Τώρα, ναι, το συμπέρανα, είναι καλός. Μόνο που δεν
ξέρω τι ώρα είναι. Θα τον ρωτήσω.
«Ξέρετε τι ώρα είναι;».
«Φυσικά, η ώρα είναι τρεις το μεσημέρι».
Εκείνη τη στιγμή βγαίνει μια κυρία με άσπρη ποδιά
και με ένα άσπρο καπέλο και του ανακοινώνει ότι η γυναίκα του μόλις γέννησε ένα
υγιές μωράκι. Καλά, μα πώς έχει γυναίκα αφού δεν μου είπε κάτι τέτοιο; Έφυγε
τρέχοντας με το χαμόγελο στα χείλη. Τότε εγώ σηκώθηκα αργά, πέταξα το ποτήρι με
τον πικρό καφέ και άρχισα να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους που έμοιαζαν με
λαβύρινθο.
3.
Ώρα 16:00 μ.μ.
Περπατάω για πολλές ώρες, ανεβαίνω σκάλες και
συναντάω νέους διαδρόμους, πάλι άσπρους τοίχους και εκατοντάδες δωμάτια,
ταμπέλες διάφορες και περίεργες. Δεν ξέρω πού βρίσκομαι αλλά έχω την ανάγκη να
καθίσω, πρέπει να βρω επειγόντως μια καρέκλα να κάτσω. Τη στιγμή που βλέπω μια
άσπρη καρέκλα, πέφτω πάνω σε μια γυναικά που κρατούσε ένα ποτήρι γεμάτο καφέ
που χύθηκε όλος πάνω της. Το άσπρο πουκάμισό της ποτίστηκε από τον καφέ και
άλλαξε με μιας το χρώμα. Με παρατήρησε με βλέμμα υποτιμητικό και γεμάτο νεύρα.
«Άχρηστε γέρο. Άντε από εδώ. Άτομα σαν και
σένα καταστρέφουν τα πάντα».
«Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Κατά λάθος έγινε.
Ήθελα μόνο να κάτσω σε μια άσπρη καρέκλα».
«Εσύ πρέπει κανονικά να κλειστείς σε κανένα
γηροκομείο και να κάνεις παρέα με τους άλλους του είδους σου και να κοιτάτε
όλοι μαζί τηλεόραση. Παλιόγερε! Λίγη προσοχή δεν βλάπτει».
Ξαφνικά φεύγει με γοργό βήμα προς τα κάτω. Μα,
τι της έκανα; Δεν γίνεται να θυμώνει τόσο εύκολα, επειδή την ακούμπησα. Μπορεί
όντως να έχει δίκιο, να είμαι ένα σκουπίδι χωρίς προσωπικότητα… Λες;
Πάω δειλά, δειλά σε μια άσπρη καρέκλα. Κάθεται
δίπλα ένας κύριος κρατώντας ένα πράγμα που έβγαζε δυνατό φως. Τον ρωτάω αν
μπορώ να κάτσω σε αυτή την καρέκλα. Αυτός με κοιτάζει, σηκώνεται και φεύγει.
Νιώθω να είμαι ένα βάρος για όλους. Θυμήθηκα την κόρη μου, τη Μυρτώ. Μήπως της
είμαι εμπόδιο στη ζωή της; Εγώ την αγαπάω βαθιά μέσα μου, πιστεύω ότι και
εκείνη με αγαπάει και με σκέφτεται. Άι στο καλό, συγκινήθηκα. Τελικά είχε δίκιο
η περίεργη γυναίκα, πρέπει να πάω σε ένα γηροκομείο. Όμως, τι είναι το
γηροκομείο; Μου ακούγεται περίεργα. Η περίεργη γυναίκα είπε ότι βρίσκονται και
άλλα άτομα εκεί. Λογικά θα είναι ωραίο μέρος.
Ε, φτάνει πια ο εσωτερικός μονόλογος… Καιρός
για λίγη ξεκούραση. Ας αποκοιμηθώ σε εκείνη την άσπρη καρέκλα που κοιτάζει μια
ταμπέλα που γράφει «ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΙΑΤΡΕΙΑ».
4.
Ξύπνησα από το σκούντημα μιας κυρίας ντυμένης
στα άσπρα.
«Κύριε Βαγγέλη; Ξυπνήστε! Ευτυχώς που σας
βρήκα. Πού είχατε πάει; Η κόρη σας, η Μυρτώ, με έστειλε να σας βάλω σε ένα
λεωφορείο. Θα σας πάει στο γηροκομείο, η κόρη σας έχει φροντίσει για όλα.
Διαμονή επ’ αόριστον!».
Μόλις διέκρινα τη λέξη Μυρτώ και γηροκομείο. Η
Μυρτώ μου, η κόρη μου, πόσο την αγαπώ! Όμως γιατί με στέλνει στο γηροκομείο;
Κάτι μου θύμιζε η λέξη γηροκομείο. Δεν θυμάμαι όμως τι. Παρατήρησα ότι η κυρία
με τα άσπρα κρατούσε τη βαλίτσα μου. Μήπως μου την έκλεψε; Δεν ξέρω, είμαι πολύ
κουρασμένος για να αναλύσω τα γεγονότα.
Μετά από λίγα λεπτά βρεθήκαμε στην είσοδο του
μεγάλου κτηρίου. Περιμέναμε έξω. Είχα κουραστεί να κάθομαι όρθιος, όταν ξαφνικά
ένα μικρό λεωφορείο σταμάτησε και άνοιξε τις πόρτες. Τότε η γυναίκα με τα άσπρα
με οδήγησε προς εκεί. Δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται. Φοβάμαι! Αλλά δεν μπορώ να
φέρω αντιρρήσεις.
Ανέβηκα στο λεωφορείο, κάθισα σε ένα κάθισμα
και ξεκουράστηκα. Έβλεπα από τα παράθυρα τα διάφορα, μεγάλα και περίεργα
κτήρια. Περίεργο και μουντό μέρος.
Εκείνη τη στιγμή φώναξα στον οδηγό δυνατά:
«Εεε! Τι ώρα είναι;».
Η ώρα ήταν 19.30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου