Γυμνάσιο & Λυκειακές τάξεις Λεχαίου / Έπαινος
«Ελευθερία!»
Φώναζαν τα μεγάφωνα της πόλης. Το κορίτσι τρομαγμένο πηγαίνει και κάθεται στην
πολυθρόνα. Ωραία, λέει και ξαπλώνει πιο ανάλαφρα αλλά διστακτικά, σαν να
υπάρχει κάτι μέσα της που να μην την αφήνει να εκφραστεί. Ο σκοτεινός αυτός ο ήχος
του μεγάφωνου πλημμυρίζει την ψυχή και το μυαλό. Δεν μπορεί. Αγανακτεί,
σηκώνεται και βγαίνει στο μπαλκόνι. Το θρόισμα των φύλλων την παρασέρνει σε
έναν κόσμο μακρινό. Ελευθερία!…, σιγοψιθυρίζει. Ο κόσμος τόσο απλός, αλλά και
τόσο περίπλοκος συνάμα. Δεν μπορεί να ξεχάσει το άκουσμα αυτό. Σταματάει για
λίγο τη σκέψη της και κοιτάει μπροστά τη θάλασσα. Τα κύματα, άσπρα και θολά,
φαίνονται στο μυαλό της τόσο ελεύθερα, τόσο ξέγνοιαστα. Αυτό επιθυμεί και η
ίδια.
Βγάζει
από την τσάντα δίπλα της ένα μικρό μπλοκάκι και αρχίζει να γράφει. Γράφει,
γράφει, γράφει, μα δεν ξέρει πώς να αποτυπώσει τις σκέψεις της. Σκίζει την
σελίδα και την πετάει στον κάδο. Ίσως εκεί είναι καλύτερα, συλλογίζεται.
Τουλάχιστον, ακόμα και αυτό θα είναι πιο ελεύθερο από τη σκληρή και απάνθρωπη
ζωή που η ίδια ζει. Αναστενάζει και κινείται προς το μπάνιο. Πάλι όμως ο
βροντερός ήχος των μεγαφώνων αγκαλιάζουν την ψυχή της. «Ελευθερία!», ακούγεται
για άλλη μια φορά. Αρχίζει και ιδρώνει, τα πόδια της δεν την κρατούν πια και
στρέφεται προς την κουζίνα. Ανοίγει το ντουλάπι, παίρνει ένα ποτήρι, βάζει
νερό, μα στην επιφάνειά του σχηματίζεται η λέξη Ελευθερία. Τρελαίνεται, δεν
μπορεί άλλο. Αρπάζει τα κλειδιά από το ράφι και τρέχει δέσμια στην ψυχή της
προς τα έξω. Γνωρίζει πως δεν υπάρχει σωτηρία, αλλά επιζητά μία ακόμα ευκαιρία.
Δεν μπορεί να είναι αυτή η Ελευθερία, σίγουρα δεν την έχω γνωρίσει αλλά μακάρι
να μπορούσα, συλλογίζεται.
Καθώς
περπατάει στον δρόμο βλέπει μια γριά κυρία. Κάθεται και την παρατηρεί.
Κουρνιάζει, κλαίει, τρέμει, μα δεν το βάζει κάτω. Προχωρά, παρά το σφοδρό κρύο
που έχει έξω. Η ίδια, παρασύρεται για άλλη μια φορά από τη σκέψη της.
«Ελευθερία!», ακούει παντού. Αρχίζει και τρέχει, τρέχει, τρέχει και δεν
σταματά. Φτάνει στη διασταύρωση και πάλι δε σταματάει. Θέλει να φύγει, να
ξεφύγει και να οδηγηθεί στην πραγματική Ελευθερία. Ένα φορτηγό που μεταφέρει
κάρβουνα δεν την προσέχει και πέφτει πάνω της. Ακούγονται σειρήνες, άνθρωποι
και κλάματα. Δεν γνωρίζει τι συμβαίνει μα εξακολουθεί να ακούει τον αδιαπέραστο
ήχο των μεγαφώνων της πόλης. «Ελευθερία, Ελευθερία!» Κοιτάει γύρω της μα δεν
αναγνωρίζει κανέναν. Ίσως φταίει που δεν αναγνωρίζει τελικά ούτε τον ίδιο της
τον εαυτό.
Σηκώνεται,
παίρνει τα πράγματά της από τον βρεγμένο δρόμο και συνεχίζει να τρέχει. Δεν
έβαλε μυαλό! Παρόλα αυτά, η ίδια γνωρίζει πως κάνει το σωστό. Το σωστό όμως στο
να ζει ή να πεθάνει; Κανείς δεν ξέρει. Σε κάποια στιγμή, σταματά. Κουράστηκε.
Βρίσκει ένα απόμερο παγκάκι και κάθεται. Δεν αντέχει άλλο αυτήν τη μοναξιά.
Βλέπει τη θάλασσα. Τώρα είναι η ευκαιρία, λέει εσωτερικά της. Πρέπει ή δεν
πρέπει; Υπάρχει Ελευθερία ή δεν υπάρχει; Απλή η απάντηση, μα τόσο περίπλοκη από
τους ανθρώπους. Αγανακτεί και πάλι.
Παίρνει
φόρα και ορμάει μέσα στα φουρτουνιασμένα κύματα. Αγνοεί τον θάνατο ή μάλλον
προσπαθεί να τον συναντήσει. Ίσως εκεί τελικά να βρίσκεται η Ελευθερία που
αναζητά. Παλεύει με τις σκέψεις και τα όνειρά της. Δεν είναι ζωή αυτή, δεν
είναι κόσμος, δεν υπάρχει Ελευθερία. Και όμως, υπάρχει! Ανέμελη στα κύματα,
κοιτάει τον βυθό. Τόσο καθαρός, τόσο μαγικός. Κλείνει τα μάτια της και χάνεται
στο κενό. Θυμάται την παιδική της ηλικία, τους φίλους, τους γονείς και το
όμορφο αγόρι της γειτονιάς της. Δεν υπάρχουν όμως πια! Χάθηκαν! Χάθηκαν στον
χρόνο και στις έγνοιες, χάθηκαν στα Εγώ και τις φιλοδοξίες τους, δεν λογάριασαν
τη ζωή ούτε και την αγριότητα της. Η ίδια όμως είναι εδώ! Παλεύει και
συνεχίζει. Τολμά και λαβώνεται από τη μοίρα και τις δυστυχίες. Πλέον, δεν την
νοιάζει τίποτα. Θέλει μόνο να χαθεί στο πέλαγος, να νιώσει επιτέλους ελεύθερη
και μόνη. Ταξιδεύει μέσα στο γαλανό νερό μαζί με τα ψάρια. Ωραία που είναι η
φύση, σκέφτεται. Τα ψάρια σχηματίζουν κύκλους και εικόνες, σαν να της
υποδεικνύουν τον δρόμο. Είναι τόσο ωραία εκεί. Τόσο μαγικά. Τόσο ΕΛΕΥΘΕΡΑ.
Παίρνει
μια βαθιά ανάσα και χάνεται και πάλι. Κολυμπάει προς την άμμο του βυθού. Χωρίς
να την απασχολούν οι κίνδυνοι και οι απόψεις των ανθρώπων. Βλέπει ένα λαμπερό
βότσαλο. Το παίρνει στα χέρια της και το παρατηρεί προσεκτικά. Πόσο όμορφο,
πόσο αστραφτερό! Το αφήνει κάτω και συνεχίζει το ταξίδι της στο άγνωστο. Βλέπει
νέες εικόνες. Τις αρέσουν πολύ. Σκέφτεται μακάρι να ήταν γοργόνα. Να κολυμπάει
ελεύθερη στα ξένα, χωρίς περιορισμούς και χωρίς δυσκολίες. Ένας δυνατός θόρυβος
όμως κλονίζει την φαντασίωσή της. Προσπαθεί να ακούσει από πού προέρχεται.
Αρχίζει να ακολουθά τον ήχο με αργό και διστακτικό κούνημα των χεριών και των
ποδιών της. Όσο πλησιάζει, τόσο περισσότερο ζαλίζεται. Όμως η ίδια θέλει να δει
τι είναι. Συνεχίζει. Ξαφνικά αντικρίζει ένα πελώριο κήτος. Δεν γνωρίζει τι
είναι μα το θαυμάζει και αυτό. Καθώς αυτό απομακρύνεται ο ήχος γίνεται πιο
έντονος. Κολυμπάει μα δεν μπορεί. Νιώθει σαν κάτι να την τραβάει πίσω. Πίσω στη
δυστυχία, την πλήξη και τη μονοτονία. Δεν θέλει. Προσπαθεί να του ξεφύγει. Δεν
μπορεί. Παρασύρεται από ένα θαλάσσιο ρεύμα και χάνει τις αισθήσεις της. Και
πάλι ακούγεται το μήνυμα των μεγαφώνων: «Ελευθερία!».
Συνέρχεται
μα δεν θυμάται τίποτα. Πανικοβάλλεται και αρχίζει να πνίγεται. Δεν μπορεί να
κρατήσει την αναπνοή της και νερό πλημμυρίζει τώρα την, μέχρι πρότινος, ψυχή
της. Κλείνει τα μάτια και χάνεται στο σκοτάδι. Δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν
αισθάνεται. Ξαφνικά, μια μαύρη φιγούρα ξεπροβάλλει από το βάθος του ωκεανού.
Την παίρνει και την ανεβάζει στην επιφάνεια της θάλασσας. Δεν μπορεί ακόμα να
καταλάβει ποιος την έσωσε.
Περνούν
λίγα λεπτά. Ανοίγει τα μάτια με τρόμο και απορία. Βήχει, βγάζει από το στόμα
της άπλετο νερό και φύκια. Ζαλίζεται, δεν μπορεί άλλο. Ξαναβήχει. Ένα χαρτάκι
βγαίνει από τα σωθικά της. Αντλεί κουράγιο από τη φύση, σηκώνεται και το
διαβάζει. Πάνω του είναι ζωγραφισμένο ένα κορίτσι στον βυθό και μια γυναίκα με
άσπρα ρούχα που την ανεβάζει στην επιφάνεια. Αναγνωρίζει το ταλαιπωρημένο και
παθητικό κορμί της. Πανικοβάλλεται. Δεν ξέρει τι να κάνει. Νιώθει πως κάποιος
την παρακολουθεί. Κοιτά γύρω της, μα το μόνο που βλέπει είναι άδεια βαρέλια.
Πλησιάζει ένα. Κοιτάει μέσα και ξαφνιάζεται. Βρίσκει ένα άλλο γράμμα.
Σφραγισμένο. Πάνω γράφει το όνομά της και κάτω μια διεύθυνση στην παλιά πόλη.
Τρία χιλιόμετρα μακριά από εκεί!
Δεν
το βάζει κάτω. Αρχίζει και περπατά. Περνάει από διάφορες γειτονιές. Βλέπει
γυναίκες να τριγυρίζουν μόνες τους και να ζητούν συντροφιά. Βλέπει παιδιά
σκελετωμένα και πεινασμένα. Δεν δίνει σημασία και προχωρά. Στο τέλος του δρόμου
συναντά μια γυναίκα. Είναι η ίδια που είχε συναντήσει και παρατηρήσει λίγο πριν
πέσει μέσα στη θάλασσα. Την ξανακοιτά. Η ίδια σηκώνεται το κεφάλι της και
χαμογελά. «Να προσέχεις!», της λέει. Της χαμογελά και φεύγει. «Είναι όλα τόσο
σύμπτωση;», αναρωτιέται. Και πάλι όμως, αφήνει τις σκέψεις της και προχωρά. Ένα
παιδί πέφτει πάνω της και αρχίζει να φωνάζει. Προσπαθεί να το καθησυχάσει, μα
το ίδιο αρχίζει και τρέχει. Ξαφνιάζεται. Για άλλη μια φορά νιώθει πως κάποιος
είναι δίπλα της. Κοιτάει. Στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπει μια άσπρη σκιά.
Παράξενο, συλλογίζεται. Αρχίζει και την ακολουθεί. Τρέχει, μα δεν μπορεί να την
προλάβει. Της φωνάζει. Δεν ακούει. Καθώς τρέχει μουσκεμένη από τη βροχή,
σκοντάφτει σε μία πέτρα. Πέφτει. Η σκιά εξαφανισμένη, αλλά νιώθει ακόμα την
πνοή πίσω από τα μαλλιά της. Γυρνάει απότομα. Κανείς. Οι χτύποι της καρδιάς της
αντηχούν από μακριά. Φοβάται, τρέμει από το κρύο! Σηκώνεται και αρχίζει να
περπατάει. Μισοζαλισμένη από την κούραση βλέπει ένα παγκάκι. Κάθεται. Ακούει
από το βάθος του δρόμου σκυλιά. Αρχίζει και φοβάται πιο έντονα. Τα σκυλιά
πλησιάζουν. Σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει. Η βροχή δυναμώνει και κανένας
πλέον δεν βρίσκεται έξω στον δρόμο να την βοηθήσει. Τα σκυλιά έφτασαν. Νιώθει
ένα τράβηγμα στο πόδι της. Γυρνά και αντικρίζει ένα μαύρο σκυλί να την
δαγκώνει. Ουρλιάζει. Δεν αντέχει. Από τον πόνο και τον φόβο λιποθυμά.
Ξανά
στα αυτιά της ηχεί το σύνθημα: «Ελευθερία!» Υποφέρει, ουρλιάζει μα κανείς δεν
την βοηθά. Ξαφνικά ακούει ένα σφύριγμα. Το πόδι της ελευθερώνεται και το σκυλί
φεύγει. Κοιτά στο σκοτάδι και βλέπει τη γριά. Δεν το πιστεύει. Την πλησιάζει
και την ευχαριστεί. Η γυναίκα βγάζει από τον σάκο της ένα φυλαχτό. Της το
δίνει. Την κοιτάει και της λέει: «Δεν πρόσεξες! Σου είπα να προσέξεις. Θέλεις
να βρεις την πραγματική ελευθερία, σωστά;». Το κορίτσι τρομαγμένο απομακρύνεται
και αρχίζει και τρέχει. Κάτι περίεργο συμβαίνει. Το νιώθει. Ανεβάζει την
κουκούλα που είχε στο κεφάλι της για να προστατευτεί από τη βροχή. Κοιτάει γύρω
της και βλέπει το σπίτι της. Η ώρα είναι περασμένη. Αναρωτιέται το πώς και το
γιατί. Δεν έχει απάντηση. Κανένας μας δεν έχει.
Εξαντλημένη,
ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και μπαίνει μέσα. Βγάζει τα παπούτσια και τα
ρούχα της και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Κοιτάει έξω από το παράθυρο. Όλα είναι
σκοτεινά και άγνωστα. Και όμως τα έζησε. Τα γνώρισε. Τα μάτια της κλείνουν.
Αφήνεται στην επιθυμία τους. Τοπία και πρόσωπα μπερδεμένα στα όνειρά της.
Ξημέρωσε. Ένα περιστέρι έρχεται και κάθεται στο παράθυρό της. Την παρατηρεί.
Πόσο όμορφη! Ξαφνικά ξυπνάει. Σηκώνεται και κατευθύνεται στο σαλόνι. Βλέπει
κάτω στο πάτωμα γυαλιά. Δεν θυμάται τι έχει γίνει. Πλησιάζει το τραπεζάκι και
βλέπει ένα γράμμα. Ξανά από την αρχή η σκέψη της. Το παίρνει στα χέρια της και
το διαβάζει.
Πλέον,
γνωρίζει καλά. Σκέφτεται τα όσα έζησε. Ή καλύτερα τα όσα θα ήθελε να ζήσει. Ένα
όνειρο ή μια πραγματικότητα ήταν τελικά; Το μόνο σίγουρο είναι ότι κατάλαβε τι
είναι ελευθερία για αυτήν. Δεν είναι το κάνω ό,τι θέλω και όπως το θέλω, ή το
ζω ανέμελα με βούληση και επιθυμίες. Ελευθερία είναι η εσωτερική γαλήνη και η
αυτοσυγκράτηση. Το αέναο πέλαγος της άγνοιας και της μοναξιάς. Μοναξιά και όχι
αυτοπαραίτηση. Ένας κόσμος μαγικός, με κέντρο μια δυνατή φλόγα ελπίδας και
λαχτάρας. Λαχτάρα και όχι άβουλη επιθυμία. Αγώνας και όχι φόβος. Η ελευθερία
της ψυχής βρίσκεται στο κενό. Δεν έχει και ούτε δέχεται άνθρωπο για ξεσηκωμό. Ο
παραλογισμός και το κακό δεν είναι εχθροί της. Είναι φωτεινοί σηματοδότες που
την καθοδηγούν για να μην πέσει πάνω τους. Η Ελευθερία της ψυχής ίσως ήταν και
για το κορίτσι ένα ακατανόητο κενό. Ένας άδειος πίνακας, γραμμένος με ανεξίτηλη
άσπρη μπογιά. Ελευθερία! Μια τόσο μικρή λέξη, πίσω από έναν τόσο σκληρό και
ελεεινό κόσμο. Πηγή φωτός ή βυθός σκοτεινός; Κανείς δεν ξέρει. Η πραγματική
ελευθερία όμως είναι εδώ και περιμένει. Είσαι έτοιμος να την συναντήσεις σε ένα
άγνωστο και σκοτεινό ταξίδι ψυχής και πνεύματος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου