Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Σπυρούλα Σπηλιωτακάρα "Το πέταγμα του καναρινιού"

    Homo educandus Αγωγή  /  Έπαινος

Κόσμος πολύς τριγύρω. Ανησυχία, πανικός. Διάσπαρτα ονόματα ακούγονταν στο πλήθος, όλοι κάποιον αναζητούσαν. Άλλοι, ήδη θρηνούσαν. Είχαν φτάσει εκεί με βάρκα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από το χέρι του πολέμου, που πίσω στην πατρίδα τους ολοένα και μεγάλωνε, αρπάζοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους με τη χούφτα του. Πού είχαν φτάσει; Ο Κωσταντής δεν ήξερε. Όμως ήξερε πως εκεί που ήταν έπρεπε να προσέχει ακόμα περισσότερο την αδερφή του. Γύρω απλωνόταν ένα μισογκρεμισμένο κτήριο, με μικρά μικρά δωμάτια.

«Κοίτα Κωσταντή!», είπε η δεκάχρονη Ραλλού, «Σαν τα δεντροσπιτάκια πίσω, στο σπίτι μας, που βάζαμε τα καναρίνια, κρατώντας τα ασφαλή από την απειλή του μπαμπά! Αλήθεια, μανούλα, πού είναι ο μπαμπάς; Δεν ήταν μαζί μας στη βάρκα!».

Όμως τα καναρίνια ήταν οι ίδιοι. Και κανείς δεν ήξερε πού ήταν ο μπαμπάς. Η μαμά ήταν σε μια κατάσταση πλήρους απελπισίας και έπρεπε τα παιδιά να μην το καταλάβουν αυτό. Δεν έπρεπε να καταλάβουν πως ο πόλεμος τούς τον είχε στερήσει. Δεν είπε τίποτα, όμως ο Κωσταντής ήξερε… Ήξερε και τώρα έπρεπε να βοηθήσει αυτός την αδερφούλα του, η μητέρα δεν μπορούσε πια.

Αφού βρήκαν και αυτοί το «δεντρόσπιτό» τους, το οποίο παρεμπιπτόντως ίσα ίσα τους χωρούσε όλους μέσα, ο Κωσταντής βγήκε να ρωτήσει, να μάθει. Πάντα κρατώντας τη Ραλλού από το χέρι.

«Συγγνώμη, μήπως ξέρετε πού είμαστε;».

«Εεεε, με συγχωρείτε, πού μπορώ να βρω λίγο φαγητό; Ξέρετε… δεν έχουμε φάει εδώ και μέρες και η αδερφή μου από εδώ, πεινάει».

Όμως απάντηση δεν έπαιρνε. Άλλοι τον κοιτούσαν με ύφος επικριτικό, γεμάτο απορία, άλλοι αδιαφορούσαν, άλλους τους εμπόδιζε η θλίψη, η αγανάκτηση. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Πότε έφυγαν από την πατρίδα; Πότε έφτασαν σε τούτο το άγνωστο μέρος;

«Φοβάμαι», είπε η μικρή.

«Τι φοβάσαι, καλέ; Από πότε εσύ ξέρεις τι θα πει φόβος; Εσύ ήσουν αυτή που με βοηθούσες να ξεπεράσω αυτό το συναίσθημα πίσω στο σπίτι, παρόλο που είμαι έξι χρόνια μεγαλύτερος. Τι είναι αυτά τα πράγματα;», είπε ο Κωσταντής ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος με τον διπλάσιο φόβο.

«Ναι, αλλά φοβάμαι. Όχι μόνο για μένα αλλά και για σένα», είπε η Ραλλού.

Όλοι στον περίγυρο είχαν γυρίσει και τον κοιτούσαν απορημένοι. Λες και είχαν πει κάτι προσβλητικό. Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, βρίσκονταν σε ένα κτήριο το οποίο, υποτίθεται, φιλοξενούσε τους πρόσφυγες που ταξίδεψαν από την πατρίδα τους ως εκεί, για να ζήσουν. Γίνονταν συσσίτια, όμως αποδείχθηκε πως οι μερίδες δεν επαρκούσαν.

 

«Στο καλό τους! Αχρείοι! Φαγητό είναι αυτό ή… άντε μην πω τώρα», είπε ένας στρουμπουλός κύριος, στην ουρά για το συσσίτιο, ξεκάθαρα οργισμένος και σίγουρα πληγωμένος. Πιθανότατα από ανθρώπινη απώλεια.

«Τι φωνάζεις, κύριέ μου; Αν δεν σου αρέσει, άσ’ το για εμάς! Ε, ρε, αχαριστία!», απαντάει μια κυρία που κρατούσε ένα αδυνατούλικο μωρό στην αγκάλη της.

«Αναμενόμενα πράγματα», σκέφτεται ο Κωσταντής και αναστενάζει, σφίγγοντας το χέρι της Ραλλούς. Γυρίζει πίσω στο δεντρόσπιτο και αντικρίζει τη μαμά κουρνιασμένη σε μια γωνία, να κλαίει, προσπαθώντας να κρύψει τους λυγμούς της. Της δίνει τη μισή μερίδα του και, αφού σιγουρεύεται ότι και η μαμά και η Ραλλού κοιμούνται, βγαίνει έξω να δει τον ουρανό.

Στο δωμάτιο δεν μπορούσε, δεν υπήρχε παράθυρο, γεγονός που τον έκανε να ασφυκτιά. Καλά να μην έχει φαγητό, καλά να μην έχει σπίτι, πατρίδα, καλά να μην έχει τον ίδιο του τον μπαμπά, αλλά και να μην μπορεί να δει τον ουρανό; Αυτό δεν το άντεχε. Έτρεξε να προλάβει πριν σκοτεινιάσει τελείως.

«Αχ!», αναστέναξε γεμίζοντας την ψυχή του με αγαλλίαση, ηρεμώντας. Κάθισε στα σκαλιά και άρχισε να παρατηρεί. Μπροστά του απλωνόταν κάτι πρωτόγνωρο για κείνον. «Μεγάλη πόλη!», είπε. Είδε κόσμο πολύ να περνά από μπροστά του. Κάποιοι τον κοιτούσαν επικριτικά, υποτιμητικά. Έβλεπαν μάλλον τα ταλαιπωρημένα από το ταξίδι ρούχα του, τα οποία σαφώς δεν ήταν της εποχής. Πίσω στην πατρίδα του αυτά φορούσε τέτοια εποχή, ένα κίτρινο κοντομάνικο μπλουζάκι, που έκανε αντίθεση με τη μελαψή του επιδερμίδα, και ένα πράσινο –μισοσκισμένο– τζιν. Η αλήθεια είναι πως η νύχτα εκεί ήταν υγρή, μονότονη. Ή μήπως ο κόσμος κοιτούσε τα αχτένιστα, μελαχρινά, σγουρά μαλλιά του; Η Ραλλού πάντως συνήθιζε να τον κοροϊδεύει και να γελάει, καθώς περνούσε τα δάχτυλά της ανάμεσά τους, παίζοντας με αυτά. «Πώς θα σε παρουσιάσω έτσι στους φίλους μου;», έλεγε χαριτολογώντας. Πάντως, σίγουρα δεν θα τον έκριναν για τα μάτια του. Ήταν πράσινα και μεγάλα. Σίγουρα τραβούσαν όλη την προσοχή, αν και αυτό δεν έβγαινε πάντα σε καλό.

Στο σχολείο του, μια μέρα της τετάρτης δημοτικού, είχε γνωρίσει μια μελιστάλαχτη κοπέλα, που έδειχνε έντονο ενδιαφέρον. Όμως στην καρδιά του Κωσταντή δεν υπήρχε άλλη κοπέλα πέρα από την αδερφή του. Κάποτε, πήρε το θάρρος και του είπε ποιητικά:

 

Αχ, Κωσταντή, πόσο σε αγαπώ,

επιτέλους βρήκα το κουράγιο να σου πω!

Στα μάτια σου βλέπω θάλασσα, θάλασσα δικιά μας,

στην οποία κολυμπούν αμέριμνα τα παιδιά μας.

Ελπίζω να νιώθεις το ίδιο για εμένα,

καθώς στη ζωή μου, εσύ δίνεις νόημα!

 

Ο Κωσταντής προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια του. Δεν ήθελε να φανεί αγενής, αλλά μέσα του έβραζε. Έπειτα από σκέψη, δεν μπόρεσε, ξέσπασε και είπε:

«Μάλλον βλέπεις κάποια εξωτική παραλία που είναι καλυμμένη με φύκια, γιατί τα μάτια μου είναι πράσινα, αγαπημένη μου Ελένη».

Θα έπρεπε να την πλήγωσε πολύ, γιατί έκλαιγε με λυγμούς, και γι’ αυτό ο Κωσταντής ζητούσε ταπεινά συγγνώμη για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς.

Αυτά θυμόταν ο Κωσταντής και γελούσε. Γέλασε πολύ για πρώτη φορά μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Βέβαια, ένιωσε βλέμματα να στυλώνονται πάνω του αλλά δεν τον ένοιαζε. Έμεινε συλλογισμένος, να ατενίζει το μέλλον, θέλοντας τόσο πολύ να ξεχάσει το παρόν. Για κάμποση ώρα ήταν έκθαμβος από τη φυσική ομορφιά του τόπου. Μα, γιατί δεν την εκτιμούσε ο κόσμος εδώ; Ήταν πανέμορφα. Στο βάθος έβλεπε τον ουρανό να χάνει τις τελευταίες αποχρώσεις που είχαν παραμείνει από τη δύση του ήλιου, ενώ άκουγε τη μακρινή, ανθρώπινη οχλοβοή σιγά σιγά να εξαφανίζεται. Ύστερα πάλι ησυχία. Άκουγε ο Κωσταντής τον αγέρα να ψιθυρίζει καθαρά στα φύλλα των δέντρων και ήθελε να ανέβει ψηλότερα, να κάνει ένα βήμα πιο ψηλά, να δει πιο πέρα από εκεί όπου σταματούσε η ανθρώπινη ματιά του. Σηκώθηκε όρθιος και ανέβηκε στη σκεπή του κτηρίου –όση από αυτή ήταν χτισμένη– και αυτό που αντίκρισε τον εξέπληξε. Μπροστά του απλωνόταν ένα λιμάνι τεράστιο. Ήταν ο Πειραιάς. Λόγω του αέρα, περίμενε η θάλασσα να ήταν ταραγμένη, τα κύματα να ανεβοκατέβαιναν το ένα πίσω από το άλλο. Μα στα μάτια του μικρού αγοριού, που ήταν στυλωμένα εκεί, δεν έφτανε μήτε η ελάχιστη κίνηση. Τίποτα. Η θάλασσα έμενε έτσι ακίνητη, χωρίς ραβδωτές γραμμές, τα κύματα λογικά θα βαρέθηκαν. H στιγμή ήταν ήρεμη, το ίδιο και το τοπίο έξω, καθώς το φως δεν το χτυπούσε οδυνηρά, να τροποποιεί τη μορφή του, αλλά όλα παρουσιάζονταν ρεαλιστικά γαλήνια, και όχι ωραιοποιημένα. Έκλεισε τα μάτια του, ξέχασε. Ξέχασε τον πόλεμο, ξέχασε τα πάντα. Ένιωσε για πρώτη φορά ελεύθερος. Δεν ήθελε ποτέ να ανοίξει τα μάτια του, όμως έπρεπε. Έπρεπε για την αδερφή του.

Γύρισε πίσω στο «δεντρόσπιτο». Κοιμήθηκε γλυκά. Όμως ξύπνησε. Και ξύπνησε πάλι στη σκοτεινή, ανελέητη αιωνιότητα αυτής της πραγματικότητας. Πήρε τη Ραλλού από το χέρι, κρατώντας τη σφιχτά. Ήθελε να εξερευνήσει το μέρος, να μάθει. Τρέχοντας σε κάθε γωνιά του χώρου, μια όμορφη κοπέλα ξεπροβάλλει σαν να κατέβηκε από τον ουρανό. Φαινόταν μικρή και στο ανάστημα και στην ηλικία. Τουλάχιστον δύο χρόνια μικρότερη του Κωσταντή. Μόλις τον είδε να έχει σφιγμένη τη γροθιά στο ένα χέρι του, φοβήθηκε. Ο Κωσταντής απολογήθηκε και έμελλε να αποχωρήσει, όμως η Ραλλού δεν τον άφησε. Επέμενε να συστηθούν.

«Φαίνεται συμπαθητική κοπέλα, Κωσταντή. Μπορεί να θέλει βοήθεια, να είναι μόνη της, σαν εσένα», έλεγε. Η αλήθεια είναι πως το βλέμμα της ήταν θεληματικό και τα σχιστά μάτια της σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου της τελειοποιούσαν την αρμονία του υπέροχου λευκού αυτού προσώπου. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε, η κοπέλα αυτή δεν είχε ίχνος ψυχοσωματικής και πνευματικής ταλαιπωρίας. Σαν ο πόλεμος να μην την άγγιξε ποτέ, να μην μπόρεσε να την πειράξει. Είχε μια αλλόκοτη ορμή, μια νευρικότητα που φαινόταν έντονα από τις κινήσεις του λεπτεπίλεπτου σώματός της. Όμως ο Κωσταντής έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη στις άγνωστες δυνάμεις του κοριτσιού, επειδή του το είπε η μικρή Ραλλού. Την έλεγαν Αγγελική. Μπήκε στη ζωή του, λίγο πριν χάσει το νόημά της.

 

«Κωσταντή!», φώναξε η Αγγελική χρόνια αργότερα, λίγο πριν φύγουν για έναν τόπο άγνωστο να ζήσουν. «Κωσταντή!», είπε η Αγγελική, «μην ξεχάσεις να πάρεις τα ρούχα της μικρής. Κωσταντή! Η μητέρα σου θέλει να σε αποχαιρετήσει, μην αργείς!».

«Κωσταντή!», φώναξε η μικρή Ραλλού με τους πυροβολισμούς να πλησιάζουν όλο και πιο κοντά. «Κωσταντή! Περίμενε με!», είπε η μικρή Ραλλού λίγο πριν φύγει η βάρκα για Πειραιά, καθώς πατούσε στο χώμα της πατρίδας τους για τελευταία φορά. «Κωσταντή!», είπε με ψυχρή φωνή λίγο πριν γεμίσει από παιδικό αίμα το άσπρο, δαντελένιο της πουκάμισο.

Και ο Κωσταντής την άκουγε. Μα δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε να βοηθήσει και η ζωή του είχε τελειώσει. Οριστικά. Εγκλωβίστηκε και δεν υπήρχε διέξοδος. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Δεν ήθελε να την αφήσει. Όχι, δεν ήθελε να φύγει, δεν την ήθελε τη ζωή του χωρίς αυτή.

Μέχρι που η ίδια του έστειλε ένα δώρο. Δεν μπορούσε να μην το δεχτεί. Την Αγγελική. Μέσα από τα μάτια της, είδε τον κόσμο. Μέσα από τον κόσμο της, βρήκε δύναμη. Μέσα από τη δύναμή της, έζησε. Απελευθερώθηκε από τον βαρύ, αβάσταχτο πόνο της απώλειας, που πια ξεθώριαζε στον χρόνο και μετατράπηκε σε μια γλυκιά ανάμνηση. Που ποτέ δεν θα ξεχαστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...