Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Ελένη Τσιτσέλη ''Piyango bileti''


2ο Γενικό Λύκειο Κιάτου  /  1ο Βραβείο Διηγήματος (Λύκειο)                                                   


Το γέλιο του μου έδινε ζωή. Η παρουσία του φώτιζε την ψυχή μου και το ζωντανό του βλέμμα ήταν το αντίδοτο της θλίψης μου. Τα καστανά του μάτια μαζί με τα καλοβαλμένα φρύδια του ήταν ένα ιδανικό κάδρο. Πάντα πίστευα ότι η φύση ήταν πολύ γενναιόδωρη μαζί του και η αρμονία συμπληρωματική της ύπαρξης του. Προσευχόμουν συνεχώς για εκείνον. Η πραγματικότητά του ήταν σκληρή και η τύχη του άδικη, ωστόσο ανεξήγητα συμβατή με τον χαρακτήρα του. Ο Άλεξ είχε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να διαχειρίζεται τις αναποδιές. Όπως έλεγε και μόνος του, οι ατυχίες ήταν απροσεξίες του σύμπαντος που με κλήρωση έφταναν στον καθένα. Πάντοτε σατίριζε την κατάστασή του και δήλωνε δήθεν περήφανα ότι είχε πιάσει το λαχείο. Ήταν μόλις είκοσι χρονών και τα τελευταία τρία χρόνια η αρρώστια του τον είχε κάνει μόνιμο κάτοικο ενός νοσοκομειακού δωματίου. Έπασχε από λευχαιμία και η θεραπεία του ήταν ένα άπιαστο όνειρο. Ήξερε ότι τα μεγαλόπνοα σχέδια ήταν ανώφελα, παρόλα αυτά ήταν το πιο ονειροπόλο πλάσμα που πρόλαβα να γνωρίσω. Αν διαβάζετε αυτό το γράμμα, σίγουρα δεν είμαι κάπου κοντά σας… Λογικά έχω ήδη ακολουθήσει τον Άλεξ και σας προσέχουμε από εκεί ψηλά. Πρόλαβα να φτάσω μέχρι τα δεκαοχτώ, το δικό μου λαχείο ήταν ένας όγκος στον εγκέφαλο. Το λαχείο μου, το piyango bileti μου, όπως μου έλεγε συνέχεια, ήταν το εισιτήριό μου για το ίδιο νοσοκομείο με εκείνον. Εκεί τον γνώρισα, εκεί τον λάτρεψα, εκεί τον έχασα. Το γράμμα μιλά για αυτόν και για εμάς. Ήμασταν στην ίδια πτέρυγα, την πιο καινούρια, σε διπλανά δωμάτια. Κάποιος θα περίμενε η ζωή στο νοσοκομείο να είναι ανυπόφορη και καταθλιπτική. Δεν ήταν. Ο Άλεξ με έκανε να ξεχνώ πού βρίσκομαι και τι έχω, να αδιαφορώ για το γεγονός ότι θα πεθάνω, να μη σταματώ να ελπίζω.
Μπήκα στο νοσοκομείο στις 5 του Νοέμβρη, ήταν Πέμπτη, και είχα ήδη ξεκινήσει να χάνω τα μαλλιά μου. Ήταν θέμα εβδομάδων να τα χάσω όλα. Κάθε Πέμπτη είχα προπόνηση στίβου, εκείνη την Πέμπτη όμως είχα να τακτοποιήσω τα ρούχα μου στις ντουλάπες του νοσοκομείου. Είχαν ακόμα τα αυτοκόλλητα με εκείνες τις μαύρες παράλληλες γραμμές και τη μυρωδιά του φρέσκου ξύλου. Όταν τελείωσα με τα ρούχα, σας αποχαιρέτησα κι έμεινα να κοιτώ έξω από το παράθυρο. Εγώ σας παρότρυνα να φύγετε. «Ηρεμήστε λίγο» σας είχα πει. «Μια χαρά θα είμαι, δεν πρόκειται να πεθάνω…». Μαμά, σχεδόν σταμάτησες να αναπνέεις. Εσύ, μπαμπά, κοκκίνισες, αλλά γέλασες μαζί μου. Μου είχε ξεφύγει, δεν ήθελα πραγματικά να το πω. Μόλις το ξεστόμισα, γέλασα κι εγώ μαζί σου, αλλά μόλις αντιλήφθηκα την ταραχή σου, μαμά μου, σοβαρεύτηκα, σε πήρα αγκαλιά και υποσχέθηκα να σταματήσω να κάνω τέτοια αστεία. Πίσω από την πλάτη σου, ο μπαμπάς μού έκλεισε το μάτι σχεδόν περήφανος. Αν ήταν περήφανος για το χιούμορ μου ή για το ότι κατάφερα να σώσω την κατάσταση, πριν η γυναίκα του λιποθυμήσει, δεν το έμαθα ποτέ. Μια βαθιά αισθαντική φωνή με ξάφνιασε και γύρισα το κεφάλι μου.
 «Δίκιο είχε ο πατέρας σου πριν. Εκεί που έβαλες τον σάκο σου, όταν τον χρειαστείς, δεν θα τον φτάνεις». Τον είχα πετάξει αδιάφορα πάνω στην ντουλάπα. Δεν του απάντησα αμέσως, είχα σαστίσει από την ομορφιά του. Ήταν ψηλός, 1,86 σίγουρα, και εντυπωσιακά απλός. Σκούρα καστανά μάτια, σχεδόν μαύρα μαλλιά, ανοιχτές πλάτες, περιποιημένα άκρα, ευγενικό βλέμμα κι ένα προκλητικά πανέμορφο, κατάλευκο χαμόγελο. Σκέφτηκα ότι ήταν γιατρός. Μετά το ξανασκέφτηκα. Πολύ νέος για να είναι γιατρός. Ποιος ήταν ο υπέροχος ξένος; Ασθενής αποκλείεται να ήταν, είπα από μέσα μου. Αυτός, αν έπρεπε να βρίσκεται σε έναν χώρο με τόση τάξη και ησυχία και δεν ήταν γιατρός ή επισκέπτης, έπρεπε σίγουρα να ήταν σε μουσείο, όχι ξεναγός, έκθεμα. Δεν νομίζω.
Το χαμόγελό του με έκανε να εύχομαι να είναι υγιής. Πριν συντονίσω τη σκέψη μου και προλάβω να απαντήσω, συνέχισε λέγοντας: «Είμαι ο Άλεξ, ο πιο παλιός στην καινούρια πτέρυγα. Σε καλωσορίζω στη Μετάξια κλινική της Θεσσαλονίκης και εύχομαι σύντομη διαμονή». Τότε έκανε μια δήθεν υπόκλιση και μου προσέφερε το χέρι του. Τα μόνα σημάδια που πρόδιδαν την αρρώστια του, την οποία έμαθα μερικές στιγμές αργότερα, ήταν η χλωμή επιδερμίδα του και τα κουρασμένα μάτια του. Ανταπέδωσα την υπόκλιση, χαμογέλασα αμήχανα, συμπλήρωσα την ανοιχτή παλάμη του με τη δική μου και συστήθηκα: «Είμαι η Ραχήλ και να είσαι σίγουρος ότι η διαμονή μου δεν θα είναι ιδιαίτερα σύντομη». Γέλασα. Γέλασε κι εκείνος και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα τα σκήπτρα της σιωπής πήρε η φωνή του. «Ωραίο λουκ. Πολύ … "προχώ". Έτσι δε το λέτε εσείς εδώ;» Γελάσαμε πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Κάποιος από τα διπλανά δωμάτια μάς φώναξε να κάνουμε ησυχία. Αυτές ήταν οι πρώτες μου στιγμές με τον Άλεξ.
 Γνωριστήκαμε με γέλια, χωριστήκαμε με… Θα το μάθετε αργότερα. Ο Άλεξ ήταν Τούρκος, μοναχογιός και μόνος εδώ στη Θεσσαλονίκη. Οι δικοί του πηγαινοέρχονταν, πότε Ελλάδα, πότε Τουρκία, για να μπορούν να είναι κοντά του.  Όσο περνούσε ο καιρός, δενόμασταν όλο και περισσότερο. Μου είχε πει πως ήμουν ο λόγος που ξυπνούσε πλέον τα πρωινά. Είχαμε ξενυχτίσει μπροστά στην τεράστια τζαμαρία της αίθουσας αναμονής αμέτρητα βράδια. Οι μέρες περνούσαν και χειροτερεύαμε. Eγώ είχα μείνει καραφλή κι εκείνος είχε αδυνατίσει πολύ. Δεν μας ένοιαζε όμως. Ο μικρόκοσμός μας μας ήταν αρκετός. Τραβάγαμε τα ίδια ζόρια. Θα πεθαίναμε σύντομα, αλλά δεν μας πείραζε. Είχαμε βάλει στοίχημα, αν θα τα καταφέρουμε μέχρι τα Χριστούγεννα. Τα καταφέραμε. Επόμενος στόχος ήταν η Πρωτοχρονιά. Μετρούσαμε αντίστροφα τις μέρες μέχρι την παραμονή. Τα είχαμε καταφέρει και πάλι. Το βράδυ εκείνο της παραμονής ήταν το καλύτερο της σύντομης ζωής μου, το καλύτερο βροχερό βράδυ που έζησα στη Θεσσαλονίκη.
Είχαμε δώσει ραντεβού στις έντεκα ακριβώς στην αγαπημένη μας αίθουσα αναμονής, μπροστά από την ατελείωτη τζαμαρία. Η πόλη ήταν στολισμένη, ζηλευτή. Τα τεράστια τζάμια της αίθουσας μας έδιναν την ευκαιρία να γιορτάζουμε κι εμείς με τον έξω κόσμο, να χαζεύουμε τα ανήσυχα λαμπάκια, τα μικρά παιδιά με τα μπαλόνια, τον κόσμο στην αγορά και τον φωταγωγημένο Λευκό Πύργο. Ο Ἀλεξ τον θεωρούσε υπερτιμημένο, αλλά δεν βαριέστε, γούστα είναι αυτά. Εγώ έφτασα στην αίθουσα στις έντεκα και τέσσερα πρώτα λεπτά. Εκείνος ήταν ήδη εκεί μάλλον από ώρα, αν έκρινα από αυτό που αντίκρισα. Ήταν όρθιος, στηριζόταν στο κούφωμα της πόρτας που ήταν στα δεξιά των καθισμάτων, με το ένα πόδι δειλά σταυρωμένο μπροστά από το άλλο. Η άλλοτε πεντακάθαρη τζαμαρία - θολή εκείνη τη στιγμή από τη διαφορά θερμοκρασίας του νοσοκομείου και της πόλης - είχε μετατραπεί σε ένα έργο τέχνης. Ένα έργο από αυτά που σκέφτεται κάποιος. «Μα πώς;». Ο Άλεξ είχε μεταμορφώσει τα παγερά τζάμια σε καμβά κι εμένα σε μούσα του. Είχε σχεδιάσει τη μορφή μου από την κλείδα και πάνω χρησιμοποιώντας τα ακροδάχτυλα του για πινέλα και τη θολούρα για μπογιά. Ένιωθα δέος, ενθουσιασμό κι ευγνωμοσύνη για το άτομο που στεκόταν δίπλα μου. Ένιωθα ότι στεκόμουν εμπρός στον ωραιότερο καθρέπτη που είχα συναντήσει ποτέ και όχι γιατί έβλεπα εμένα, αλλά γιατί με είδα, όπως με έβλεπε εκείνος. Με είχε σχεδιάσει με ένα πλατύ χαμόγελο, ένα ζεστό βλέμμα, λεπτές έντονες βλεφαρίδες και πλούσια, πολύ πλούσια μαλλιά. Είχαν άτακτες ανεπιτήδευτες μπούκλες, που ανάμεσα τους μπλέκονταν πεταλούδες, άλλες μικρές, άλλες λίγο μεγαλύτερες κι άλλες να πετούν γύρω μου. Η φωνή μου δεν έβγαινε, όσο και να προσπαθούσα, τα χέρια μου έτρεμαν και οι λέξεις εξαφανίστηκαν. Το ίδιο και ο Άλεξ από την πόρτα. Πού πήγε; Την απάντησή μου πήρα πολύ γρήγορα, όταν ένιωσα την απαλή γκρι νοσοκομειακή κουβέρτα γύρω από τους ώμους μου, τις πλάτες του γύρω από τις δικές μου και την ανάσα του, που πάντα μύριζε κανέλα, πίσω από το αυτί μου. Κάτσαμε για λίγο σιωπηλοί. Το χέρι μου αναζήτησε το δικό του και, όταν το βρήκα, έμπλεξα τα δάχτυλά μου με τα δικά του. Τον έσφιξα. Με έσφιξε κι εκείνος. Τον ευχαρίστησα με τη σιωπή μου κι εκείνος αποκρίθηκε με τη δική του.
 Ο Άλεξ δεν είχε σπουδάσει σε κάποια σχολή. Ήταν καλλιτέχνης. Έπαιζε κιθάρα, ζωγράφιζε κι έγραφε ποιήματα. «Γιατί υπέγραψες με Ι.Ο. κι όχι με Α.Ο;» ήταν οι πρώτες λέξεις που κατάφερα να αρθρώσω. Τότε έμαθα πως τον έλεγαν Ισκεντέρ. Έτσι τον είχαν ονομάσει στη γενέτειρά του, την Τουρκία. Ισκεντέρ Ουναλμίς που σήμαινε Αλέξανδρος Ουναλμίς, Άλεξ Ουναλμίς, ο Άλεξ μου.
Το βράδυ εκείνο αλλάξαμε χρόνο μπροστά από το έργο του. Είχαμε βάλει δύο πολυθρόνες, την μια πλάι στην άλλη. Είχε πάρει με προσοχή τα πόδια μου και τα είχε ακουμπήσει στα δικά του, δίνοντας μου την ευκαιρία να στηριχτώ στο πλαϊνά της πολυθρόνας. Μιλήσαμε για τα παιδικά μας χρόνια, τις οικογένειές μας, που ύστερα από δικές μας προτροπές άλλαξαν χρόνο ανάμεσα σε κόσμο, ανάμεσα στη χαρά. Οι δικοί μου στο Πανόραμα και οι δικοί του στη Σμύρνη. Πρώτη Ιανουαρίου, πλέον, με προετοίμασε πως το τέλος του ερχόταν και με έβαλε να υποσχεθώ ότι θα καθυστερήσω να τον συναντήσω εκεί πάνω, όσο πιο πολύ μπορούσα. Εγώ έκλαιγα αθόρυβα, αλλά εκείνος με είχε καταλάβει. Με τράβηξε κοντά του μέχρι που το κεφάλι μου ακουμπούσε στο στέρνο του, σκούπισε τα υγρά μάτια μου και ξεκίνησε να μου απαγγέλλει ψιθυριστά τους στίχους του αγαπημένου του Ναζίμ Χικμέτ: «Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών, είμαστε μες στον δικό μας κόσμο. Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει. Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα. Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δεν στο ’χω πει ακόμα». Τότε μου είπε για πρώτη φορά  πως με αγαπάει και οι πεταλούδες από το τζάμι πέταξαν στο στομάχι μου. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τους ώμους του. Του εκμυστηρεύτηκα και τη δικιά μου αγάπη.
Οι εβδομάδες που διαδέχθηκαν εκείνη την ονειρεμένη νύχτα ήταν δύσκολες. Χειροτέρευε όλο και περισσότερο, μέχρι που ο θάνατος του ήταν πλέον η μόνη λύτρωση. Πέθανε στις 22 Ιανουαρίου. Πέθανε κρατώντας μου σφιχτά το χέρι, ψιθυρίζοντας το αγαπημένο μας πλέον ποίημα και κάνοντας μια τεράστια προσπάθεια να σηκώσει ελάχιστα το κεφάλι του, για να συναντηθούν για πρώτη και τελευταία φορά τα χείλη μας. Τα χείλη του ήταν ζεστά και μαλακά. Mε τον δείκτη του σχημάτισε μια πεταλούδα στην παλάμη μου, ύστερα έμπλεξε τα δάχτυλἀ του στα δικά μου και μου ζήτησε να μεταφέρω τη συγγνώμη του στους γονείς του, γιατί εκείνος έφυγε πριν προλάβουν να έρθουν. «Seni Seviyorum». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. «Σε αγαπώ» μου είπε και ξεψύχησε.
Οι μέρες στο νοσοκομείο χωρίς τον Άλεξ έμοιαζαν με αιώνες. Η γλυκιά του ανάμνηση μου έδινε κουράγιο, μέχρι που κατάλαβα πως ήρθε και η δική μου ώρα. Εσένα, μπαμπά, σου μίλησα δυο μέρες, πριν πεθάνω. Σε είχα προετοιμάσει. Εσένα, μαμά, δεν σου είπα τίποτα. Οι ελπίδες σου έπρεπε να μείνουν ακμαίες και φρόντισα γι’ αυτό όσο καλύτερα μπορούσα. Δεν σας μίλησα για τον Άλεξ νωρίτερα, γιατί, όπως μου έλεγε, ό,τι το μαθαίνουν πολλοί χάνει τη μαγεία του. Ήθελα αυτά που προλάβαμε να ζήσουμε οι δυο μας να μη μοιραστούν στη σκέψη άλλων.  Επιθυμούσα η θύμησή μας να ολοκληρώνεται από την απουσία μας. Αν διαβάζετε το γράμμα, σημαίνει ότι είμαι μακριά σας. Το μόνο που σου ζητώ, μπαμπά,  είναι να κάνεις τη μαμά χαρούμενη και να την προσέχεις. Χάρηκα που έφυγα, ενώ μου κρατούσατε το χέρι. Η  θέρμη των δικών σας χεριών ζέστανε την ψυχή μου. Φεύγω από τούτη τη ζωή ευτυχισμένη. Το γράμμα αυτό το γράφω με δάκρυα χαράς. Είμαι σίγουρη ότι θα το βρεις εσύ, μαμά. Θα το αφήσω δίπλα στη γλάστρα με τη γαρδένια που μου έφερες για τη νέα χρονιά. Από τότε όλο το δωμάτιο μύριζε γαρδένια και όχι αντισηπτικό. Από εκείνη τη ημέρα η καρδιά μου άνθιζε μαζί της και η γλυκιά αύρα σου ανάβλυζε από κάθε γωνιά του δωματίου. Έζησα τη ζωή μου ακριβώς όπως την ονειρεύτηκα. Γνώρισα την αγάπη, τον έρωτα, και η στοργή με συντρόφευσε μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μπαμπά, μαμά, σας αγαπώ πολύ. Θα μου λείψετε. Όταν πια θα έχω φύγει, μην κλάψετε. Απλώς κοιτάξτε τον ουρανό και χαμογελάστε.
Ισκεντέρ, καλέ μου, έρχομαι.
  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

                                                                                                      Τέχνης το βάρος πατημασιές αγγέλων...