Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Ιωάννης Επιφάνιος Κουρκουλιώτης ''Αντρειωμένη Μάνη''

4ο  Γενικό Λύκειο Κορίνθου  /  2ο Βραβείο Διηγήματος (Λύκειο)



Ότι είχε βουτήξει ο ήλιος στον μεσσηνιακό κόλπο, βάφοντας ουρανό και θάλασσα με τις μενεξελιές του αποχρώσεις, όταν βγήκε ο καπετάν Χρηστέας στο ξάγναντο του πύργου του, για να πραΰνει η ομορφιά της καλοκαιρινής βραδιάς την ταραγμένη του ψυχή. Δυο μερόνυχτα  βροντάνε οι μπομπάρδες του Ιμπραήμ την άγια μάντρα της Βέργας που κατηφορίζει νιόκτιστη από τη Σέλιτσα ίσαμε  τον όρμο του Αλμυρού. Αχ, και να τον άφηναν τα γηρατειά του να γρανιτώσει κι αυτός με το κορμί του αντάμα με τους χίλιους Μανιάτες του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη την Πόρτα της Μάνης. Του είχε στείλει από μέρες γραφή ο σερασκέρης να έλθει με τους προκρίτους του να του παραδώσουν τη Μάνη, μα το ατρόμητο παλικάρι του Πετρόμπεη του μήνυσε πως τον περιμένει με τους συμπατριώτες του με όσες δυνάμεις θελήσει να τους επιτεθεί. Κι άφρισε ο Μπραήμης, ο διαφεντευτής του Μεσολογγιού και του Μοριά, καθώς μια ατίθαση  γλώσσα γης μπηγόταν σαν νύχι δράκοντα στην πληγωμένη περηφάνια του.
Καθώς λοιπόν το βλέμμα του οραματιζόταν κατά τον βορρά τους καπνούς της μάχης, διέκρινε στο απόβραδο σκοτεινά πλεούμενα να παραπλέουν τον μύτικα της Καρδαμύλης. Αμέσως κατάλαβε! Έστελνε ο Ιμπραήμ Αιγύπτιους  να ξεμπαρκάρουν από κάποιο αφύλαχτο κολπίσκο της Μάνης, για να βρεθεί στα νώτα των πολεμιστών της Βέργας. Το μανιάτικο φούντωσε τότε στο γερασμένο στέρνο του καπετάν Στρατή και χωρίς να χάσει καιρό στέλνει μήνυμα στον παπά - Παναγιώτη Χρυσοσπάθη να βαρέσει τις καμπάνες στο εκκλησάκι του Αϊ - Γιάννη, για να οχυρωθούν οι Λευκτριώτες στον όρμο της Μάλσοβας. Απανωτά  κράζει  τον  Στέφανο Χρηστέα να βάλει μπρος το κανόνι που βρισκόταν μπρος από τον πύργο του, λάφυρο από βενετσιάνικο πλοίο στη Μπαρμπαριά. Και καθώς η ναυαρχίδα του τουρκοαιγυπτιακού στολίσκου πλησίαζε απειλητική τα παράλια, η πρώτη οβίδα του κανονιού τσακίζει το φλάμπουρό της! Οι οβίδες που ακολούθησαν καθώς και τα πυρά και οι φωνές από το συγκεντρωμένο πλήθος των γύρω χωριών στην παραλία Πανταζί αλλάζουν την κατεύθυνση των δύο πολεμικών και των δεκαπέντε μεταγωγικών, που βάζουν πλώρη για την Τραχήλα.  Δεν ήταν όμως ώρα για πανηγυρισμούς. Έπρεπε να ειδοποιηθούν εγκαίρως τα χωριά της Τσίμοβας, της πρωτεύουσας της Μάνης, όπου σίγουρα ο Ιμπραήμ, εκμεταλλευόμενος την απουσία των αντρών στη μάχη, υπολόγιζε να επιτεθεί στα απροστάτευτα γυναικόπαιδα, ώστε να εξαναγκάσει τους Μανιάτες σε υποχώρηση. Για τον σκοπό αυτόν έστειλε ταχυδρόμο τον διαλεχτό του παραγιό, τον Βάσο.
-Κοίταξε να βάλεις στα ποδάρια  σου φτερά και να φτάσεις πριν από τους Αραπάδες στον ‘πίσκοπο Ιωσήφ τον Βουτικλέρη, να του πεις να ετοιμαστεί για πόλεμο με  χίλιους πεντακόσιους άπιστους  που πλέουνε για  Μέσα. Και ταχιά  να δράμεις στον παπα - Σταύρο, τον πρωτοσύγκελο, να φυλάξουν τον όρμο του Δυρού.
- Έννοια σου, καπετάνιε! Σε τρεις ώρες θα είμαι εκεί!
Για πότε δρασκέλισε σαν αγριοκάτσικο τις απόκρημνες μαγόνες  πασπαλισμένες μ΄ αλισάχνη, ροβόλησε ασημόφυλλα λιοχώραφα, προσπέρασε αγέρωχους πύργους και πυργόσπιτα που  βίγλιζαν το πέλαγο και συνομιλούσαν με το νυχτωμένο Ταΰγετο, ένας Θεός ξέρει! Και φουσκωμένος από μανιάτικο αγέρι σίμωσε τη μητρόπολη, για να μεταφέρει την παραγγελιά του γερο - Χρηστέα. Ο επίσκοπος τότε αλαφιασμένος  βαράει τις καμπάνες, για να ξυπνήσει τους αποκοιμισμένους στα αθέριστα χωράφια Αρεοπολίτες  και παρευθύς στέλνει δικό του ταχυδρόμο,  να καλέσει για βοήθεια από τον Αλμυρό.
Χαράματα ο Βάσος φεύγει να σημάνει συναγερμό και στη Χαριά και στον Πύργο. Και καθώς κατηφορίζει, ατενίζει έντρομος τα πλοία που ξεφορτώνουν ήδη φουσάτα Αράβων στον κόλπο του Δυρού. Στο μεταξύ οι  καμπάνες του Άγιου  Νίκωνα και της Αγιά - Τριάδας αντιβουίζουν το φοβερό μαντάτο. Ο Ρηγανάκος, ο πρωτοσύγκελος, που όλη τη νύχτα εξέπεμπε δέηση στον Μεγαλοδύναμο να ατσαλώσει τα κορμιά και να τυφλώσει τους Αγαρηνούς, καλεί τώρα σε αγώνα Μανιάτες και Μανιάτισσες, γέρους και παιδιά. Ένας ξερακιανός γέροντας πρότεινε να σταλούν τα γυναικόπαιδα στα Κύθηρα για να γλιτώσουν.
-Αστόχησες, καπετάνιε, τη ντροπή σαν μαθευτεί σ΄ όλο τον Μοριά πως οι Μανιάτισσες παράτησαν τον τόπο τους, για να σωθούν;
-Δεν πάμε πουθενά! Εδώ θα μείνουμε όλες, για να πολεμήσουμε!
-Και πώς θα πολεμήσετε τους Αραπάδες; Με τα τουφέκια που ‘χουν οι άντρες σας παρμένα στη Βέργα;
-Πριχού  δεν αφήσαμε το θέρισμα στη μέση; Με τα δρεπάνια μας θα θερίσουμε τώρα τ’ αγαρηνά σκυλιά!
-Εδώ δεν είναι Ζάλογγο, μήτε και Αραπίτσα! Εδώ είμαστε έγγονα της δοξασμένης Σπάρτης!
Σε λιγότερο από δυο μερόνυχτα τριακόσιες Μανιάτισσες, πριν ακόμα καταφθάσουν οι οπλαρχηγοί από την έξω Μάνη με τα διακόσια παλικάρια του Πιέρου και του Δημήτρη  Μαυρομιχάλη,  ζωντάνεψαν την ακατάλυτη ψυχή του Λεωνίδα! Κάθε πύργος έγινε κάστρο. Κάθε ξερολιθιά, ταμπούρι. Κάθε λούρα, γραμμή άμυνας. Οι Αραπάδες ορμούν με λύσσα υπό την απειλή του βούρδουλα, αλλά οι νέες Αμαζόνες με ιερείς  μπροστάρηδες, γέροντες Μανιάτες, ακόμη και παιδιά με γεωργικά εργαλεία ξεχύνονται ασυγκράτητα πάνω τους. Όταν όμως οι εχθροί απλώνουν αναίσχυντο το χέρι πάνω τους, η μάχη γίνεται με νύχια και με δόντια! Όσο τα κανόνια βαρούσαν απ’ τα τούρκικα καράβια,  τόσο  βροχή από πέτρες αναχαίτιζε τους εχθρούς βάφοντας με το αίμα τους τον κόλπο του Δυρού! Κι όταν η αντεπίθεση γενικεύτηκε ενισχυμένη με εφτακόσια παλικάρια, μόλις τετρακόσιοι από τους δύο χιλιάδες Άραβες κατάφεραν να διασωθούν με τα λατζόνια και να σαλπάρουν ταπεινωμένοι από την αδούλωτη Μάνη.
Ο Κολοκοτρώνης, όταν λίγο αργότερα έφθασε από τη Μεσσηνία στο πεδίο των μαχών και βρήκε τούς Μανιάτες να πανηγυρίζουν για τη νίκη και τη σωτηρία των οικογενειών τους, αναφώνησε: «Το είπα και το ματαλέγω. Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την  Επανάσταση!» Την ίδια στιγμή ο γερο-Χρηστέας στη σκιά του πύργου του αφουγκραζόταν από τον παραγιό του τις λεπτομέρειες του κατορθώματος και αναγάλλιαζε η καρδιά του για τη συνδρομή του στην τρανή ελληνική νίκη. Η ματιά του τότε ανταμωμένη με τη σκέψη του πέταξε  πάνω από το μεσσηνιακό κόλπο, δρασκέλισε τα βουνά και τα χωριά του δυτικού ποδιού του Μοριά και προσπάθησε νοερά να ατενίσει τον όρμο του Ναυαρίνου. Κάτι έλεγε στην εμπειροπόλεμη ψυχή του ότι σε λίγο καιρό εκεί θα ξημέρωνε μια μεγάλη μέρα!









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...