Homo Educandus Αγωγή / 2ο Βραβείο Διηγήματος (Γυμνάσιο)
Λέσβος,
31 Ιουλίου 2017. Κέντρο Υποδοχής.
Πανικός, συνωστισμός, χάος. Πορτοκαλί λέμβοι
που έρχονται συνέχεια. Μωρά κλαίνε σπαρακτικά, σκίζοντας τον αέρα με τη φωνή
τους. Μάνες ουρλιάζουν τα ονόματα των χαμένων τους συγγενών. Ηλικιωμένοι ανασαίνουν
βαριά, καθισμένοι σε ξεχαρβαλωμένες πλαστικές καρέκλες. Άνθρωποι διαφορετικοί
μεταξύ τους, άλλοι μαύροι σαν το κάρβουνο, σαν την καυτή χρυσή άμμο του
καλοκαιριού ή σαν τα ξύλα του τζακιού ένα φθινοπωρινό βράδυ. Παρ’ όλα αυτά,
όλοι έχουν κάτι κοινό. Σε όλων τα μάτια αντανακλάται η αγωνία, ο τρόμος, η
αμφιβολία. Όλοι πιστεύουν στην αχνή φλόγα που καίει μέσα στο στέρνο τους, την
ελπίδα. Γιατί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Και ξέρουν ότι, αν πεθάνει,
πεθαίνουν κι εκείνοι.
Λέσβος,
7 Αυγούστου 2017. Κέντρο Υποδοχής.
«Σε χρειάζονται, Ουρανία. Χρειάζονται
έναν ψυχολόγο, έναν άνθρωπο να τους δώσει το χέρι του, πριν βυθιστούν στο νερό,
πριν γλιστρήσουν από την ταράτσα, πριν κλειστούν στον δικό τους κόσμο, πριν
χάσουν κάθε επαφή με την πραγματικότητα και ζήσουν ένα όνειρο από το οποίο δεν θα θελήσουν να ξυπνήσουν ξανά. Σε χρειάζονται πραγματικά». Ακούω τα λόγια στο
μυαλό μου ξανά και ξανά, την κάθε συλλαβή ξεχωριστά, προσπαθώντας να
επεξεργαστώ τις εντολές που μου έχουν δοθεί. Οι αρβύλες μου σηκώνουν χώμα στον
αέρα, οι ηλιαχτίδες φωτίζουν κύματα σκόνης που χορεύουν στον ρυθμό των βημάτων
μου. Ο ήλιος φωτίζει τις πολύχρωμες ξεφτισμένες σκηνές που συναντώ δεξιά κι
αριστερά μου. Χαμογελώ τρυφερά στα περίεργα μάτια που με κοιτούν, άλλα με
αγανάκτηση κι άλλα με δυσπιστία. Παιδιά παίζουν μπάλα και μου δίνουν πάσα, όταν
περνώ από δίπλα. Γελάω.
«Ελάτε, μαντάμ, παίξτε κι εσείς» λέει ένα
αγόρι με σπαστά αγγλικά γύρω στα δεκατρία. Φορά ένα ξεχειλωμένο λευκό μπλουζάκι
και σορτσάκι. Κλοτσάω την μπάλα σε αυτόν και τα υπόλοιπα παιδιά χασκογελάνε και
με χαιρετάνε. Νεύω και συνεχίζω ευχαριστημένη. Περνώ τη μια σκηνή μετά την
άλλη, τη μια οικογένεια μετά την άλλη. Σταματώ,
όταν αντικρίζω την κίτρινη σκηνή δίπλα στο πλατάνι και μια γυναίκα καθισμένη
κάτω, δίπλα στον κορμό. Εδώ είμαστε. Την πλησιάζω και την παρατηρώ καλύτερα. Φοράει ένα φόρεμα και σκούρο μωβ μαντήλι στο κεφάλι. Κοιτά τα σύννεφα που
κινούνται αργά και αφήνουν την υπογραφή τους στον ουρανό. Προχωρώ και κάθομαι
δίπλα της, στρέφοντας το βλέμμα μου στον ουρανό, στα σύννεφα που έρχονται και
φεύγουν.
«Ουρανία» της λέω και της τείνω το χέρι.
Το σφίγγει, αν και τα χέρια της είναι κοκαλιάρικα και τρέμουν ελαφρώς. Εκείνη επαναλαμβάνει
σιγανά το όνομά μου, γεύεται το κάθε γράμμα ξεχωριστά, αφουγκράζεται τον ήχο
που βγάζουν τα χείλη της. Η χροιά της φωνής της είναι όμορφη, χαϊδεύει το
πρόσωπό μου.
«Ζεμάρ» λέει αφηρημένα. Τα μάτια της είναι
απροσδιόριστα κάτω από το χιτζάμπ. «Ουρανία λεγόταν η Μούσα της Αστρονομίας» προσθέτει
έπειτα στα αγγλικά και την κοιτώ έκπληκτη. Ανασηκώνει τους ώμους.
«Σπούδαζα Αρχαία Ιστορία στη Βαγδάτη»
αποκρίνεται. «Συνήθως απεικονίζεται φορώντας αστεροειδή στέφανο και εσθήτα
κυανή, στεφανωμένη με προμετωπίδιο, αστέρια και μπλε φόρεμα, κρατώντας τα ιερά
της σύμβολα, στο αριστερό χέρι παγκόσμια σφαίρα και στο δεξί διαβήτη»
συνεχίζει.
«Ενδιαφέρον, εγώ σπουδάζω ψυχολογία»
αναφέρω. Η Ζεμάρ ανασηκώνει το κεφάλι και με κοιτά παράξενα. Τα μελιά της μάτια με διαπερνούν και οι λίμνες μέσα
τους φαίνονται ατέλειωτες, τόσο λεπτομερείς και συνάμα τόσο μυστηριώδεις,
κάνοντάς με να θέλω να εξερευνήσω κάθε τους εκατοστό.
«Μίλα σιγανά, γιατί ο γιος μου κοιμάται. Λοιπόν,
ξέρω γιατί είσαι εδώ, μα δεν με ενοχλεί, αντιθέτως σχεδόν χαίρομαι που αυτοί μας
“φροντίζουν” εδώ» λέει, φτύνοντας κάθε λέξη σαν να είναι φαρμάκι. Δεν την
κατηγορώ, οι συνθήκες εδώ, όπως και να το πούμε, είναι άθλιες.
«Αυτό που πρέπει να καταλάβουν, Ζεμάρ,
είναι ότι είσαι σαν κι εμένα. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι. Έχουμε τα ίδια
πάθη, τις ίδιες ανάγκες και προσδοκίες, τους ίδιους πόθους και φόβους, ανεξαρτήτως
φύλου, θρησκείας ή καταγωγής» αποκρίνομαι, τραβώντας την προσοχή της
τουλάχιστον για λίγο. Νοιάζομαι για την Ζεμάρ, για όλους εδώ, κι ας μην τους
ξέρω τόσο καλά, γιατί, όταν ο συνάνθρωπός σου σε έχει ανάγκη, του δίνεις ένα
χέρι βοηθείας, τον ξελασπώνεις. «Μόνο που δεν το χωράει ο νους τους ότι είμαστε κι εμείς άνθρωποι. Γι’ αυτούς είμαστε βρώμικοι άστεγοι που τους
τρώμε τα λεφτά». Τα μάτια της
σκοτεινιάζουν, η φωνή της γίνεται βαριά.
«Ακριβώς» απαντώ. Δεν προσθέτει κάτι. «Μίλα
μου για τα φοιτητικά σου χρόνια, Ζεμάρ, για τον εαυτό σου και την οικογένειά
σου, για το παρελθόν σου. Είμαι εδώ, για να σε υποστηρίξω. Όλοι χρειάζονται υποστήριξη
κάποιες φορές». Εκείνη στρέφει το βλέμμα στη θάλασσα ευθεία μπροστά και μου
μιλάει για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Προς έκπληξή μου, δεν ακούγεται
λυπημένη, αγχωμένη ή σαστισμένη. Η φωνή της είναι ήρεμη, αν και κάθε τόσο
γυρνάει και με κοιτά, λες και βλέπει ένα όνειρο, λες και δεν έχει έρθει όντως
κάποιος να ακούσει για αυτήν, λες και δεν τα έχει ζήσει εκείνη όλα αυτά και τα
διηγείται κάποιος άλλος, όχι αυτή. Της κρατάω το χέρι και νεύω κάθε τόσο, μα
δεν προσπαθώ να την κάνω να ξεχάσει αυτά που έζησε. Γιατί δεν χρειάζεται. Έχουν
δίκιο όσοι λένε ότι οι άνθρωποι που πονάνε πραγματικά δεν θέλουν να τους
λυπούνται.
Συρία,
18 Ιουνίου 2017. Κάποιο διαμέρισμα μιας πόλης.
«Μαμά, φαγητό;» Ο Κάμπελ μού αγκαλιάζει
τα πόδια, αφού μέχρι εκεί φτάνει. Γελώ σιγανά και ανακατεύω την κατσαρόλα. Του
χαϊδεύω το κεφάλι με το ένα χέρι και ανακατώνω τα μαλλιά του. Γελάει δυνατά. «Η
σπεσιαλιτέ της γιαγιάς θα είναι έτοιμη σε λίγο, αστεράκι μου» του απαντώ και μου
χαρίζει ένα λαμπερό χαμόγελο, λαμπερό σαν άστρο. Γι’ αυτό τον αποκαλώ έτσι,
άλλωστε τον αγαπώ. Και αυτόν και την δεκατριάχρονη αδελφή του. «Θα σου αρέσει»
προσθέτω και σκύβω να του φιλήσω το μάγουλο. «Πήγαινε να παίξεις με την Λόντι,
μέχρι να σε φωνάξω». Ο τετράχρονος γιος μου κουνάει το κεφάλι του ανυπόμονα και
φεύγει από την κουζίνα και κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιο των παιδιών.
Προσθέτω μπαχαρικά στον ζωμό και χάνομαι στις σκέψεις μου.
Θα
μας περιμένει στην Ελλάδα. Θα πάμε εκεί, μόλις μας ειδοποιήσει. Θα φύγουμε από
δω. Θα αποδράσουμε. Θα απελευθερωθούμε. Ο Γκέοργκ μού το υποσχέθηκε. Είμαστε
αρκετά χρόνια παντρεμένοι, από όταν έφυγε τον σκέφτομαι συνέχεια. Και τα παιδιά
το ίδιο. Τους λείπει, αλλά πάντα τους λέω ότι θα τον συναντήσουμε σύντομα. Δεν
ξέρουν βέβαια, τον λόγο για τον οποίο έφυγε. Μόλις ξαναειδωθούμε, θα τους το
πω. Θα είμαστε ευτυχισμένοι και όλοι μαζί. Χαμογελώ και συνεχίζω να ανακατεύω με την
ξύλινη κουτάλα, ενώ κοιτώ αφηρημένα έξω από το παράθυρο για ώρα.
Καταγάλανος
ουρανός, σύννεφα, κι άλλα σύννεφα, ένα σμήνος πουλιών. Και έπειτα ένα θορυβώδες,
στρατιωτικό ελικόπτερο. Κατά φωνή. Οι τρίχες μου σηκώνονται και νιώθω κρύο
ιδρώτα να με κατακλύζει. Παγώνω. Η ανάσα μου κόβεται και νιώθω λες και κάποιος
έμπηξε ένα μαχαίρι στην πλάτη μου. Ήρθαν νωρίς. Ευτυχώς, το σώμα μου αρχίζει να
λειτουργεί ξανά. Χωρίς να με νοιάζει τίποτα άλλο, τρέχω στο δωμάτιο των παιδιών
και αρπάζω τον Κάμπελ και την Λόντι. Εκείνοι δεν μιλάνε. Σύντομα ακούμε την
πρώτη βόμβα και ακολουθεί η δεύτερη. Έχουμε ένα λεπτό.
Πενήντα
εννιά, πενήντα οχτώ. Ξεκλειδώνω το διαμέρισμα. Πενήντα τέσσερα, πενήντα τρία. Τρέχουμε
έξω στον διάδρομο και κατεβαίνουμε τα σκαλιά τρία τρία. Σαράντα οχτώ. Βγαίνουμε
από την πολυκατοικία και πίσω μας ακολουθούν οι άλλοι ένοικοι. Σαράντα δύο,
σαράντα ένα. Κρατώ τον Κάμπελ στην αγκαλιά μου, όσο πιο σφιχτά μπορώ, ενώ η
κόρη μου τρέχει δίπλα μου, κρατώντας μου το χέρι. Τρέχουμε έξω στον δρόμο.
Τριάντα έξι. Σκόνη σηκώνεται γύρω μας, πηγαίνουμε από το ένα δρομάκι στο άλλο.
Ουρλιαχτά. Άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι εδώ κι εκεί, μαζί κι εμείς. Τριάντα
τρία. Οι ελεύθεροι σκοπευτές θα έρθουν σύντομα. Κι αν έρθουν και είμαστε ακόμα
εδώ, τότε τελείωσαν όλα. Η σκέψη αυτή με ωθεί να πάω πιο γρήγορα. Αέρας γεμάτος
σκόνη γεμίζει τα πνευμόνια μου. Αρχίζω να βήχω. Δεν νιώθω τίποτα, δεν σκέφτομαι
τίποτα, παρά μόνο ελπίζω ότι θα σωθούμε. Είκοσι πέντε. Κτίρια γκρεμισμένα
ολόγυρά μας. Τρομοκρατημένες οικογένειες κατευθύνονται προς τα φορτηγά. Είκοσι
ένα. Προς τα εκεί οδεύουμε κι εμείς. Με σπρώχνουν, πέφτουν πάνω μου, μου
ρίχνουν αγκωνιές και με κλωτσάνε. Δεν υπάρχει συνάνθρωπος και φίλος εδώ. Τώρα ο
καθένας λειτουργεί ατομικά. Τώρα ο καθένας ελπίζει στην επιβίωσή του και
κανενός άλλου. Δώδεκα.
Οι πόρτες των φορτηγών είναι ανοιχτές,
μα σύντομα γεμίζουν από πρόσφυγες. Μετά από πολύ σπρώξιμο πιάνουμε μια θέση στο
φορτηγό. Άνθρωποι έχουν σκαρφαλώσει στην οροφή, στα πλάγια, απ’ όπου μπορούν να
κρατηθούν. Δέκα. Τα παιδιά δεν έχουν βγάλει λέξη από την ώρα που ακούσαμε την
πρώτη βόμβα να σκάει στον αέρα, να τρυπάει το έδαφος. Είναι πανικοβλημένα. Πέντε.
Ρίχνω μια ματιά γύρω μου. Γονείς ανέκφραστοι, παιδιά στεναχωρημένα. Παρατηρώ
ότι κανείς δεν κλαίει, αφού όλοι έχουμε στερέψει από δάκρυα. Απλά αποδεχόμαστε
αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Δύο. Μόλις είδαμε τον κόσμο μας να διαλύεται και
δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Απλά περιμένουμε. Ένα. Τα φορτηγά
αρχίζουν να κινούνται. Έχουμε όλοι ιδρώσει από τη βιασύνη μας και μες στο
λεωφορείο είναι αποπνικτικά ζεστά και κλειστά. Ο Κάμπελ κάθεται στα γόνατά μου
και η Λόντι δίπλα μου. Έχουμε λαχανιάσει όλοι μας. Και απλά περιμένουμε.
Νεκρική σιγή γεμάτη ένταση κυριαρχεί στον χώρο.
Ύστερα από αρκετές μέρες φτάνουμε στα
παράλια της Τουρκίας. Σε λίγο θα μπούμε σε σωστικές λέμβους και θα πάμε σε
νησιά της Ελλάδας. Έχουμε κοιμηθεί λίγες ώρες, οπότε, όταν μας ανακοινώνουν ότι
σύντομα φτάνουμε στον προορισμό μας, το βλέπουμε σαν το τέλος ενός εφιάλτη. Και
είναι ένας εφιάλτης αληθινός που τον
ζούμε και συνεχίζουμε να τον ζούμε, χωρίς να ξέρουμε πότε θα τελειώσει πραγματικά.
Τρέχουμε στις λέμβους σαν πρόβατα στη σφαγή, όσο πιο γρήγορα μπορούμε, έτσι
ώστε να πιάσουμε μια θέση και να μην κρατιόμαστε από τις άκρες ή να περιμένουμε
για την επόμενη παρτίδα. Έχουμε κάτι δεύτερα προτού γεμίσουν οι θέσεις.
Οι
πορτοκαλί λέμβοι μάς περιμένουν στο λιμάνι. Δέκα. Οι άνθρωποι πάλι
χρησιμοποιούν τη βία έτσι ώστε να πιάσουν θέση. Πάμε πάλι από την αρχή.
Αναστενάζω. Σπρώχνω δυνατά και μπαίνω σε μια. Εννιά. Προσπαθώ να κάνω τα παιδιά
μου να χωρέσουν. Επτά. Άνθρωποι γεμίζουν όλες τις λέμβους που είναι
τοποθετημένες στην παραλία. Πέντε. Κάποιος ρίχνει την Λόντι έξω από τη βάρκα κι
εκείνη πέφτει στο νερό. Πανικοβάλλομαι. Τέσσερα. «Κρατήσου από την άκρη της
βάρκας» ουρλιάζω. Φτύνει νερό. Προσπαθεί να κρατηθεί. Της τείνω το χέρι. Τρία. Δεν
το φτάνει. Σχέδιο Βήτα. «Μπες σε μια άλλη βάρκα, Λόντι!» ουρλιάζω με όση δύναμη
μού έχει μείνει. Δύο. Κάποιος την τραβάει στη διπλανή λέμβο. Κοιτάω διαπεραστικά
τη νεαρή γυναίκα που την βοήθησε και την παρακαλώ με τα μάτια. Όλα συμβαίνουν
τόσο γρήγορα. «Πρόσεχέ την» φωνάζω. Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά και την
τυλίγει με μια κουβέρτα. Η Λόντι κοιτάει τρομοκρατημένη γύρω της. Με κοιτά.
Είναι θαρραλέα. Θα τα καταφέρει. Πιστεύω σε αυτήν. Της χαμογελώ ενθαρρυντικά. Ανακουφίζομαι.
Ο Κάμπελ μού ψιθυρίζει: «Τι συμβαίνει, μαμά;» Δεν τον κοιτώ. Σκέφτομαι τα
ερείπια του Χαλεπιού. Ένα. «Πόλεμος».
Λέσβος,
31 Ιουνίου 2017. Κέντρο Υποδοχής.
Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πνίγομαι,
ασφυκτιώ. «Ουρανία;» Η φωνή της Ζεμάρ ακούγεται θολή. Προσπαθώ να συνέλθω.
Σκέφτομαι ότι η Ζεμάρ τα έπαθε όλα αυτά, αυτή θα έπαθε το τεράστιο σοκ. Είδε
την πόλη στην οποία είχε μεγαλώσει να διαλύεται, το σπίτι της να γκρεμίζεται, έχασε
την κόρη της, τον άντρα της, θρέφει ένα μωρό μόνη της. «Συγκλονίστηκα…» καταφέρνω
να πω με δυσκολία. Νιώθω τα χέρια μου μουδιασμένα, τα πόδια μου μυρμηγκιάζουν. Και
όταν σκέφτομαι ότι η Ζεμάρ ήταν μία από τους 119.000 που το έπαθαν αυτό, μόνο
φέτος, ζαλίζομαι. Η Ζεμάρ μού σφίγγει το χέρι. «Θα την βρω. Την κόρη μου την
Λόντι, και τον άντρα μου το ίδιο. Θα τους βρω. Θα ξανασμίξουμε.» Χαμογελά και
για πρώτη φορά βλέπω τη σιγουριά στο ανασηκωμένο της πρόσωπο, το θεληματικό της
πιγούνι, τα αμυγδαλωτά της μάτια. Και της χαμογελώ κι εγώ. Και περνάμε το
απόγευμα συζητώντας για τη μυθολογία, τις εννέα μούσες. Αποδρούμε από την
καθημερινότητα, έστω και για λίγες ώρες, και ταξιδεύουμε στον δικό μας
ξεχωριστό κόσμο. Και της εγγυώμαι ότι θα βρει την οικογένειά της, και βαθιά
μέσα μου όντως το πιστεύω. Η ελπίδα, εξάλλου, πεθαίνει τελευταία.
Όταν
σκοτεινιάζει και τα αστέρια αποκαλύπτονται ένα ένα, στεκόμαστε για λίγο και τα
θαυμάζουμε. Έπειτα, ανασηκώνομαι και λέω:
«Ήρθε η ώρα να φύγω». Με αγκαλιάζει και βλέπω
ότι βουρκώνει, όπως κι εγώ.
«Αντίο, Ουρανία, και ελπίζω ότι κάποια μέρα
θα ξαναβρεθούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου