Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Κωνσταντίνος Ρουμελιώτης 4ο Γυμνάσιο Κορίνθου

 

1ο ς ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

 

Αναζητώντας την ελπίδα

 

Τα παιδιά μαζεύτηκαν το Σάββατο το βράδυ ανήσυχα στο δεντρόσπιτο που είχε μαστορέψει κάποτε ένας παππούς στην άκρη του χωριού. Είχε νυχτώσει για τα καλά! Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Το θέμα που είχε προκύψει ήταν πολύ σοβαρό και δε χωρούσε άλλη αναβολή. Έπρεπε να λυθεί. Ήταν γεγονός! Είχε χαθεί η Ελπίδα! Είχαν να την δουν και να της μιλήσουν σχεδόν μιάμιση μέρα. Ο Βασίλης, ο Μηνάς, η Άρτεμις και η Ελπίδα αποτελούσαν μια αήττητη τετράδα στο μικρό χωριό που έμεναν, εκεί που δε συνέβαινε τίποτα, μέχρι να συμβούν τα πάντα.

Κάθε πρωί τα παιδιά έδιναν ραντεβού στο τέλος του δρόμου για να περπατήσουν μαζί ως το σχολείο της πόλης. Στο χωριό τους υπήρχε μόνο δημοτικό και μόλις μπήκαν στο γυμνάσιο αναγκάστηκαν να πεζοπορούν ως το σχολείο της διπλανής πόλης, κάτι που απολάμβαναν συζητώντας, γελώντας και τρέχοντας. Κάποτε λέγανε και τα μαθήματα που δεν είχαν προλάβει να διαβάσουν, λόγω των πολλών δραστηριοτήτων που είχαν στο χωριό, οι οποίες συνοψίζονται στο απολύτως τίποτα.

Μιάμιση μέρα ήταν μεγάλο διάστημα για να μην επικοινωνήσει η Ελπίδα μαζί τους. Το κινητό της ήταν κλειστό και στο σπίτι της δε φαινόταν να είναι κανείς. Την προηγούμενη μέρα, τη Παρασκευή, είχαν γυρίσει από το σχολείο της πόλης και είχαν αποχαιρετιστεί στη πλατεία για να τα πούνε πάλι το βραδάκι, αλλά ο Βασίλης κι ο Μηνάς έπρεπε να συνοδεύσουν τους γονείς τους σε μια εκδήλωση για την κοπή βασιλόπιτας του Συλλόγου Ναυαγοσωστών στον οποίο ήταν μέλη, αν και θάλασσα δεν υπήρχε εκεί γύρω στη περιοχή, εκτός αν έμπαινες στο αυτοκίνητο να οδηγήσεις τρεις ώρες, για να βρεις μόνο μια ιδέα παραλίας.

Η Άρτεμις κάλεσε στο κινητό την Ελπίδα αλλά ήταν κλειστό κι υπέθεσε πως η φίλη της θα κοιμήθηκε νωρίς. Έτσι, αποφάσισε να διαβάσει ένα βιβλίο που της είχαν χαρίσει τα παιδιά τα Χριστούγεννα. Ήξεραν πως της αρέσουν τα λογοτεχνικά βιβλία και ήταν γεγονός πως η Άρτεμις σε κάθε ευκαιρία χανόταν στις σελίδες κάποιου βιβλίου και μόλις το τέλειωνε, περιέγραφε την ιστορία και την πλοκή αναλυτικά στα παιδιά. Μία διάβαζε, τέσσερις μάθαιναν. Θαρρώ πως είναι μια μικρή νίκη της λογοτεχνίας κι αυτό.

Το Σάββατο το πρωί τα νέα είχαν συσσωρευτεί. Τα αγόρια είχαν να περιγράψουν την εκδήλωση του Συλλόγου Ναυαγοσωστών, η Άρτεμις είχε να αφηγηθεί τις περιπέτειες της Αστραδενής της Ευγενίας Φακίνου, που είχε διαβάσει το προηγούμενο βράδυ κι η Ελπίδα είχε να εξηγήσει πού και γιατί χάθηκε τόσες ώρες. Ωστόσο, η παρέα δε κατάφερε να βρεθεί γιατί το Σάββατο το πρωί όλο και κάτι προκύπτει. Τα αγόρια είχαν ποδόσφαιρο, η Άρτεμις βοηθούσε τη μαμά της με τις δουλειές του σπιτιού κι η Ελπίδα ποιος ξέρει πού είχε μπλέξει.

Φανερά αναστατωμένοι, λοιπόν, ο Βασίλης, ο Μηνάς και η Άρτεμις βρέθηκαν στο δεντρόσπιτο, εκεί όπου τελείωνε ο επίσημος δρόμος του χωριού και άρχιζε το κατάφυτο πυκνό δάσος της περιοχής. Όταν ήταν μικροί κάθονταν με τις ώρες εκεί, διάβαζαν όλοι μαζί για το σχολείο, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια και άκουγαν τραγούδια. Μόλις μπήκαν στο γυμνάσιο, το δεντρόσπιτο ξαφνικά απομυθοποιήθηκε και η παρέα έδινε εκεί ραντεβού, μόνο αν συνέβαινε κανένα κοσμοϊστορικό γεγονός κι έπρεπε να στήσουν σχέδιο σωτηρίας του σύμπαντος. Όπως για παράδειγμα τότε που είχε χαθεί ο γάτος του χωριού, ο Μπάμπης, που όλοι τον συμπαθούσαν και όλοι τον τάιζαν. Μια ολόκληρη νύχτα όλο το χωριό είχε βγει στους δρόμους και φώναζε: «Μπάμπη! Μπάμπη!». Η αήττητη τετράδα έκανε σύσκεψη στο δεντρόσπιτο κι αποφάσισαν να μη κάνουν απολύτως τίποτα για να βρουν τον Μπάμπη, γιατί ήταν θέμα χρόνου να πεινάσει και να εμφανιστεί στη πλατεία, γυρεύοντας φαγητό και χάδια. Έτσι κι έγινε.

Τα πράγματα όμως τώρα δεν ήταν τόσο απλά. Έμοιαζαν δυσοίωνα. Η Ελπίδα δεν ήταν πουθενά. Τα παιδιά πήγαν σπίτι της, αλλά αυτό ήταν κλειδαμπαρωμένο. Έμοιαζε και λίγο στοιχειωμένο. Το κινητό της ήταν σταθερά κλειστό. Τα παιδιά έπρεπε να δράσουν και μάλιστα γρήγορα. Το δεντρόσπιτο ήταν ο κατάλληλος χώρος για να οργανωθούν και με μια ιδεοθύελλα να δουν πώς θα ενεργήσουν. Ο Βασίλης πρότεινε να πάνε στην αστυνομία, ο Μηνάς είπε να μη βιάζονται και ανησυχήσουν όλο το κόσμο χωρίς λόγο. Η Άρτεμις πρότεινε να το πουν στους γονείς τους. Όλα όμως έμοιαζαν μάταια. Έτσι, αποφάσισαν να μπουν κρυφά στο σπίτι της Ελπίδας για να δουν τί συμβαίνει. Τα πράγματα ίσως να ήταν πιο σοβαρά. Είχαν ξαναμπεί στο δωμάτιο της απ’ το πίσω μπαλκόνι του σπιτιού, τότε που ήθελαν να της κάνουν έκπληξη για τα γενέθλια της. Δεν ήταν και δύσκολο να σκαρφαλώσουν δυο τρία μέτρα. Το σπίτι της ήταν από τα πιο παλιά στο χωριό, αλλά καλοδιατηρημένο και βρισκόταν στο τέλος του κεντρικού δρόμου μετά από μια μεγάλη στροφή. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να ανησυχούν πραγματικά για τη φίλη τους, αλλά όταν πέρασαν τη μεγάλη στροφή του δρόμου, είδαν πως το σπίτι της φίλης τους δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση του ήταν ένα μεγάλο, εγκαταλελειμμένο χωράφι.

Στα πρόσωπα των παιδιών ζωγραφίστηκε ο τρόμος. Λίγες ώρες πριν, το σπίτι ήταν στη θέση του και τώρα ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ. Η ώρα ήταν περασμένη και άρχισαν να τρομοκρατούνται. Η Άρτεμις που ήταν η πιο ψύχραιμη πρότεινε να ηρεμήσουν, να γυρίσουν στο δεντρόσπιτο και να οργανώσουν εκεί ένα σχέδιο με βάση τη λογική. Πρώτα χάθηκε η Ελπίδα και τώρα χάθηκε και το σπίτι της. Κάποια εξήγηση πρέπει να υπάρχει! Έφυγαν, σχεδόν τρέχοντας, αλλά μόλις έφτασαν στο δεντρόσπιτο, έλειπε και αυτό. Επιπλέον δεν υπήρχε ούτε ίχνος δέντρου, όσο χανόταν το μάτι στον ορίζοντα, παρά μόνο απέραντα ακαλλιέργητα χωράφια. Κι όταν τα παιδιά επέστρεψαν στη πλατεία του χωριού, ήταν όλοι αλλόκοτοι, το μικρό καφενείο  ήταν άδειο και εγκαταλελειμμένο, πολλά σπίτια ήταν μισογκρεμισμένα και  οι άνθρωποι περιφέρονταν ζωντανοί-νεκροί ψιθυρίζοντας: «Χάθηκε η Ελπίδα! Χάθηκε η Ελπίδα! Αλίμονο μας!». Τότε ήταν που πλησίασε τα παιδιά μια γυναίκα.

-Τί ψάχνετε εδώ; Τους είπε.

-Χάσαμε την Ελπίδα, είπε ανήσυχα η Άρτεμις. Ο Βασίλης και ο Μηνάς είχαν σκύψει το κεφάλι και ήταν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα.

-Μην ανησυχείτε, είπε η γυναίκα. Θα βρεθεί. Να πάτε να την ψάξετε όπου πιστεύετε πως θα έχει πάει. Να πολεμήσετε γι’ αυτήν. Μόνο που πρέπει να ψάξετε με τη καρδιά σας και όχι με τα μάτια σας. Μπορεί να είναι και μπροστά σας ή να μη χάθηκε ποτέ. Έπειτα η γυναίκα έγινε ένα με τα ερειπωμένα σοκάκια.

Τα παιδιά αποφάσισαν να πάρουν τηλέφωνο τους γονείς τους ή ακόμη καλύτερα να πάνε στα σπίτια τους, μα δεν υπήρχαν τα κινητά τους στη τσέπη τους. Επιπλέον, δεν υπήρχαν ούτε και τα σπίτια τους. Κοιτούσαν απελπισμένα ένα απέραντο τίποτα στη θέση των σπιτιών τους. Η κρίση πανικού ήταν θέμα χρόνου να εμφανιστεί, αλλά τότε συνάντησαν μια άλλη γυναίκα, διαφορετική από την προηγούμενη. Εκείνη τους είπε να πάνε στη θάλασσα γιατί κάποιοι άνθρωποι εκεί χρειάζονταν βοήθεια. Πνίγονται γυναίκες και παιδιά. Μα για ποια θάλασσα μιλούσε; Δεν έχει θάλασσα το χωριό! Χτες βράδυ στην εκδήλωση της πίτας κάποιοι από το Σύλλογο Ναυαγοσωστών σχολίαζαν πόσο περίεργο είναι που υπάρχει αυτός ο άχρηστος και αχρείαστος Σύλλογος, αλλά ο πατέρας του Βασίλη και του Μηνά είχε διαφωνήσει μαζί τους ψελλίζοντας  «Πάντα κάπου κάποτε χρειάζεται ένας ναυαγοσώστης  για τα ναυάγια της ζωής».

Κάτι είχε συμβεί στο χωριό! Πόλεμος; Κατάρα; Καταστροφή; Όλα φαίνονταν αλλόκοτα, λες και το τοπίο είχε βγει από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Τα παιδιά δεν είχαν ιδέα τί είχε συμβεί.. Δεν ήξεραν και δε καταλάβαιναν τις σκέψεις και τις πράξεις των μεγάλων. Το μόνο που τους έδινε ελπίδα ήταν πως είχαν ο ένας τον άλλο.  Και κάτι μέσα τους, τους ψιθύριζε πως ο κόσμος βρίσκεται στα χέρια τους. Δεν έπρεπε να μείνουν αδρανείς. Περπατούσαν σιωπηλοί μέσα στο χάος με χιλιάδες σκέψεις να τους κατακλύζουν το μυαλό. Η Άρτεμις ήταν η πρώτη που έσπασε την εκκωφαντική σιωπή λέγοντας:

-Πρέπει να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Κάτι δε πάει καλά με αυτό το μέρος.

Τα αγόρια συμφώνησαν προβληματισμένα, κουνώντας το κεφάλι.

-Δε πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια, είπε ο Βασίλης. Ας πάμε τουλάχιστον να βοηθήσουμε όποιον έχει ανάγκη. Είδαμε πολλούς ανθρώπους να περιφέρονται απελπισμένοι. Το χωριό μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Λες και έγινε πόλεμος.

-Ναι, συμπλήρωσε ο Μηνάς, υπάρχουν και μεγάλοι άνθρωποι αλλά και μικρά παιδιά που μας χρειάζονται. Όλοι μαζί, ίσως, καταλάβουμε τί έχει γίνει και βοηθώντας ο ένας τον άλλο, να προσπαθήσουμε να μη χάσουμε άλλους ανθρώπους, ούτε τον τόπο μας, ούτε τα σπίτια μας, ούτε τις ζωές μας.

            Άρχισαν να κατευθύνονται προς το κέντρο του χωριού αλλά τα βήματα τους, τους πήγαιναν εκεί που κάποτε ήταν το δάσος, αλλά τώρα δεν υπήρχε ίχνος ζωής. Ούτε δέντρα, ούτε πουλιά, ούτε λουλούδια παρά μόνο το απέραντο τίποτα. Κοιτάζοντας πίσω, διαπίστωσαν πως το χωριό τους χανόταν σιγά-σιγά, σαν κάστρο από άμμο που τα κύματα της θάλασσας διέλυαν κάθε κόκκο. Δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα, δεν υπήρχε επιστροφή κι έτσι συνέχισαν την πορεία τους.

Ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος κατέκλυσε το τοπίο και ένα κύμα σκόνης απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Ένας περίεργος ήχος τους έκανε να ανασκουμπωθούν. Ήταν το κελάηδημα ενός πουλιού από ένα μοναδικό και μοναχικό δέντρο που υπήρχε στην άκρη του δρόμου. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χωρίς να το σκεφτούν ακολούθησαν τον ήχο του πουλιού. Ήταν σαν να τους μιλούσε, σαν να τους έδινε οδηγίες, σαν να τους έδειχνε το δρόμο. Μόλις έφτασαν κοντά στο δέντρο, ανακάλυψαν πως στον κορμό του υπήρχε μια πόρτα κι ήταν μονόδρομος να τη διαβούν. Στο βάθος είδαν να στέκεται μια σιλουέτα, ήρεμη και γαλήνια. Έμοιαζε με τις γυναίκες που είχαν δει στο δρόμο και τελικά όσο πλησίαζαν είδαν τη φίλη τους την Ελπίδα με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της.

-Παιδιά, δε χάθηκα ποτέ, είπε με μια φωνή αλλιώτικη.

- Μα τι έγινε; Αναρωτήθηκε η Άρτεμις. Τί συμβαίνει στο χωριό; Είδαμε πόνο, δυστυχία, ανθρώπους ανήμπορους να ζητάνε βοήθεια, σπίτια να χάνονται; Χάθηκες κι εσύ!

- Δε χάθηκα. Χάνεται αυτός ο κόσμος που οι άνθρωποι δεν τον εκτίμησαν, που τον κατέστρεψαν με τον εγωισμό τους και την απληστία τους. Υπάρχουν κόσμοι που χάνονται αν δεν τους αγαπήσεις, αν δεν τους φροντίσεις. Η Ελπίδα μιλούσε ήρεμα, προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως αυτή η απώλεια, αυτή η καταστροφή είχε προέλθει από τις πράξεις των μεγάλων και τώρα έπρεπε να αναλάβουν δράση τα παιδιά για να διαφυλαχθεί ο κόσμος.

- Τί πρέπει να κάνουμε, είπε ο Μηνάς με μάτια γεμάτα ανησυχία.

- Αρχικά να μείνουμε ενωμένοι, είπε η Ελπίδα. Ο κόσμος που ζούμε είναι μόνο μια εκδοχή του χρόνου και του σύμπαντος. Όταν το αντιληφθείς, βλέπεις πως τίποτα δε χάνεται, απλά κάποια πράγματα μένουν κρυμμένα για να μην καταστραφούν εντελώς. Όπως κι εγώ, δε χάθηκα ποτέ, ούτε θα γινόταν να χαθώ όσο υπάρχουν φίλοι, όπως εσείς, που με νοιαστήκατε, με αναζητήσατε, ανησυχήσατε για μένα. Σας ευχαριστώ. Δε χάθηκα ποτέ. Εδώ ήμουν.

-Άρα, η ελπίδα δε χάνεται ποτέ; είπε χιουμοριστικά ο Μηνάς.

-Ούτε χάνεται, ούτε πεθαίνει, συμπλήρωσε η Άρτεμις.

            Η Ελπίδα τους χαμογέλασε ενώ η Άρτεμις, ο Βασίλης και ο Μηνάς ένιωσαν βαθιά μέσα τους μια ηρεμία που δεν είχαν νιώσει ποτέ πριν. Σιγά-σιγά, όλα γύρω τους άρχισαν να αλλάζουν και να επιστρέφουν στην κανονικότητα. Το χωριό αναδύθηκε και πάλι μέσα στον ορίζοντα, το δάσος πήρε ζωή και τα σπίτια φάνηκαν.

-Σας ευχαριστώ που δε με ξεχάσατε, είπε συγκινημένη η Ελπίδα. Εσείς είστε η ελπίδα του κόσμου και δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσετε αυτό. Τα παιδιά είναι η ελπίδα για το μέλλον.

Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ξύπνησε την Άρτεμις, τον Βασίλη και τον Μηνά που βρίσκονταν πάνω στο δεντρόσπιτο και είχαν αποκοιμηθεί εκεί. Ξύπνησαν με μια περίεργη αίσθηση, κοιτάχτηκαν όλο νόημα και ένιωσαν πως εκείνη η περιπέτεια είχε ανοίξει νέες προοπτικές μέσα τους. Η φιλία τους είχε γίνει πιο ισχυρή από ποτέ. Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα κεφάλια τους. Κατευθύνθηκαν προς το χωριό έχοντας την αίσθηση πως η ελπίδα πάντα ανανεώνεται μέσα στην καρδιά, όταν υπάρχουν αξίες και ιδανικά που αξίζει κάποιος να τα υπερασπιστεί ανακαλύπτοντας τον εαυτό του και αγαπώντας τον συνάνθρωπο του. Στο βάθος οι τρεις φίλοι είδαν την Ελπίδα να τρέχει προς το μέρος τους φωνάζοντας:

- Μα που είστε βρε παιδιά, όλο το χωριό σας ψάχνει. Τρελάθηκα από την αγωνία μου. Μη το ξανακάνετε αυτό! Ευτυχώς σας βρήκα. Τέλος καλό!

Τα παιδιά ένιωσαν πως αυτό το καλό τέλος ήταν ο κρίκος μιας αλυσίδας σε έναν κόσμο γεμάτο δυνατότητες και αμέτρητες αποκαλύψεις ή και σε πολλούς κόσμους.

 

Αυτό το τέλος ήταν μόνο η αρχή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...