Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Απόστολος Μπάρτζης "Κομμένη Λευτεριά"

 Homo educandus Αγωγή / 3ο Βραβείο

15 Αυγούστου 1943, Κομμένο Άρτας

Ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου, το Κομμένο, ένα απόμερο χωριό της Ηπείρου, γιορτάζει. Μέσα στην ταραχή και την ατέλειωτη θλίψη που σκορπίζει η Κατοχή, ένα νεαρό ζευγάρι δίνει μια αχτίδα φωτός με το γάμο του. Ο Γιώργης, ένας τριαντάρης εύθυμος άντρας, έχει μεγάλη χαρά στο σπιτικό του. Παντρεύει τον επιστήθιο φίλο του, το Θόδωρο, με μια ορφανή κοπέλα, την Ασημίνα. Το μικρό σπίτι του έχει πλημμυρίσει φως κι ελπίδα· θαρρείς ούτε στον ίδιο του το γάμο δεν είχε χαρεί τόσο. Αφού φόρεσε το καλό του το κοστούμι –κληρονομιά απ’ το συγχωρεμένο τον πατέρα του–, επέπληξε με γλύκα στο βλέμμα τη γυναίκα του και τον πεντάχρονο γιο του, που δεν είχαν ακόμη ετοιμαστεί:

«Άντε, Ειρήνη, συντόμευε αγάπη μου, θα φτάσει η νύφη και θα λείπει ο κουμπάρος! Κι εσύ, Τόλη, θα παίξεις μετά με τα αμαξάκια. Θαρρείς τέλειωσαν οι μέρες;»

«Ερχόμαστε», αποκρίθηκαν με μια φωνή μάνα και γιος.

Σ’ ένα μισάωρο είχαν φτάσει στην εκκλησία της Παναγιάς, που γιόρταζε λόγω της ημέρας, αλλά και για το γάμο των δυο νέων.

Στις επόμενες ώρες ο γάμος ολοκληρώθηκε με μεγάλη λάμψη. Ακολούθησε γλέντι τρικούβερτο στην πλατεία του χωριού. Οι χωριανοί γλένταγαν, τραγούδαγαν, χόρευαν, έπιναν σα να μην υπάρχει αύριο. Πρώτος ο Γιώργης έσερνε το χορό και η γυναίκα του καμάρωνε τη λεβεντιά του άντρα της. Βαρύς άντρας μα ευαίσθητος, το πρότυπο του σωστού αρσενικού. Χόρευε και σειόταν η γη ολάκερη κάτω από τα πόδια του. Κάθε λίγο έβγαινε από το χορό, έπινε ένα ποτηράκι κρασί και, πότε έσκαγε ένα πλατύ χαμόγελο στο νιόπαντρο φίλο του, πότε τον αγκάλιαζε περήφανος.

Αργά τη νύχτα, γύρω στη μία το ξημέρωμα, ο Γιώργης επέστρεψε σπίτι κρατώντας από το χέρι τη γυναίκα του και έχοντας στην πατρική αγκαλιά του τον Τόλη, που κοιμόταν σαν αγγελούδι. Μια χτυπημένη απ’ τη μοίρα γριά, η κυρα-Τούλα, βλέποντας από μακριά την οικογένεια, θυμήθηκε το νεκρό γιο της και σκέφτηκε: «Αχ, έτσι θα ’σουν κι εσύ, Παντελή μου, σήμερα, οικογενειάρχης και θα χαιρόσουν τη ζωή, αν δε σε έτρωγαν οι Γερμαναράδες στη Σαλονίκη. Δυο χρόνια πάνε, παλικάρι μου, μα πώς να σε ξεχάσω;». Δεν άντεξε άλλο η γριά και ξέσπασε σε αναφιλητά. Στο μεταξύ, η οικογένεια είχε μπει στο φτωχικό της και, για πρώτη φορά, κοιμήθηκαν και οι τρεις αγκαλιασμένοι στο ίδιο κρεβάτι. Σα να τους ένωνε μια δύναμη ανώτερη, θεϊκή· σα να μην ήθελαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο ούτε στον ύπνο.

16 Αυγούστου 1943, Κομμένο Άρτα

Ο ήλιος είχε απλώσει τις πρώτες αχτίδες του πάνω από το γραφικό χωριουδάκι, μα δεν έλεγε να εμφανιστεί ολάκερος· λες και απέφευγε να γίνει μάρτυρας του πόνου και του θανάτου που θα σκόρπαγαν οι ναζί.

Γύρω στις έξι το χάραμα, ακούστηκαν μαζεμένοι πυροβολισμοί. Οι περισσότεροι απ’ τους χωριάτες έπεσαν νεκροί πηγαίνοντας στη δουλειά τους από σφαίρα γερμανική, από μαχαίρι ναζιστικό. Ανάμεσά τους και το νιόπαντρο ζευγάρι, αλλά κι η κυρα-Τούλα, που αμέριμνη πότιζε τις τριανταφυλλιές της και ξάφνου ένας μουστακαλής με τη σβάστικα στο μπράτσο πήδηξε το φράχτη, της κάρφωσε το μαχαίρι στο στήθος και την αποτελείωσε. Η γριά, στα ογδόντα της χρόνια, έμελλε να φύγει κι αυτή από χέρι Γερμανού, όπως κι ο Παντελής της. Αφήνοντας λοιπόν την τελευταία της πνοή, περισσότερο σκεφτόταν τη συνάντηση με το γιο της, παρά την απομάκρυνση από τον άδικο κόσμο των ζωντανών. Αχ, πόσα είχε να του πει μόλις τον έβλεπε στα φωτεινά σοκάκια του Παραδείσου!

Ο Γιώργης, με το που έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός, πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του και ενστικτωδώς αγκάλιασε και φίλησε τη γυναίκα και το παιδί του. Χωρίς να χάσει χρόνο, τους ξύπνησε και με λόγια μαλακά προσπαθούσε να τους καθησυχάσει. Και οι τρεις έκαναν μια σφιχτή αγκαλιά και έτρεξαν να ξεφύγουν για να σωθούν. Μέσα στην ταραχή, ο Γιώργης έχασε από τα μάτια του την Ειρήνη και το γιο του. Ο φαινομενικά άτρωτος αυτός άντρας έβγαλε μια κραυγή απελπισίας. Λειτούργησε όμως μέσα του το ένστικτο της επιβίωσης και, βλέποντας γύρω του συγχωριανούς να λιποψυχάνε, βρήκε καταφύγιο στην κουφάλα ενός δέντρου στην πλατεία. Ο κούφιος αυτός κορμός έγινε σπίτι του για τις επόμενες ώρες. Την ίδια στιγμή, η γυναίκα του, πανικόβλητη δίχως τον άντρα της στο πλευρό της, κατάφερε να απομακρυνθεί και να κρυφτεί με το γιο της σε μια ετοιμόρροπη αποθηκούλα στο τέλος του χωριού. Στο νου και των δυο συζύγων ήταν το ταίρι τους· περισσότερο καρδιοχτυπούσαν γι’ αυτό παρά για τον εαυτό τους.

Οι Γερμανοί εισβολείς, χωρίς ίχνος ντροπής και ανθρωπιάς, συνέχιζαν ακάθεκτοι να σκοτώνουν ανθρώπους, να παίρνουν αθώες ψυχές, να ξεκληρίζουν οικογένειες. Η πλατεία και τα δρομάκια είχαν βάψει από το αίμα, λες και κάποιος είχε τρυπήσει ένα βαρέλι κόκκινο κρασί και το είχε χύσει κατάχαμα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει, σα να πενθούσε για τους σκοτωμούς και την καταστροφή του άλλοτε γεμάτου ζωή Κομμένου. Οι ναζί ικανοποίησαν τη μέρα εκείνη τα πιο σκοτεινά, τα πιο άθλια ένστικτά τους. Έσφαξαν, σκότωσαν, ξεκοίλιασαν, βίασαν, έκλεψαν, έκαψαν, κατέστρεψαν. Δε λυπήθηκαν τίποτε. Μετά από κανά εξάωρο θανάτου και πόνου, οι περισσότεροι εγκατέλειψαν το χωριό, όμως καμιά δεκαριά από δαύτους βούτηξαν από το κατεστραμμένο καφενείο μπύρες, έκατσαν σε ένα ξύλινο τραπεζάκι στην πλατεία και άρχισαν να μπεκροπίνουν γελώντας και τραγουδώντας ναζιστικά εμβατήρια. Ο ένας σηκώθηκε και στερέωσε τη ναζιστική σημαία στον κορμό ενός αιωνόβιου πλατάνου.

Ο Γιώργης, χωμένος για ώρες στην κουφάλα του, βασανιζόταν από τις πιο σκοτεινές σκέψεις. Μοναδική παρηγοριά ήταν η θύμηση της οικογένειας και της πατρίδας του. Κάποια στιγμή, έπαψε να ακούει πυροβολισμούς και απελπισμένες φωνές, και το μόνο που άκουγε ήταν βροντερά γέλια και κάποιες ακαταλαβίστικες λέξεις. Με κόπο κατάφερε να βγει από τον κορμό, μα αυτό που αντίκρισε μούδιασε την ψυχή και τον νου του. Έκατσε δυο λεπτά να ξανανιώσει τα άκρα του, ψαχούλεψε για λίγο στην τσέπη του, βρήκε ένα τσιγάρο και το άναψε. Με το τσιγάρο στα χείλη, και χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες, έτρεξε προς το μέρος της ναζιστικής σημαίας, την άρπαξε και με μανία άρχισε να τη σκίζει φωνάζοντας: «Για την Ελλάδα, για τη λευτεριά του Έθνους». Φυσικά οι Γερμανοί δεν τον άφησαν ατιμώρητο. Ο ίδιος που ύψωσε τη σημαία τον πυροβόλησε τρεις φορές. Πριν ξεψυχήσει, ο Γιώργης έφτυσε το Γερμανό και μάδησε μπροστά του επιδεικτικά την τελευταία λωρίδα της σημαίας. Έπειτα, περήφανος και λεύτερος άφησε την τελευταία του πνοή.

Τα θλιβερά γεγονότα παρακολουθούσε έντρομος από το απέναντι δρομάκι ο παπα-Λάμπρος. Ο άλλος παπάς, ο παπα-Κώστας, εβδομήντα πέντε χρονών γέρος, ήταν ο πρώτος που έπεσε νεκρός στην επίθεση των ναζί. Δεν μπορούσε ο κακομοίρης να τρέξει για να γλιτώσει, γι’ αυτό παραδόθηκε στους Γερμανούς, που τον έσφαξαν χωρίς έλεος.

 

17 Αυγούστου 1943, Κομμένο Άρτας

Το Κομμένο προσπαθεί να ορθοποδήσει, να ξαναγεννηθεί από τα συντρίμμια του, μα οι νεκροί του δεν το αφήνουν. Τριακόσια άψυχα σώματα κείτονται από δω κι από κει, περιμένοντας να περάσουν στην αιώνια ζωή, να θαφτούν και να ακούσουν μια προσευχή, μια ευλογία. Πράγματι ο παπα-Λάμπρος κάλεσε τους συγχωριανούς να μαζέψουν τις λιγοστές τους δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, και να μεταφέρουν τα γνώριμα πτώματα στο νεκροταφείο, όπου θα προχωρούσαν σε μια μαζική ταφή. Οι χωριανοί ανταποκρίθηκαν και με πόνο ψυχής μάζεψαν ευλαβικά τους νεκρούς και τους πήγαν στο νεκροταφείο. Στο μεταξύ, ο παπα-Λάμπρος ανέλαβε το βαρύ φορτίο της ενημέρωσης της Ειρήνης για τον ηρωικό θάνατο του άντρα της. Τη βρήκε πανικοβλημένη στο μισογκρεμισμένο πια σπίτι τους, να αναζητά το σύζυγό της.

«Ειρήνη, τέκνο μου, έχω ένα νέο για σένα».

«Τι έγινε παπά μου, ξέρεις κάτι για το Γιώργη μου;»

«Ο Γιώργης πήγε κοντά στον Κύριό μας, πέθανε για χάρη της πατρίδας μας».

«Τι ειν’ αυτά που λες, παπά; Μη με περιπαίζεις, να χαρείς. Δεν είμαι καλά».

«Αλήθεια σου λέω, παιδί μου, πήγε να κατεβάσει μια σημαία ναζιστική που έβαλαν οι Γερμαναράδες στην πλατεία μετά το θανατικό που προκάλεσαν. Αυτοί τον είδαν και τον σκότωσαν. Το είδα με τα μάτια μου. Το πρόσωπό του όμως, καθώς ξεψύχαγε, είχε μια περίεργη γαλήνη. Θαρρώ ήξερε τι θα πάθαινε, μα ο εθνικός εγωισμός και η περηφάνια του δεν τον άφησαν να κάνει αλλιώς. Είχε ηρωικό θάνατο ο Γιώργης σου, έφυγε σαν παλικάρι, για τη λευτεριά της πατρίδας μας.

Η Ειρήνη δεν άντεξε τα δυσβάσταχτα νέα και λιποθύμησε. Με τη βοήθεια του παπά συνήλθε και τα μεγάλα όμορφα μάτια της πλημμύρισαν με καυτά δάκρυα. Τα αναφιλητά και οι κραυγές της έσκιζαν τους τοίχους και τα παράθυρα, έβγαιναν στο χωριό, ξεπερνούσαν τα σύνορα της Άρτας, ακούγονταν παντού. Θαρρείς έκλαιγε η ίδια η Παναγιά από εκεί ψηλά. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν ότι η ψυχή του άντρα της έφυγε λεύτερη. Τελικά μάζεψε τις δυνάμεις της και σφαδάζοντας πήγε στο νεκροταφείο μαζί με τον παπά για να πει στο Γιώργη της το τελευταίο αντίο. Στον Τόλη προτίμησε να μην πει τίποτε ακόμη. Δεν ήξερε όμως ότι ο μικρός, από μια γωνία του σπιτιού, είχε ακούσει τα πάντα.

Λίγη ώρα αργότερα, σε κλίμα βαρύ, τελέστηκε η κηδεία των τριακοσίων νεκρών. Πάνω από τη βαθιά γούβα που έκλεισε στους κόλπους της τα ματωμένα άψυχα σώματα, ο παπα-Λάμπρος θέλησε να πει δυο κουβέντες, που θύμισαν πατρική συμβουλή: «Χθες χάσαμε άξιους ανθρώπους, αγαπημένους συγχωριανούς, πετυχημένους οικογενειάρχες. Οι Γερμανοί τους σκότωσαν άδικα, δόλια, και βούτηξαν τούτο το μικρό χωριουδάκι στο αίμα. Πολλοί θα λέτε ότι ο Θεός μας έχει ξεχάσει εδώ πέρα, μα δε μας ξέχασε. Είναι εδώ, δίπλα μας, και μας ευλογεί! Ας γίνει το αίμα όλων αυτών των ανθρώπων αφορμή να συνεχίσουμε τον αγώνα μας, ας ποτίσει την ψυχή μας πίστη και θάρρος! Ας παραδειγματιστούμε απ’ αυτό το αντρείο παλικάρι, αυτόν τον άξιο Έλληνα, το Γιώργη, που απόθανε γιατί δεν μπορούσε να βλέπει τη σβάστικα να ανεμίζει στον ουρανό του χωριού μας. Πείτε μου, μωρέ χωριανοί, νοείται η ψυχή τούτου του ανθρώπου σκλαβωμένη; Όταν φτάσεις στο θάνατο, διάλεξε να πεθάνεις λεύτερος, μου ’λεγε ο παππούς μου. Γράμματα πολλά δεν έμαθα, μα τούτα τα λόγια δεν τα ξεχνώ ποτέ. Είναι αυτά που με κρατούν όρθιο και με κάνουν να πιστεύω στη λευτεριά μου, στη λευτεριά του Έθνους μας, που τόσοι το εχθρεύονται μα τόσους αντρείους γεννά για να το ανεβάζουν στα ουράνια!»

Όσο μίλαγε ο παπα-Λάμπρος, η ένταση της φωνής του ανέβαινε κλιμακωτά και κάθε τόσο ένα δάκρυ κυλούσε από τα μάτια του και πότιζε τη γενειάδα του. Δεν υπήρξε χωριανός που να μην έκλαψε με το λόγο του παπά, που αποτέλεσε μνημείο αδούλωτου πνεύματος και λεύτερης ελληνικής ψυχής.

 

Ιανουάριος 1997, Πειραιάς

54 χρόνια μετά τα αιματηρά γεγονότα στο Κομμένο, ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα, ο Τόλης κάθεται σ’ ένα τραπέζι στο ταβερνάκι που ο ίδιος άνοιξε σε μια φτωχική συνοικία του Πειραιά. Μόλις έγινε είκοσι χρονών, η μάνα του πέθανε και πλέον δεν έβρισκε λόγο να μείνει στο χωριό. Αποφάσισε έτσι να μετακομίσει στην πρωτεύουσα και να στήσει εκεί τη ζωή του. Δούλεψε σκληρά ως λαντζέρης τα πρώτα χρόνια που έφτασε στον Πειραιά και κατάφερε να βγάλει λεφτά για να ανοίξει τη δικιά του ταβέρνα, τον «Ρωμιό». Ερωτεύτηκε τη Βασιλική, μια ντόπια καλόκαρδη κοπέλα, την παντρεύτηκε και έκαναν μαζί δυο παιδιά, το Γιώργο και την Άσπα. Τα χρόνια σιγά σιγά πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, η ταβέρνα απέκτησε φήμη, η ζωή του Τόλη ήταν ιδανική, μα αυτός ποτέ δεν ξέχασε το χωριό του, τη μάνα του και τον ήρωα πατέρα του.

Καθώς λοιπόν κάθεται στο τραπέζι, στο ράδιο παίζει ένα τραγούδι που πρόσφατα είχε κυκλοφορήσει μα γρήγορα είχε γίνει γνωστό. Ο στίχος έλεγε: «Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη» και μίλησε απευθείας στην ψυχή του Τόλη. Υποσυνείδητα το μάτι του έπεσε στην κορνίζα του πατέρα του, που ήταν κρεμασμένη πάνω από την κουζίνα, δίπλα στην ελληνική σημαία. Θυμήθηκε την ηρωική πράξη του και θέλησε με ένα βαρύ, αντρικό ζεϊμπέκικο να τον τιμήσει. Σηκώθηκε από το τραπέζι και χόρεψε με τα μάτια κλειστά. Η λεβεντιά του θύμισε αυτή του πατέρα του όταν χόρευε στο γάμο του φίλου του. Στο τέλος του τραγουδιού ξέσπασε. Ξεκρέμασε την ελληνική σημαία, τη φίλησε και τη μούσκεψε με ένα δάκρυ του. Ένιωσε λεύτερος, ένιωσε την ψυχή του προς στιγμήν να πετάει και να συναντά τον αείμνηστο πατέρα του, ένιωσε πως η θυσία του Γιώργη μόνο χαμένη δεν πήγε, κατάλαβε πως η λευτεριά είναι έννοια σχετική. Και τη στιγμή εκείνη κι αυτός κι ο πατέρας του ήταν λεύτεροι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...