Homo educandus Αγωγή / 3ο Βραβείο
Η
Άννα περίμενε με ανυπομονησία τη βιντεοκλήση με τη νονά της. Είχε κάνει όλο το
πλάνο του Σαββατοκύριακου που θα περνούσαν μαζί. Αυτό που έλειπε ήταν πότε θα
έφτανε η νονά της από τις Βρυξέλλες για να μπουν σε εφαρμογή τα σχέδιά τους.
Πόσο μεγάλη απογοήτευση όμως, όταν άκουσε τη νονά της να της λέει: «Αννούλα,
δεν θα καταφέρω να έρθω στις διακοπές. Η παρουσία μου είναι απαραίτητη σε ένα
μέρος που υπάρχει δυστυχία. Ίσως να καταφέρουμε όμως να συναντηθούμε. Θα μιλήσω
με τη μαμά και τον μπαμπά και θα κανονίσουμε κάτι». Η νονά έκλεισε πονηρά το
μάτι και τη βιντεοκλήση, πριν η Άννα προλάβει να αντιδράσει και να ρωτήσει όσα
ήθελε.
«Πάνε περίπατο τα ψώνια στο τεράστιο
εμπορικό κέντρο, όπου την τελευταία φορά η νονά είχε γεμίσει ένα αμάξι ρούχα,
παπούτσια, καλλυντικά, τετράδια. Ό,τι μου άρεσε, μου το αγόραζε με πολύ κέφι
λέγοντάς μου ότι τα παιδιά αξίζουν τα πάντα. Πάνε και τα παιχνίδια στο τεράστιο
λούνα παρκ, όπου την τελευταία φορά είχαμε αφήσει μόνο δύο, τα οποία θα τα
δοκιμάζαμε τώρα. Α! Και αυτό το υπέροχο μαγαζί με τις κρέπες και τα γιγάντια
παγωτά κάτω από την Ακρόπολη… Πόσα πράγματα είχα σχεδιάσει και δεν θα
πραγματοποιηθούν! Και αυτή τη φορά περίμενα και τις βελγικές πραλίνες, σε όλα
τα σχέδια και τις γεύσεις». Αυτόματα, η Άννα πετάχτηκε πάνω
πολύ θυμωμένη με τον εαυτό της. Η αγαπημένη της νονά θα πήγαινε σε ένα μέρος
όπου υπήρχε πολλή δυστυχία και αυτή, σαν καλομαθημένο βουτυρόπαιδο, σκεφτόταν
τα σοκολατάκια από το Βέλγιο.
Η
Άννα γνώριζε ότι η νονά της έκανε μια σπουδαία δουλειά και ταξίδευε συνέχεια
στην Ευρώπη. Μάλιστα, τη θαύμαζε πολύ γι’ αυτό και πάντα υπερηφανευόταν στους
φίλους της ότι η νονά της δούλευε στην ύπατη αρμοστεία του ΟΗΕ. «Πώς από την Ευρώπη τώρα πηγαίνει στη Λέρο;
Λέρος; Ούτε που θυμάμαι από το μάθημα της Γεωγραφίας πού βρίσκεται αυτό το
νησί». Δεν πέρασαν πολλές μέρες και τα ξεκαθάρισε όλα στο μυαλό της. Οι
γονείς της τής ανακοίνωσαν ότι το φετινό Πάσχα θα το περνούσαν στη Λέρο. Η νονά
ήταν υπεύθυνη σε μια δομή προσφύγων που έφταναν με φουσκωτές βάρκες,
μισοπνιγμένοι, από τις ακτές της Τουρκίας σε διάφορα νησιά της άγονης γραμμής.
Η συγκέντρωση των ασυνόδευτων παιδιών στη Λέρο ήταν αρμοδιότητα της νονάς.
Με
ανάμεικτα συναισθήματα η Άννα κοίταζε τα αφρισμένα νερά της θάλασσας. Το ταξίδι
για τη Λέρο διαρκούσε δώδεκα ώρες. Ήταν ευχαριστημένη που θα έβλεπε τη νονά
της. Ήταν απογοητευμένη που δεν θα περνούσε το Πάσχα όπως είχε σχεδιάσει,
ένιωθε όμως και λίγο ευγνωμοσύνη που θα ήταν μαζί με την οικογένειά της και την
αγαπημένη της νονά.
Εκείνη
η φράση «ασυνόδευτα ανήλικα» της είχε καρφωθεί στο μυαλό. «Άκου, ασυνόδευτα, τι είναι τα παιδιά, βαλίτσες, δέματα;» Δεν θα
αργούσε η ώρα που η Άννα θα έβρισκε απαντήσεις σε όλα της τα ερωτήματα.
Το
καράβι έριξε άγκυρα στο λιμάνι της Λέρου. Η νονά περίμενε με ανυπομονησία την
Άννα και την οικογένειά της. Είχε φροντίσει, ώστε να τακτοποιηθούν αμέσως σε ένα
παραδοσιακό νησιώτικο σπίτι.
«Από
αύριο μπορούμε να έχουμε ένα πρόγραμμα περιηγήσεων. Θα σας αρέσει πολύ η Λέρος»
είπε η νονά, μόλις τακτοποιήθηκαν. «Τώρα μπορούμε όλοι να πάμε στη δομή. Θα
γνωρίσετε τα παιδάκια μου. Σας περιμένουν με χαρά», συμπλήρωσε.
Η
Άννα γούρλωσε τα μάτια της. «Ποια
παιδάκια της;» αναρωτήθηκε. «Τόσο
μεγάλο πια το πάθος της νονάς για τα ασυνόδευτα; Τι εννοεί; Πόσο τ’ αγαπάει;
Πού τα ξέρει; Κάτι γίνεται εδώ. Δομή φιλοξενίας λέγεται εκεί που κατευθύνονται.
Άντε να δούμε!». Το πρώτο σοκ δεν άργησε να έρθει για την Άννα. Η δομή
φιλοξενίας ήταν ένα τεράστιο γκρι κτήριο του περασμένου αιώνα, ψηλό και άχαρο
με μεγάλα παράθυρα που είχαν κάγκελα. Θύμιζε παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο.
«Αυτό είναι το ξενοδοχείο ασυνόδευτων,
λοιπόν;».
Μια
μεγάλη σιδερένια πόρτα ανοίγει. Οδηγούμαστε σε μια τεράστια αυλή. Γύρω γύρω το
κτήριο. Εικόνα άλλη. Πριν προλάβει η Άννα να προσανατολιστεί, ένα τσούρμο
παιδιά μαζεύτηκαν γύρω τους. Αγόρια και κορίτσια από πέντε ως δεκαπέντε ετών. Η
νονά τα ήξερε όλα με το όνομά τους. Ανμάν, Μπαράκ, Μουχάμεντ, Αίσια, Σαμίρα,
Ινσάφ. Η Άννα άρχισε να καταλαβαίνει. Ήταν παιδιά από τη Συρία, από το
Πακιστάν, από το Αφγανιστάν. Ήταν παιδιά που είχαν φτάσει στη Λέρο κυνηγημένα
από την πατρίδα τους, όπου επικρατούσε ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος. Η Άννα σαν
υπνωτισμένη πλησίασε ένα κορίτσι. Φορούσε μαντίλα στο κεφάλι και είχε κάτι
πελώρια μαύρα μάτια, όλο μελαγχολία. Αν δεν κρατούσε στο χέρι της ένα κινητό, η
Άννα θα πίστευε ότι είναι κορίτσι μιας άλλης εποχής πολύ παλιάς. Αδύνατη, καχεκτική
με φαρδιά ρούχα δύο νούμερα μεγαλύτερα και μαντίλα. Το κορίτσι χαμογέλασε.
Άπλωσε το χέρι του στην Άννα. «Alharih» είπε «My name is Alharih».
«Αλχαρίγου;», είπε η Άννα. «Μιλάς αγγλικά; Εμένα με λένε Άννα».
* * *
Αυτή
ήταν η πρώτη μου γνωριμία με την Αλχαρίγου.
«Η
Αλχαρίγου είναι εδώ από τη Συρία, από το Χαλέπι. Έχετε την ίδια ηλικία. Με τα
λίγα αγγλικά που ξέρετε, ίσως βρείτε πολλά ενδιαφέροντα η μία στην άλλη. Ό,τι
θέλετε ζητήστε μου βοήθεια», είπε η νονά.
Όλα
μου φαίνονται τόσο παράξενα. Ο αδερφός μου ήδη ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ με
τους νέους φίλους. Οι γονείς μου συζητούσαν με τους συναδέρφους της νονάς, εγώ
έψαχνα να βρω τι να ρωτήσω την Αλχαρίγου, για να πιάσω κουβέντα μαζί της.
Ταυτόχρονα, μετάνιωνα τόσο που δεν ήξερα καλά αγγλικά. Όμως τι καλά! Τι τέλεια
εφεύρεση τα κινητά. Google translate και ο πάγος έσπασε…
Η
Αλχαρίγου μού έδειξε το σπίτι της στη Συρία. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος ήταν μια
ευτυχισμένη, χαρούμενη οικογένεια. Η μαμά της ήταν δημοσιογράφος, ο μπαμπάς της
μηχανικός. Ο αδερφός της ήταν δεκαπέντε χρονών και ήθελε να γίνει καθηγητής
Βοτανολογίας. Μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Η μαμά της κινδύνευε,
γιατί δούλευε σε ένα κανάλι κατά του καθεστώτος που πήρε την εξουσία. Ο αδερφός
της κινδύνευε, γιατί θα μπορούσε να στρατολογηθεί από τζιχαντιστές. Με πολύ
κόπο, πολλούς γνωστούς και όλες τις οικονομίες της οικογένειας, ο πατέρας
κατάφερε να φυγαδεύσει τη μητέρα και τον γιο. Έφτασαν με ασφάλεια στη Γερμανία.
Πίσω έμεινε η Αλχαρίγου με τον πατέρα της, τον Ομπρούκ. Η Αλχαρίγου σταμάτησε
να πηγαίνει στο σχολείο. Έπρεπε να προλάβουν να φύγουν κι εκείνοι. Ο πατέρας πούλησε
όλα τους τα υπάρχοντα σε εξευτελιστική τιμή. Το σπίτι τους, τα αυτοκίνητά τους,
τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και τις συλλογές του αδερφού της. Ακόμα και τον
σκύλο τους, το πανέμορφο λαμπραντόρ Sissy, πούλησε ο μπαμπάς για να
εξοικονομήσει χρήματα. Ένας έμπορος, γνωστός του πατέρα της, ανέλαβε να τους
οδηγήσει από το Χαλέπι στο Μπόντρουμ της Τουρκίας. Ακουγόταν ότι το Χαλέπι θα
ισοπεδωθεί ανελέητα. Οι φίλοι τους είχαν άλλοι φύγει, άλλοι σκοτωθεί,
ακρωτηριαστεί, τυφλωθεί ή μισοτρελαθεί. Με ναυλωμένο ταξίδι και ψεύτικα χαρτιά,
η ίδια και ο πατέρας της, με μια βαλίτσα με λίγα αναγκαία, έφυγαν. Ο μπαμπάς
της είχε προνοήσει να ράψει κάποια κοσμήματα και οικογενειακά κειμήλια στο
μπουφάν του. Ευτυχώς, γιατί αποδείχτηκαν πολύτιμα. Τα έδωσαν όλα στον ιδιοκτήτη
ενός φουσκωτού για να τους μεταφέρει από το Μπόντρουμ απέναντι στην Κω. Όταν
έφτασαν στην Κω, η Αλχαρίγου ένιωσε για πρώτη φορά ασφαλής. Τότε, είδε τον
πατέρα της να χαμογελάει και να ευχαριστεί τον Αλλάχ που τους έσωσε. Από την Κω
μεταφέρθηκαν μέσω ΜΚΟ στη Λέρο, όπου έπρεπε να περιμένουν την καταγραφή και
ταυτοποίηση, να πάρουν άδεια παραμονής στη χώρα και στη συνέχεια άδεια για
επανασύνδεση με την οικογένειά της στη Γερμανία.
«Νονά,
σε παρακαλώ, ανάθεσέ μου και μένα ό,τι νομίζεις πως μπορώ να κάνω. Θέλω τόσο
πολύ να βοηθήσω. Πόσο δίκιο είχες, όταν είπες ότι στο νησί υπάρχει δυστυχία!
Όλα όσα είδα στο κινητό της Alharih, όσα μπόρεσα να καταλάβω από τα λίγα
αγγλικά και τα πολλά νοήματα είναι αρκετά για να καταλάβω ότι όλοι πρέπει να
κάνουμε ό,τι μπορούμε. Τι μπορώ να κάνω;».
«Υπάρχει
πολλή δουλειά για όλους, Άννα. Ακολουθείται πάντα ένα πρόγραμμα, διότι τα
παιδιά είναι πολλά και διαφορετικής ηλικίας και χρειάζεται οργάνωση. Μπορείς να
ξεναγηθείς στη δομή με την Alharih και από αύριο θα έχεις πάντα μια δουλεία να
κάνεις μέχρι το μεσημέρι όμως, γιατί μετά σας έχω μεγάλες εκπλήξεις.», είπε η
νονά.
* * *
Τα
κορίτσια μπήκαν στους κοιτώνες της δομής. Η Άννα μέτρησε σαράντα κρεβάτια
κουκέτες. Ογδόντα άτομα, λοιπόν, γυναίκες με μωρά μέχρι τριών ετών και κορίτσια
μέχρι δεκαεπτά ετών έμεναν εκεί. Κάθε πέντε κουκέτες υπήρχαν δύο διπλά
ντουλάπια, όπου οι ένοικοι έβαζαν τα λιγοστά πράγματά τους. Ο κοιτώνας ήταν
πεντακάθαρος, βασίλευε μια γλυκιά ησυχία.
Η
Αλχαρίγου είπε ότι υπήρχαν τρεις έγκυες γυναίκες και οχτώ που είχαν μωρά δύο
και τριών μηνών, χρειάζονταν ησυχία και ηρεμία. Τα μεγάλα κορίτσια βοηθούσαν
τις νεαρές γυναίκες και τα μωρά τους. Η ζωή στη δομή είχε μια συγκεκριμένη
ακολουθία. Κάθε πρωί ξυπνούσαν και έκαναν προσευχή στραμμένοι προς την Ανατολή.
Μετά έπαιρναν πρωινό σε μια μεγάλη αίθουσα όλοι μαζί. Έπιναν τσάι και ξεκινούσε
η μέρα. Τα παιδιά μέχρι δώδεκα ετών μαζεύονταν και διάβαζαν ή μιλούσαν με την
ευθύνη του Ανμάν, ενός Σύρου πρόσφυγα δάσκαλου. Όσα ήταν πάνω από δώδεκα μέχρι
δεκαεπτά, κυρίως τα αγόρια, έκαναν διάφορες δουλειές, μικροεπισκευές ή βαψίματα
ή παρτέρια με λαχανικά. Την επόμενη μέρα άρχισε και η Άννα τη δουλειά.
Καθημερινά έφταναν στη δομή εκατοντάδες πράγματα, ρούχα, παιχνίδια και φαγητά.
Αυτά έπρεπε να τακτοποιούνται. Πρώτη φορά η Άννα είδε τόσους μπόγους ρούχα
μαζεμένα σε ένα δωμάτιο. Για μια στιγμή, νόμιζε ότι βρισκόταν σε εργοστάσιο
μπισκότων. Δεν είχε ξαναδεί τόσα πακέτα μπισκότα ούτε στο μεγαλύτερο super
market της Αθήνας. Όλα αυτά ήταν η περιβόητη ανθρωπιστική βοήθεια. Η συγκίνηση
και η ανταπόκριση όλου του κόσμου για το δράμα των Σύρων προσφύγων ήταν μεγάλη.
«Είμαι
πολύ χαρούμενη που είμαι χρήσιμη», είπε η Άννα στην κυρία Στέλλα, την κοινωνική
λειτουργό, που ήταν υπεύθυνη στα ρούχα.
Αδειάζουν
ένα ένα μπόγο ή κουτί και διαλέγουν τα ρούχα. Για μωρά, για παιδιά, εφήβους,
καλοκαιρινά χειμωνιάτικα. Όλα τακτοποιούνταν με σειρά σε ανάλογα ράφια. Το ίδιο
και τα παιχνίδια. Έτσι κάπως είναι ο εθελοντισμός τελικά!!! Όσο γεμάτα ήταν τα
πρωινά στη δομή τόσο γεμάτα και ενδιαφέροντα ήταν τα απογεύματα. Η νονά εξασφάλισε
την κατάλληλη άδεια για την Αλχαρίγου από τον μπαμπά της και κάθε απόγευμα θα
μπορούσε να τριγυρνά με τα κορίτσια στο νησί. Έτσι, η Αλχαρίγου θα ήταν επίσημα
φιλοξενούμενη από την Άννα και θα ένιωθε σαν οικογένεια.
Οι
μέρες με την Αλχαρίγου ήταν μοναδικές. Το νησί ήταν πανέμορφο και πήγαν σχεδόν
παντού. Η Άννα αισθάνθηκε σπουδαία. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί τη λέξη
και το νόημα «ελευθερία». «Νόμιζα ότι
ελευθερία ήταν η επανάσταση του 1821 και το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου». Όμως,
καθώς κοιτούσε τα παιδιά που έπαιζαν στη δομή και γελούσαν ξέγνοιαστα, καθώς
κοιτούσε τα απλωμένα ρούχα και τις πελώριες κατσαρόλες με το φαγητό, καθώς
έβλεπε τη νονά και τους συναδέλφους σκυμμένους πάνω σε στοίβες χαρτιών με ένα
laptop στο χέρι ανά δώδεκα ώρες το εικοσιτετράωρο, η Άννα κατάλαβε ότι ο αγώνας
για την ελευθερία έχει και άλλες μορφές.
Στο
Παρθένι υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι. Ήταν όλο αγιογραφίες. Αυτές είναι ζωγραφιές
του Γιάννη Ρίτσου και του Μανώλη Γλέζου. Χρησιμοποίησε για μοντέλα πολιτικούς
εξόριστους κρατούμενους την περίοδο της δικτατορίας το 1970. Σε μια από τις
αγιογραφίες ο Χριστός φαίνεται πολύ λυπημένος, με το βλέμμα στραμμένο στην
ελευθερία. Να, λοιπόν, που σε αυτό το νησί αποτυπώθηκε η στέρηση της ελευθερίας
του ελληνικού λαού από τη χούντα των συνταγματαρχών.
«Αγαπημένη
μου νονά, πόσο δένουν όλα αυτά μεταξύ τους», είπε η Άννα. «Σε αυτό το νησί που
ήταν τόπος εξορίας και μαρτυρίας, τώρα η Αλχαρίγου χαίρεται την ελευθερία της
και κάνει όνειρα για το μέλλον. Εντυπωσιάστηκα».
Όμως,
η μεγαλύτερη χαρά για την Άννα ήταν το βράδυ της Ανάστασης. Πολλοί κάτοικοι του
νησιού που έχουν μικρά παιδιά άρρωστα, ντύνονται με μαύρα ρούχα και ανεβαίνουν
499 σκαλιά στην Παναγία την Καβουράδαινα, ένα μικρό εκκλησάκι στη σχισμή ενός
βράχου που κρέμεται ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα.
* * *
Ήρθε
η στιγμή που έπρεπε να φύγω. Υποσχεθήκαμε η μία στην άλλη πως θα μιλάμε μέσω
skype. Έμαθα από αυτό το ταξίδι τι σημαίνει ελευθερία, προσφυγιά και
εθελοντισμός. Όλα τα βλέπω διαφορετικά πια. Είχα αφήσει μια φίλη στη Λέρο. Ξέρω
πια ότι είναι στη Γερμανία με την οικογένειά της. Χαίρομαι που βοήθησα και
έβαλα ένα μικρό λιθαράκι και εγώ για να είναι τώρα καλά η Αλχαρίγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου