Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Γκλόρια Μίρταϊ "Όνειρα να κάνεις παιδί μου"

Homo educandus Αγωγή / 1ο Βραβείο

           Πρωί. Μια λεπτή αχτίδα φωτός χαϊδεύει τα βλέφαρα της Δάειρας. Το ήξερε, το είχε μάθει πλέον. Ήταν καθήκον της. Έπρεπε να σηκωθεί, έπρεπε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Δεν ήθελε όμως να ξυπνήσει. Προτιμούσε να ζει στα όνειρα. Εκεί όπου μπορούσε να κάνει τα πάντα, στα όνειρα όπου μπορούσε να ζει όπως ήθελε εκείνη. Ανοίγει τα μάτια. Το ετοιμόρροπο ξύλινο ταβάνι φαινόταν πιο μίζερο από ποτέ. Μέχρι και την τελευταία στιγμή αμφιταλαντευόταν αν άξιζε να συνεχίζει. Οι άνθρωποι μέρα με τη μέρα όλο πιο σκληροί, όλο πιο ανάλγητοι. Αφού τις εξετάζουν από την κορυφή ως τα νύχια, αντανακλάται στα πρόσωπά τους η αηδία που νιώθουν. Τις φτύνουν, τις βρίζουν και αυτές το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να απομακρύνονται σκυθρωπές. Καμιά τους δεν το σχολίαζε. Έθαβαν τις σκέψεις βαθιά μέσα τους. Συνέχιζε όμως. Συνέχιζε, γιατί όλα αυτά την έκαναν να πεισμώνει, να μοχθεί, να ελπίζει ακόμα περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, αρπάζει αποφασιστικά το βιολί της και μαζί με την αδερφή της βαδίζουν προς τα έξω.

Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, μετά από ώρες εξαντλητικού περπατήματος, έφτασαν. Ο κόσμος πολύς. Κανένας όμως δεν τις πρόσεχε. Η Δάειρα έτοιμη. Κλείνει τα μάτια και παίζει την πρώτη νότα. Κάθε φορά που παίζει αυτήν την πρώτη νότα, ελπίζει. Ελπίζει για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη ζωή. Συνεχίζει. Τα δάχτυλά της χορεύουν πάνω στο βιολί. Η αδερφή της συνοδεύει. Ίσα που ακούγεται.

Το απόγευμα τελείωσαν και πήραν τον δρόμο για το φτωχόσπιτό τους.

«Θα έρθει σήμερα;», ρωτάει η Δάειρα.

«Θα δούμε», απαντά αμήχανα η Φαλίν. Κρύος ιδρώτας την είχε λούσει. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πώς να της έλεγε κάτι τέτοιο;

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί η Δάειρα, αναρωτιέται το ίδιο πράγμα. Γιατί; Γιατί να ζει έτσι; Γιατί να έχει απομείνει έρμαιο της μοίρας της; Τα πρωινά βλέπει τα παιδιά με τις μητέρες τους να μοιάζουν οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι του κόσμου. Ζηλεύει, ναι, το παραδέχεται. Γιατί; Γιατί την παράτησε; Γιατί δεν έχει επιστρέψει από τότε; Οι σκέψεις αυτές εδώ και καιρό την ταλανίζουν. Γιατί;

Τη θυμάται τη μητέρα της. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, πάντα γλυκομίλητη. Πέντε ετών ήταν. Δεκέμβρης. Τα πάντα άσπρα και παγωμένα. Ο χιονιάς με το λευκό του πέπλο είχε καλύψει τα πάντα στην περιοχή. Οι τοίχοι άσπροι και αυτοί. Οι άνθρωποι επίσης. Το ίδιο άσπρη και ψυχρή ήταν και η μητέρα της, όταν την πήραν. Δε θυμάται καλά. Κάτι είπε στην αδερφή της. Έπειτα, με βουρκωμένα μάτια την κοίταξε.

«Να κάνεις όνειρα, παιδί μου», της είπε με αδύναμη φωνή. Ύστερα, όλα χάνονται. Ένα κενό στο κεφάλι της, μια τεράστια απορία.

Η Φαλίν όμως ξέρει. Ξέρει ότι δε θα γυρίσει. Το έχει χωνέψει πια. Έχει συνηθίσει να είναι και μάνα και πατέρας και αδερφή για τη Δάειρα. Να σηκώνεται τα χαράματα. Να φροντίζει για εκείνη, να κάνει τα αδύνατα δυνατά για εκείνη, να ζει για εκείνη. Όλα αυτά τα χρόνια κάνει υπομονή. Μήπως το συνειδητοποιήσει. Μήπως κάτι αλλάξει, κάποιος τη λυπηθεί...

Η Δάειρα κράτησε την υπόσχεσή της. Ονειρεύεται. Ονειρεύεται κάποια στιγμή να γίνει μια μεγάλη βιολίστρια, να έχει ένα κοινό να την αποθεώνει, να χαίρεται πραγματικά.

Ένα βράδυ, ενώ όλοι κοιμούνταν, ξαφνικά ένας δυνατός κρότος ακούγεται. Σηκώνεται απότομα και βλέπει τη Φαλίν να κείτεται στο έδαφος σε μια άθλια κατάσταση.

«Όχι πάλι!», φωνάζει χωρίς ούτε η ίδια να ξέρει γιατί πραγματικά το είπε. Ή ίσως ξέρει αλλά δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει. Προσπαθεί να την ξυπνήσει. Από το στόμα της βγαίνει μονάχα η φράση «Όχι πάλι». Κάθε φορά που το έλεγε, το πίστευε ακόμα περισσότερο. Ύστερα, όλα έγιναν από μόνα τους. Πλέον δε σκεφτόταν. Έκανε πράξεις τη μία μετά την άλλη σαν να είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, σαν να το είχε κάνει εκατό φορές και περίμενε να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Αμέσως, ανάβει τη φωτιά, τη βρέχει με λίγο νερό και τη σκεπάζει με ό,τι έχει και δεν έχει. Αντικρίζει το κάτασπρο πρόσωπό της. Τη βάζει να καθίσει, την αφήνει να στηριχτεί πάνω της και της μιλάει, ίσως χωρίς εκείνη να ακούει αλλά σε κάποιον ήθελε να τα πει.

«Ξέρεις, αδερφή», της λέει, «αν είναι κάποιος σε αυτόν τον κόσμο που θαυμάζω πιο πολύ είσαι εσύ. Εσύ είσαι πάντα εκεί, εσύ...». Κάνει μια παύση. Με δάκρυα στα μάτια κάνει ένα βήμα πίσω. Σιωπή. Μονάχα κραυγές απελπισίας. Ναι, ήταν εκεί. Στο πρόσωπο της Φαλίν έβλεπε τη μητέρα της και τώρα η ίδια έχει πάρει τη θέση της αδερφής της. Κι όμως η συνειδητοποίηση δεν άργησε να έρθει. Το κλάμα της αέναο φουντώνει όλο και περισσότερο σαν πύρινη κόλαση. Βγαίνει έξω να ζητήσει βοήθεια, μα κανένας. Πάντα μόνη της ένιωθε, και τώρα πιο μόνη από ποτέ. Πια έχει αναλυθεί σε κοπετούς. Αρχίζει να κατηγορεί τον εαυτό της.

«Εγώ φταίω. Από πάντα εγώ έφταιγα. Γιατί δεν μπορούσα να το είχα καταλάβει νωρίτερα; Η μαμά, η μαμά μου πέθανε και τώρα για όλα αυτά εγώ φταίω. Η αδερφή μου τα περνάει όλα, η αδερφή μου βασανίζεται, η αδερφή μου πεθαίνει και εγώ τίποτα. Εγώ φταίω!». Τα δάκρυα κυλούν σαν ποτάμι στα μάγουλά της. Με σπαρακτικούς λυγμούς κλαίει. Κλαίει για εκείνη, για τη Φαλίν, για τη μαμά.

«Όχι, δε φταις εσύ!», ακούγεται μια αδύναμη ψιθυριστή φωνή.

«Εγώ φταίω, μονάχα εγώ!», ανταποκρίνεται με το κεφάλι της μέσα στις δυο της παλάμες.

Σαστίζει. Σηκώνει το κεφάλι και με αναφιλητά πέφτει στην αγκαλιά της αδερφής της. Κλαίει αδιάκοπα. Όχι όμως από λύπη πια αλλά από χαρά, από ανακούφιση, από συγκίνηση. Από χαρά που είχε απελευθερωθεί, που είχε καταφέρει να αποδράσει από τη φυλακή που ζούσε τόσον καιρό. Που μπορούσε να ζει χωρίς έγνοιες, χωρίς δισταγμούς. Που ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την αληθινή ζωή. Η ψυχή της σαν να είχε βγάλει φτερά, είχε φτάσει στον ουρανό κοντά στα σύννεφα. Κάπου εκεί με τη μητέρα της...

Τέτοια ήταν και η ευχαρίστηση χρόνια αργότερα. Στο άκουσμα χιλιάδων χειροκροτημάτων για εκείνες. Παίζοντας τραγούδια δικά της, της αδερφής της. Για τους άλλους ήταν απλώς τραγούδια. Για τις ίδιες όμως ήταν αλλιώτικα. Κάθε τραγούδι μια διαφορετική ιστορία. Από τη ζωή τους στην καλύβα μέχρι τη μακροχρόνια θεραπεία της Φαλίν. Κυρίως όμως για την ελευθερία που νιώθει από τότε. Ένα τραύμα, ένα βάρος που κουβαλούσε στους ώμους της για χρόνια. Την ελευθερία που νιώθει παίζοντας το βιολί της. Ένα άπιαστο όνειρο που τώρα είναι μόνο η αρχή.

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Κουμπιά οι λέξεις Λες να` χει σημασία Πού θα κουμπώσουν;                  Γιώργος Ρούσκας                               Με βαθ...